Το εισιτήριό μου έγραφε «θέατρο» και πίσω μου στο Ίδρυμα Κακογιάννη καθόταν μια κυρία που χρώσταγε 3 κριτικές σε ένα θεατρικό site (συμβουλή αρχισυντάκτη: 3 κριτικές είναι πολλές). Αλλά όταν τα φώτα έσβησαν και χειροκροτήσαμε όλοι μαζί –θερμά– τους συντελεστές των Μαρμαρωμένων Τρωάδων, ήμουν βέβαιος ότι η παράσταση χώραγε και στο Avopolis. Γιατί η μουσική δεν ήταν διάκοσμος, ούτε γέμιζε κενά· αντιθέτως, αποτελούσε οργανικό μέρος του οπτικού/ηχητικού τόπου που είχε δημιουργηθεί, ήταν δε και πρωτότυπη δημιουργία της Violet Louise (Λουΐζα Κωστούλα), ειδικά για το έργο.
Οι Μαρμαρωμένες Τρωάδες ντεμπούταραν στην αρχαία Ολυμπία, στην τελετή για την Αφή της Ολυμπιακής Φλόγας και έδιναν την τελευταία τους αθηναϊκή παράσταση τη Δευτέρα το βράδυ στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Μια πολύ ορθή επιλογή, δεδομένου του ότι βασίζονται στη μετάφραση των Τρωάδων του Ευριπίδη που έκανε –χρησιμοποιώντας εξαιρετικά τα νέα ελληνικά– ο γνωστός σκηνοθέτης. Το σκηνικό τους, λιτό· άφηνε πολλά να τα συμπληρώσει η φαντασία, όσο τα μάτια σου έβλεπαν τα δύο τριμερή βάθρα αριστερά και δεξιά και το μονό στη μέση, καθώς και τις εικόνες που προβάλλονταν στο video wall πίσω τους.
Αριστερά όπως κοιτάζαμε στεκόταν η Εκάβη, καταπληκτικά ενσαρκωμένη από την Αγλαΐα Παππά, η οποία έδωσε ρεσιτάλ θεατρικής χρήσης της φωνής για να ζωντανέψει μπροστά μας την έκπτωτη βασίλισσα της Τροίας, που παρακολουθούσε τα τελευταία οικεία πρόσωπα που είχαν απομείνει στην οικογένειά της να θανατώνονται ή να παίρνουν τον δρόμο της σκλαβιάς. Δεξιά, η Λουΐζα Κωστούλα (στην οποία άνηκε η σκηνοθεσία) απέδιδε πειστικότατα τον χορό των γυναικών της Τροίας και άλλες γυναικείες μορφές (Ανδρομάχη, Κασσάνδρα), ενώ στο μέσον μας επισκεπτόταν ο Παναγιώτης Γαρμπής ως ευθυτενής κήρυκας Ταλθύβιος, κομίζοντας τα μαντάτα των μεθυσμένων από τη νίκη Ελλήνων. Για λίγο πέρασαν και ο Μενέλαος με την Ελένη, αλλά μόνο ως αφαιρετικές μορφές στο video wall, με τις φωνές τους ηχογραφημένες.
Τα αρχαία λόγια του Ευριπίδη παραμένουν αιχμηρά και επίκαιρα, σε εποχές όπου πάλι συζητάμε για δίκαιους και άδικους πολέμους –και διέθεταν επιπλέον μια δυναμική πολύ του γούστου μου, αφού από το σχολείο κιόλας θυμάμαι να απεχθάνομαι τους φαφλατάδες Αργίτες και τους προστάτες θεούς τους, συντασσόμενος με τους Τρώες, τον Απόλλωνα και τον Ποσειδώνα. Και αποδόθηκαν νομίζω εξαιρετικά, τόσο σε σκηνικό, όσο και σε υποκριτικό επίπεδο. Σε μια παράσταση η οποία δεν απώλεσε ποτέ το πρωτότυπο πνεύμα των Τρωάδων για να κάνει χατήρια στη μοντέρνα της προσέγγιση ως οπτικοακουστικής αφήγησης.
Η μουσική της Violet Louise άνηκε σε αυτό το μοντέρνο κομμάτι, κινήθηκε όμως με θαυμαστό μέτρο, πότε επιλέγοντας τη λογική του sound design –συμπλέοντας άριστα με τις εικόνες του video wall, όλες ειδικά επεξεργασμένες λήψεις από φυσικά τοπία που είχαν ως στόχο τη «θόλωση» των ορίων μεταξύ πραγματικού και φανταστικού– πότε λειτουργώντας ως ηλεκτρονικό soundtrack, με μια αισθητική κοντά στις σπουδαίες δουλειές των Boards Of Canada. Η ίδια στάθηκε επίσης άψογα και με τη φωνή της, στα λίγα σημεία στα οποία απέδωσε τραγουδιστά τα λόγια που αντιστοιχούσαν στους διάφορους ρόλους της.
Έχω χάσει μόνο μία παράσταση της Λουΐζας Κωστούλα, αλλά ό,τι έχω δει ως τώρα εκ μέρους της το συγκαταλέγω στα πιο ενδιαφέροντα πράγματα των τελευταίων χρόνων (δες εδώ, εδώ, αλλά και εδώ). Το λιγοστό πλήθος στο Ίδρυμα Κακογιάννη μάλλον σημαίνει ότι ακόμα δεν έχει ανακαλυφθεί όπως της αξίζει, κάτι που μπορείτε σύντομα να διορθώσετε, αν διαβάζετε αυτές τις γραμμές και νιώθετε ότι σας αφορά.
{youtube}eHhqwdDo-Lg{/youtube}