Οι πετυχημένες συναυλίες κρίνονται από τον ενθουσιασμό του κόσμου στις τελευταίες σειρές, όχι μόνο μπροστά, στον πυρήνα δηλαδή του φανατισμού. Με βάση αυτό το αξίωμα, η εμφάνιση του μινιμαλιστικού pop-techno supergroup με το όνομα Moderat ήταν κανονική αποθέωση. Kαι εύκολα μπορεί να αξιολογηθεί ως μία από τις πιο πετυχημένες συναυλίες που είδαμε φέτος στην Αθήνα, σε κλειστό χώρο.
Οι ουρές στην Ιερά Οδό είχαν σχηματιστεί από νωρίς για τους Βερολινέζους stars της ευρωπαϊκής dance σκηνής. Σχεδόν 3.000 κόσμου κατέκλυσε έναν χώρο που συνήθως φιλοξενεί εγχώριους λαϊκούς βάρδους. Σε αυτό το ανέλπιστα λειτουργικό venue, το τρίο παρουσίασε ένα άκρως προσεγμένο σόου, αν και ίσως παραπάνω προσεγμένο και περισσότερο «καλά συσκευασμένο» απ' όσο έπρεπε.
Κάπου ανάμεσα στον James Blake (στα πιο εξωστρεφή του) και στους μεταγενέστερους Prodigy (στα πιο ραδιοφωνικά τους) και ανάμεσα στους Depeche Mode (στα πιο αδιάφορά τους) και στον Justin Timberlake (στα πιο ευρωπαϊκά του), το ανελισσόμενο project –με τον Gernot Bronsert και τον Sebastian Szary να πλαισιώνουν τον Apparat– μας χάρισε ένα μείγμα ηλεκτρονικού R'n'B σε indie pop διάκοσμο, με νοσταλγικές techno διαθέσεις.
Σε τραγούδια όπως το "Reminder", το "Animal Trails" και ιδιαίτερα στο εθιστικό "Bad Kingdom", έβλεπες εκδηλώσεις λατρείας και πλήρη συμμετοχή από το πλήθος –πράγμα σπάνιο για τέτοιες συναυλίες, όταν γίνονται εκτός φεστιβαλικού πλαισίου. O δε Apparat συμπεριφερόταν σαν πυροτεχνουργός της κονσόλας, με αιφνιδιαστικά περάσματα από υπνωτικά bleeps σε βαρύγδουπα beats, ενισχύοντας την αντίληψή του περί δραστηριοποίησης της χορευτικής εσωστρέφειας και την ευδαιμονική αίσθηση της νοοτροπίας «είμαστε όλοι μαζί σε μια κοινή πίστα».
Οι Μoderat απέδειξαν λοιπόν ότι αντιλαμβάνονται τον χορό σαν μαζική απελευθέρωση, με αναίσχυντα σαφείς προθέσεις να αρέσουν σε όλους· ήταν κάτι στο οποίο πέτυχαν απόλυτα. Χωρίς τάσεις μοντερνισμού στον ήχο –ακόμα και τα 3D γραφικά στο video wall ήταν αναχρονιστικά (σαν screen saver στα Windows 98)– το ηλεκτρονικό σχήμα χάρισε 2 γεμάτες ώρες που τίμησαν τη dance κουλτούρα (των 1990s κυρίως), χωρίς το αποτέλεσμα να μυρίζει βιομηχανική κατανάλωση. Απ' την άλλη, όμως, και δίχως να εκτοξεύσει τον ονειροδείκτη των ακροατών.
Το ηχοσύνολο που παρουσίασαν στο Gazi Music Hall, με όλα τα παχύρρευστα ηλεκτρονικά layers, θα ήταν το ίδιο αποδεκτό και από χιλιάδες αλαφιασμένους clubbers. Κάπου εκεί έγκειται και η μεγάλη μου ένσταση για την «εμφάνιση» (δεν το αποκαλώ live). Εφόσον το συγκρότημα ήθελε να παρουσιάσει μια δουλειά με χρώμα, βάση και όραμα, γιατί τα φωνητικά στο σύνολό τους ήταν προηχογραφημένα;
Πραγματικά, τα εκτενή ηχογραφημένα μέρη αφαιρούσαν σε αμεσότητα, σε επικοινωνία και τελικά σε ποιότητα –για όσους τουλάχιστον ήθελαν να «ακούσουν», εκτός από το να «χορέψουν». Χορταστικό και πλήρες σε λιπαρά το αποτέλεσμα, αλλά όντως παραπάνω προσεγμένο και περισσότερο καλά συσκευασμένο απ' όσο έπρεπε. Λες και αν ξέφευγε ένα λάθος στα φωνητικά ή στα πηχτά ηλεκτρονικά περάσματα, θα ξενέρωνε κάποιος από τους αλαφιασμένους παρευρισκόμενους. Ούτε κατά διάνοια. Όλοι έφυγαν χαμογελαστοί και βγήκαν ικανοποιημένοι στην Ιερά Οδό, που μοιάζει τόσο επιθετική το Σαββατόβραδο.
{youtube}uC3csRCj5Zw{/youtube}