Το Σάββατο ο πολύς κόσμος κατέφτασε στο Sixd.o.g.s. καθώς ο τελικός του φετινού Τσάμπιονς Λιγκ φαινόταν να έχει πια πάρει τον δρόμο του (κούνια βέβαια που μας κούναγε...). Και πολύ γρήγορα φάνηκε πως η τρίτη μέρα του φεστιβάλ διέθετε ένα ιδιαιτέρως ισχυρό line-up στο projectspace, το οποίο απειλούσε να κλέψει την παράσταση από το gigspace. Έτσι κι έγινε, παρά την καταλυτική παρουσία των EmptyFrame στο δεύτερο...
Γεωργία Καρύδη
του Χάρη Συμβουλίδη
Βγάζω από την τσέπη μου το μικρό φέιγ-βολάν που επιγράφεται «Γεια ποιος είσαι συ πώς σε λένε τι κάνεις έλα πέρνα γεια τι κάνεις κάπου σε είδα» και ανακαλώ τη μορφή μιας λεπτής κοπέλας με εκφραστικό βλέμμα να το τραγουδάει με νεύρο –πότε ορατή με ένα μικρόφωνο στο χέρι, πότε μέσα από την οθόνη του λάπτοπ της. Η ίδια κοπέλα τραγούδησε μ' αυτόν τον τρόπο κι άλλα κομμάτια, έπαιξε με χαρτάκια στα οποία γράφονταν οι λέξεις fuck, sex, casual, μας διηγήθηκε τις ιστορίες της Έλενας, μας πέταξε τα χαρτάκια που λέγαμε σαν να ήταν κονφετί και μας μοίρασε φέιγ-βολάν σαν τα προαναφερθέντα. Η Γεωργία Καρύδη ήταν το πρώτο πράγμα που είδα καταφτάνοντας στο project space του Six d.o.g.s. την Παρασκευή και ομολογώ ότι μου έκανε πολύ θετική εντύπωση η φρεσκάδα της performance της, η νεανική της γλώσσα και αμεσότητα, οι ιδέες της. Ακόμα και αν η άρθρωσή της την πρόδωσε ουκ ολίγες φορές καθώς τραγουδούσε.
B-Sides
του Χάρη Συμβουλίδη
Παρότι τα πράγματα στο project space είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ξέκλεψα λίγο χρόνο για να πεταχτώ ως το gig space και να δω τι έκαναν οι B-Sides, συγκρότημα το οποίο γνώριζα από τη δισκογραφία και ήθελα έτσι να το δω και επί σκηνής (δεν είχε ξανατύχει). Η πεντάδα φαινόταν κάπως στριμωγμένη στη μικρή σκηνή και –δυστυχώς– έπαιζε μπροστά σε πολύ λίγο κόσμο. Ωστόσο οι Πατρινοί ούτε πτοήθηκαν, ούτε τα βολτ φοβήθηκαν, ούτε στο ρελαντί έπαιξαν. Αντιθέτως, έδωσαν ένα εξαιρετικό λάιβ, τονίζοντας σε δυναμική τα τραγούδια τους και παρέχοντάς τους ό,τι ακριβώς χρειάζονταν για να σταθούν με αξιώσεις σ' αυτήν τη ζωντανή περίσταση. Ειδικά το "Rekill" (που είναι και το αγαπημένο μου κομμάτι τους) ήχησε καλύτερα και από τη στούντιο εκδοχή του, χάρη στην απόδοση που έπιασαν τα φωνητικά.
Ion
του Ανδρέα Κύρκου
Η ηλεκτρονική μουσική που κόσμησε το «εσωτερικής καύσεως» DJ σετ του Ion θα έχριζε καλύτερης αντιμετώπισης αν ακουγόταν αργά τη νύχτα. Ή –πιο σωστά– τις πρώτες πρωινές ώρες, καθώς η σοφιστικέ deep electronica που εξαπέλυσε στο gig space του Six d.o.g.s. ήταν εκτός τόπου και χρόνου στις 10 το βράδυ, πόσο μάλλον ως προς τα ονόματα τα οποία προηγήθηκαν και ακολούθησαν. Αυτό όμως αφορά στο line-up. Η μουσική του Ion στάθηκε άκρως εντυπωσιακή, με βάθος πεδίου και με διαστημικό concept, το οποίο υποστηρίχθηκε επαρκώς από τις εικόνες του βαθέως σύμπαντος στον προτζέκτορα. Μουσικά αναπτύγματα καμωμένα όχι απλά για να χορευτούν αλλά και για να εκραγούν προς τα μέσα, παρασέρνοντας εγκεφαλικά και σωματικά τους παρευρισκόμενους σε μια αρκετά ενδιαφέρουσα στιγμή του φεστιβάλ, η οποία δυστυχώς απέμεινε μόνη, αβοήθητη και ουρανοκατέβατη.
Violet Louise
του Χάρη Συμβουλίδη
Βλέποντας τη Λουΐζα Κωστούλα (Violet Louise) να παίρνει θέση στο κέντρο του project space πίσω από το korg της, «ταξίδεψα» ασυναίσθητα στα Υπόγεια του BBC και την έφερα στο μυαλό μου ως Delia Derbyshire. Μπορεί να έφταιγε το όμορφο φόρεμά της που μου θύμισε τα φορεματάκια της Ντέλια, αλλά μάλλον οφειλόταν στην καταλυτική εντύπωση που μου έχει αφήσει εκείνη η παράστασή της (περισσότερα για όσους δεν ξέρουν/δεν θυμούνται, εδώ). Η συναυλία στο Six d.o.g.s. ήταν ωστόσο κάτι διαφορετικό. Εδώ δεν υπήρχε Delia Derbyshire, μα μια τραγουδοποιός με κατακτημένο ύφος, η οποία στάθηκε μπροστά μας ως εγχώρια χρυσή τομή μεταξύ Björk και Marissa Nadler –πετυχαίνοντας να ηχήσει ταυτόχρονα ηλεκτρονική και ποπ, χωρίς «μηρυκασμούς» προς τα διεθνή πρότυπα. Τα τραγούδια της Violet Louise είχαν αρκετό ενδιαφέρον μα και αρκετές διαθέσεις, «σερβιρίστηκαν» δε εξαιρετικά, καθώς πίσω της υπήρχε πάντοτε ένα φόντο, αναπλάθοντας και οπτικά την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα καθενός από τα κομμάτια που ακούγαμε.
Opsis
του Χάρη Συμβουλίδη
Opsis, όπως συνειδητοποίησα όταν είδα ποιος βρισκόταν πίσω από το λάπτοπ στο project space, είναι ο Βύρων Κατρίτσης από τους Neon. Ο οποίος διατηρεί αυτό το προσωπικό πρότζεκτ ως όχημα για τις (ακόμα) πιο πειραματικές, ηλεκτρακουστικές του ανησυχίες, όσες δεν χωρούν στα πλαίσια της μπάντας. Για την εμφάνισή του στο Six d.o.g.s. διάλεξε κάτι πολύ ιδιαίτερο, το οποίο πέτυχε να μαγνητίσει τα βλέμματα και να τραβήξει πολλούς περίεργους προς τη μικρή λευκή αίθουσα: μια κοπέλα στεκόταν δίπλα του στη σκηνή, έχοντας απλωμένες μπροστά της σκόνες με διάφορα έντονα χρώματα, καθώς και μια σειρά δοχεία. Και σε κάθε σύνθεση του Opsis, εκείνη έφτιαχνε κι ένα διαφορετικού χρώματος «φίλτρο», γεμίζοντας από ένα δοχείο τη φορά. Θα μπορούσες να το θεωρήσεις ως ευφυές τρικ για να επικοινωνηθεί μια μουσική παραδοσιακά κουκουρούκου για το ευρύ κοινό –και ως έναν βαθμό έτσι ήταν. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό· ο προσεκτικός ακροατής εντόπιζε ότι υπήρχε μια αφαιρετική και μη-συγκεκριμένη σχέση μεταξύ της Future Sound Of London αίσθησης των κομματιών και κάθε χρώματος/υγρού. Κάτι που με ιντρίγκαρε πολύ γιατί –αν δεν κάνω λάθος– ο Opsis παρουσίασε υλικό κυρίως από την τελευταία του δουλειά Persai/Antigone, το concept της οποίας δεν έχει κάποια σχέση με όσα βλέπαμε (πρόκειται για ένα φανταστικό soundtrack στις αντίστοιχες τραγωδίες των Αισχύλου και Σοφοκλή). Από τις πιο ιδιαίτερες εμφανίσεις του φετινού Φεστιβάλ Πολλής Μουσικής.
Tεφλόν
του Ανδρέα Κύρκου
Το κοινό των Τεφλόν λογικά είναι πολύ προσηλωμένο και φανατικό: φίλοι, γνωστοί και fans γέμισαν ασφυκτικά το gig space όταν το γκρουπ ανέβηκε στη σκηνή για να παρουσιάσει το υλικό του. Τραγούδια απλωμένα σε μακροσκελή κιθαριστικά στρώματα, έντεχνη χαρμολύπη στα μάλλον άχρωμα φωνητικά και έντονος ηλεκτρισμός στην post-rock πεπατημένη. Καθόλου αδιάφορη στο σύνολό της η εμφάνιση, αλλά η μπάντα χρειάζεται δουλειά, καλύτερες συνθέσεις και πιο πειστικές ιδέες προκειμένου να μεταφράσει τον ενθουσιασμό της (και των ακολούθων της) σε κάτι περισσότερο, δηλαδή σε ένα υπολογίσιμο λάιβ. Πάντως η alternative (με όρους 1990s) «αγορίστικη» ροκ ευαισθησία καλά κρατεί με μπάντες σαν τους Τεφλόν και κανείς δεν θέλει να κατεβάσει το διακόπτη. Μια χαρά περνάμε και με αυτήν τη μουσική...
Αναστασία Παπαθεοδώρου
του Χάρη Συμβουλίδη
Η Αναστασία Παπαθεοδώρου διαδέχθηκε τον Opsis και τη βοηθό του στο project space, κρατώντας ζωντανό το πνεύμα της οπτικοακουστικής εμπειρίας. Ηθοποιός, τραγουδίστρια και σκηνοθέτιδα, έστησε ουσιαστικά μια performance με συναυλιακό επίκεντρο. Θέλω δηλαδή να πω ότι ναι, κατά κύριο λόγο την είδαμε εκεί στο μέσον του τοίχου και των όσων εικόνων προβάλλονταν πάνω του να τραγουδάει, στην πραγματικότητα όμως είχαμε ένα σετ φτιαγμένο από μουσική, πρόζα και βίντεο, στο οποίο οι εξαιρετικές ασπρόμαυρες εικόνες που βλέπαμε είχαν ίση σημασία με τα όσα ακούγαμε, αποτελώντας μια συνολική εμπειρία. Βρήκα την όλη παράσταση υψηλού επιπέδου, ένα θλιμμένο μα καθόλου μίζερο σχόλιο στις θρυμματισμένες ζωές ενός απόλυτα σύγχρονου μητροπολιτικού τοπίου, το οποίο βρισκόταν σε διαλεκτική αντίθεσης/αλληλοσυμπλήρωσης με το οπτικό υλικό της Παπαθεοδώρου –τις γαλήνιες π.χ. παραλίες ή τους νηφάλιους, ραχάτικους πιγκουίνους. Ωστόσο, μαζεύτηκε κάμποσος κόσμος στο project space και καθώς δεν μπόρεσαν όλοι να βλέπουν καλά φοβάμαι ότι χάθηκε για τους περισσότερους θεατές ο ολιστικός χαρακτήρας των όσων έλαβαν χώρα.
Sissi Rada
του Χάρη Συμβουλίδη
Αναρωτώμενος τι να γίνεται στο gig space, άφησα προσωρινά το project space στον Ανδρέα και όδευσα για εκεί, βρίσκοντας τον χώρο σχεδόν γεμάτο για τους άρτι αφιχθέντες από το Βερολίνο Sissi Rada. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο ελληνογερμανικό τρίο, στο οποίο «προΐσταται» η Σίσσυ Μακροπούλου, έχοντας στο πλάι της τους Max Trieder & Philip Krause. Η ευμεγέθης άρπα που δέσποζε πάνω στη σκηνή σε προετοίμαζε για έναν ήχο ο οποίος ναι μεν ανήκει στην ευρύτερη ποπ οικογένεια, δεν κατατάσσεται όμως εύκολα σε κάποιο «ρεύμα», καθώς αντλεί από ποικίλες κατευθύνσεις. Με το πράσινο διακοσμημένο μαντήλι της στο κεφάλι και τη θαυμάσια κινητικότητα των χεριών της, η Μακροπούλου αποδείχθηκε παρουσία που αναντίρρητα δέσποζε πάνω στη σκηνή, είχε όμως και φωνή για να υποστηρίξει τα όσα χρειαζόταν, μα και δεξιότητα στην άρπα, η οποία κάθε άλλο παρά ως «γαρνιτούρα» χρησιμοποιήθηκε. Παρακολούθησα με ενδιαφέρον, αν και βρήκα ότι τα τραγούδια χάνονταν εύκολα στις αναζητήσεις τους, αυτο-ακυρώνοντας έτσι τον ποπ χαρακτήρα τους. Πάντως αυτή η μπάντα έχει κάτι και δεν είναι τυχαίο ότι χειροκροτήθηκε θερμά.
Georges Jacotey, Χάρης & Έρη
του Ανδρέα Κύρκου
Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην performance και στην αυτοσχεδιαστική παπάτζα. Και μάλλον τα παιδιά που αποτελούν το project Georges Jacotey, Χάρης & Έρη θεωρούν ότι καταθέτουν ψυχούλα όταν κρατάνε τις κοτσίδες τους ψηλά στον αέρα, όταν πάιζουν με το τόπι και όταν επιχειρούν κάτι ανάμεσα σε queer installation και art house καραόκε. Οι ιδέες και το ταλέντο έλειψαν για λίγο από το project space του Six d.o.g.s., πηγαίνοντας ίσως για καμιά βόλτα στην Αβραμιώτου μαζί με τους δεκάδες παρευρισκόμενους που μετά από 5 περίπου λεπτά χαζέματος αποχώρησαν για να πάρουν λίγο αέρα, αφού δεν έβρισκαν κανένα λόγο να μείνουν στις θέσεις τους. Αλλά η πολλή μουσική χωράει τα πάντα. Ακόμα και τις παραφωνίες, όλα είναι μέσα στο πρόγραμμα.
Ethereal Movement
του Χάρη Συμβουλίδη
Έκπληκτοι, οι θαμώνες του Six d.o.g.s. είδαν ξαφνικά το project space να γεμίζει με γκοθάδες, αγόρια και κορίτσια με τις χαρακτηριστικές ενδυμασίες και κομμώσεις, που είχαν καταφτάσει ως συμπαγές σώμα. Ήξεραν βέβαια καλά τι έκαναν, αφού ήρθαν για να δώσουν το παρών στο λάιβ των «δικών τους» Ethereal Movement –το σχήμα του Ευγένιου Μπρουμίδη με τη Ζώζη των Gaspard Noir. Αυτός στην κιθάρα, εκείνη στη φωνή, άπλωσαν μπροστά μας ένα μελαγχολικό τοπίο, με σκοτεινούς ήχους και ρομαντικές διαθέσεις γαλουχημένες στον απόηχο του βρετανικού dark wave της δεκαετίας του 1980, που όμως λάμβαναν υπ' όψιν και νεότερες τάσεις του χώρου. Παρότι εκτελεστικά στάθηκαν μια χαρά, νομίζω ότι προδόθηκαν από το υλικό τους, το οποίο βούλιαξε σύντομα στη μονοτονία, δείχνοντας υπερβολική εξάρτηση από τα διεθνή τους πρότυπα. Ήταν μια ωραία νότα διαφορετικότητας στο φεστιβάλ η παρουσία τους, έλειψε όμως και η ανάλογη περιπέτεια σε ό,τι μας παρουσίασαν.
Empty Frame
του Ανδρέα Κύρκου
Έχουν κάτι ιδιαίτερο οι Empty Frame και προσπαθούσα να καταλάβω τι είναι αυτό, καθώς τους έβλεπα να παίζουν στο gig space. Δεν είναι η πολυσυλλεκτικότητα του ήχου τους, ούτε οι ανοιξιάτικες παραινέσεις των εγχόρδων –με τις γενναιόδωρες μελωδίες που ανθίζουν όταν ποτίζονται με τσέλο και βιολί– ούτε η χάρη τους (προσοχή, δεν είπα χαριτωμενιά) που σε κρατάει από το χέρι, ούτε και η σπουδαγμένη ικανότητά τους να χάνουν υπολογισμένα τον έλεγχο σε κάθε κρεσέντο των τραγουδιών τους. Ούτε καν η folk γλυκύτητα, η οποία είναι τόσο δυσεύρετη στη χώρα των μονοδιάστατων παραδοσιακών ροκάδων. Αυτό που έκανε το μικρό λάιβ τους τόσο αγαπησιάρικο και ξεχωριστό είναι η α-γ-ά-π-η τους για το υλικό τους. Μια αγάπη που τους κάνει να ευχαριστιούνται το παίξιμο και το τραγούδισμα, δίνοντάς τους το εφόδιο να κοιτάνε (ω Θεέ μου!) στα μάτια το κοινό, χαμογελώντας. Εύγε!
{youtube}IPXntZATY_M{/youtube}