Είχα τσεκάρει το συγκεκριμένο λάιβ από τη στιγμή που ανακοινώθηκε κι αυτό γιατί το No Holier Temple, η προηγούμενη δηλαδή δουλειά των Hexvessel από το 2012, είναι ένας δίσκος στον οποίον επιστρέφω συχνά-πυκνά. Και, παρότι το φετινό When We Are Death δεν μου προκάλεσε τον ίδιο ενθουσιασμό, τραγούδια όπως το “Woods Τo Conjure” ή το “His Portal Thumb” και η πιθανότητα να τα ακροαστώ στο ζωντανό, ήταν αρκετά για να με κρατήσουν ζεστό.
Ωστόσο αναρωτιόμουνα ποιοι διάολοι είναι αυτοί οι Pazuzu. Θα μου πείτε «στην εποχή του ίντερνετ», «ένα κλικ» και τα λοιπά· ορισμένες φορές, όμως, με πιάνουν τα ρομαντικά μου και προτιμώ να μην ανοίξω το YouTube για να κατατοπιστώ, αλλά να αφήσω τον καλλιτέχνη να συστηθεί πάνω στο σανίδι. Ακόμα κι έτσι, βέβαια, δύσκολα μπορείς να μπλοκάρεις εντελώς την πληροφορία· έτσι είχα αποκτήσει μια ιδέα από 'δω κι από 'κει (είχα διαβάσει και την ωραία συνέντευξη που έδωσαν μαζί αντιπρόσωποι από τις 2 μπάντες στον Χρυσόστομο Τσαπραΐλη –δες εδώ)· άλλωστε γνώριζα ότι δισκογραφούν αμφότεροι στο ίδιο label (τη Svart Records), έχουν βάση στη Φινλανδία και μια αισθητική που, χωρίς να εντάσσεται ακριβώς στο black metal, μπορεί και προσελκύει την πιο ανήσυχη ίσως μερίδα του κοινού του.
Να μην τα πολυλογώ, οι Oranssi Pazuzu μ’ έκαναν με το καλησπέρα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, να καταλάβω γιατί ήταν εκείνοι που κρατούσαν τον ρόλο του (άτυπου έστω) headliner. Και όχι γιατί οι Hexvessel έκαναν κάτι λάθος· απλώς η μουσική των Pazuzu ήτανε πραγματικά ορμητική και με φαντασία, ενώ το μπάσιμό τους –εκ των υστέρων, ακούγοντας τον όντως θαυμάσιο φετινό τους δίσκο Värähtelijä, διαπίστωσα πως έγινε με το εναρκτήριο κομμάτι του, το “Saturaatio”– ήταν τόσο δυναμικό, ώστε σ’ έπιανε από τα μούτρα.
Βάλτε λοιπόν ένα σωματώδες ριφ και το παραγόμενο, ογκώδες sludge groove, παραδώστε το στην επανάληψη κι έπειτα προσθέστε τις αρκετά πρίμες κραυγές των φωνητικών και την κατεύθυνση προς το black metal, όπως επίσης και τα συνθεσάιζερ που προσπαθούσαν –κάποτε απολύτως επιτυχημένα, άλλοτε όχι τόσο– να εμπλέξουν την ψυχεδέλεια. Κάπως έτσι θα μπορούσε να μοιάζει η μουσική των Pazuzu σε μορφή συνταγής, με την επισήμανση ότι στο ζωντανό το πράγμα αποκτούσε μια δαιμονισμένη ενέργεια.
Προφανώς, το κομμάτι του ρυθμού παίζει εδώ σημαντικό ρόλο, πόσο μάλλον που πολλές φορές δεν το υπηρετούσαν μόνο το μπάσο και τα ντραμς, αλλά μαζί και οι 2 κιθάρες, αφήνοντας μόνο τα πλήκτρα κάπως ελεύθερα να σηματοδοτούν την έξοδο από τις αναγκαιότητες που επιβάλλει η επανάληψη. Η φωνή έδινε τη black metal συνισταμένη, ενώ οι κιθάρες έβγαιναν συχνά-πυκνά από τα επαναλαμβανόμενα θέματα, πραγματοποιώντας ορισμένα δυναμικά σόλο.
Οι Pazuzu αποδείχθηκαν εξαιρετικοί μέσα σ' αυτούς τους κύκλους, γνωρίζοντας πώς να τους τροφοδοτούν με μία πυκνή ένταση, όντας πολύ προσεκτικοί στο κομμάτι των δυναμικών και των μεταβάσεων. Διότι, όσο καλοί ήταν οι Φινλανδοί στο να διαγράφουν εκείνους τους κύκλους και να μας αφήνουν μέσα τους για ώρα, άλλο τόσο ήταν και στο να υπονοούν τις εξόδους, μ’ ένα ριφ π.χ. που έμοιαζε έτοιμο να αλλάξει τα πράγματα, για να νικηθεί τελικά από την ορμή των επαναληπτικών κύκλων. Και σε μία τέτοια περίπτωση, όπου το σημαίνον είναι η περιοδικότητα της επανάληψης, ακόμα και η παραμικρή αλλαγή στον τονισμό, μπορεί να γίνει αντιληπτή σαν σεισμική μεταβολή.
Λόγω της εμμονής με την επανάληψη, αλλά ίσως και λόγω ορισμένων κοινών αναφορών, στο μυαλό μου ήρθαν αρκετές φορές οι συμπατριώτες τους Circle και ο εξίσου πετυχημένος τρόπος με τον οποίον χρησιμοποιούν κι εκείνοι το συγκεκριμένο εργαλείο. Οι Pazuzu έπαιξαν γύρω στη μιάμιση ώρα και μας αποχαιρέτισαν χωρίς encore, όσο κι αν το μισογεμάτο Gagarin από κάτω χειροκροτούσε ενθουσιωδώς, περιμένοντας ένα ακόμα κομμάτι. Προσωπικά –το έχω επαναλάβει και αλλού– απ’ τη στιγμή που το «κανονικό» σετ μοιάζει να διέπεται από μία συγκεκριμένη λογική στο στήσιμό του, να έχει δηλαδή αρχή, μέση και τέλος (και αυτό των Pazuzu ήταν προφανέστατα ένα τέτοιο), το encore περιττεύει.
Προηγουμένως, οι Hexvessel μας έδωσαν κι αυτοί μια εξαιρετική εκδοχή της μουσικής τους ταυτότητας. Η οποία είναι αρκετά διαφορετική βέβαια σε σχέση μ' εκείνη των Oranssi Pazuzu (έχει, ας πούμε, αρκετές αναφορές στο ψυχεδελικό folk), αλλά μοιράζεται μία παρόμοια σκοτεινιά. Εδώ η μουσική ήταν προσανατολισμένη στην τραγουδιστική της λειτουργία, κάτι που ορισμένες φορές φαινόταν κάπως περιοριστικό, δεδομένου ότι επέστρεφε εκεί ακόμα κι όταν διαφαίνονταν αρκετές δυνατότητες προς εκμετάλλευση.
Σε αρκετά σημεία, δηλαδή, οι Hexvessel μου φαίνονταν καλύτεροι στις «γέφυρες», όταν ξανοίγονταν για να εντοπίσουν εκείνο το λεπτό progressive γκρουβ τους και τις εξίσου λεπτές ισορροπίες στο μεταξύ τους· έμοιαζαν να βρίσκουν διάφορους δρόμους για εξερεύνηση, τους άφηναν όμως να είναι απλώς δυνατότητες, επιστρέφοντας σχετικά γρήγορα στα προηγούμενα, για να δώσουν ξανά τη σκυτάλη στη φωνή.
Το ωριαίο σετ των Hexvessel ήταν έτσι κάπως πιο στάνταρ από άποψη δομής, με τη μουσική συνήθως να εξελίσσεται με το γνωστό σχήμα εισαγωγή-κουπλέ-ρεφραίν-γέφυρα κ.ο.κ, χωρίς πολλές εκπλήξεις. Ωστόσο τα ίδια τα τραγούδια είχαν αρκετά να πούνε, διαθέτοντας αρκετή πυγμή, αλλά και μπόλικο λυρισμό, με τον οποίον νοηματοδοτούσαν την ιδιαίτερη σχέση τους με τον παγανισμό (είναι γνωστή η εμμονή τους με το δάσος και τα πνεύματα που κρύβονται εντός του).
Έπαιξαν, φυσικά, και το αγαπημένο μου “Woods Τo Conjure” και το έπαιξαν εξαιρετικά, μολονότι έλειπε η τρομπέτα που δίνει στην ηχογράφηση ένα πολύ ιδιαίτερο στίγμα. Επί σκηνής οι Hexvessel ήταν παραταγμένοι με 2 κιθάρες, συνθεσάιζερ, βιολί, μπάσο και τύμπανα, διαθέτοντας αρκετό εύρος ως προς τις εκφραστικές δυνατότητες. Ένα δυνατό χαρτί ήταν νομίζω οι 2 κιθάρες με τις όμορφες μελωδίες τους, όπως επίσης και η rhythm section, η οποία προσέφερε μία στέρεα βάση ή τα συνθεσάιζερ με τα ατμοσφαιρικά τους γεμίσματα. Βεβαίως και η φωνή του Mat McNerney, που αφηγούνταν τις ιστορίες εκείνες από τα σκοτεινά δάση στο βορειοανατολικό άκρο της Ευρώπης.
Έπαιξαν επίσης και αρκετά τραγούδια από τον νέο τους δίσκο, ενώ έκαναν και κάποια περάσματα από τον πρώτο τους (π.χ. τα κομμάτια με τους χαρακτηριστικούς τίτλους “Teeth Οf Τhe Mountain” και “I Am Τhe Ritual” αντιστοίχως). Κι ακόμα κι αν δεν αφήνονταν τόσο στο γκρουβ να τους οδηγήσει εκείνο σε άγνωστα (ή τέλος πάντων λιγότερο στάνταρ) μονοπάτια, τα όσα μας έδωσαν νομίζω πως ήταν αρκετά για να μην μείνει κανένας παραπονεμένος.
Τη βραδιά στο Gagarin είχαν εντωμεταξύ ανοίξει δύο εγχώρια support, πρώτα ο Dead Creed και στη συνέχεια οι Mock Τhe Mankind. Ξεχώρισα τον πρώτο, μια σκοτεινή φιγούρα με μια μεγάλη κουκούλα, που έπαιζε τη δωδεκάχορδη ηλεκτρακουστική του μπροστά από το φως των κεριών. Με το βλέμμα στραμμένο στη μυθολογία του death metal, αλλά και με αναφορές στην κιθάρα που έφταναν μέχρι το σόλο πρότζεκτ του Ben Chasny –τους Six Organs Οf Admittance– ο Dead Creed στάθηκε θαυμάσια στη σκηνή, προλογίζοντας ιδανικά μια εξαιρετική συναυλία.
Η οποία βραδιά έκανε μια κοιλιά με τους Mock The Mankind, ένα τρίο που συνδύαζε το post-rock με το doom, χωρίς όμως να καταφέρνει να ξεφύγει από την κοινοτοπία. Eγώ προσωπικά, τουλάχιστον, δεν μπόρεσα να μπω στη μουσική τους, καθώς μου φάνηκε πολύ ορθοκανονική και τετραγωνισμένη, χωρίς ένα τσαλίμι, λίγη φαντασία. Πάντως, ο ήχος τους είχε όγκο και η κιθάρα έδινε ορισμένες φορές κάποιες λύσεις· κι αυτές, όμως, δεν μου φάνηκαν αρκετά πειστικές.
{youtube}BhfSzWZrqj0{/youtube}