O Ντον Τζοβάννι δεν είναι απλώς γυναικάς. Ο Ντον Τζοβάννι δεν είναι απλά ακαταμάχητος. Είναι ένας άντρας που, εκμεταλλευόμενος την κοινωνική του θέση και την εξουσία που αυτή του δίνει, «φαλλοποιεί» τα πάντα. Καθόλου τυχαία, κάποια στιγμή αποκαλείται λιμπερτίνος (ελευθεριάζων δηλαδή, αλλά με την πολιτική χροιά του λόγου). Η Ευρώπη άλλωστε των χρόνων του –του 18ου αιώνα– βράζει πάνω από κοχλάζον νερό, οπότε αναπόφευκτα βιώνει κι εκείνος τον άνεμο του επαναπροσδιορισμού των κοινωνικών σχέσεων. Μπορεί αριστοκράτες όπως ο Τζοβάννι να θέλουν να ασελγούν και να κινούνται ελεύθερα, έχει όμως περάσει ανεπιστρεπτί η εποχή κατά την οποία λυμαίνονταν ανεμπόδιστα τις περιουσίες, τα σώματα μα και την ίδια τη ζωή των κατώτερων τάξεων.
Στην ομότιτλη όπερα του Μότσαρτ, ο Ντον Τζοβάννι βρίσκει απέναντί του την κοινωνία· έτοιμη ν' αντισταθεί με κάθε τρόπο στην ανήθικη κούρσα, κατά την οποία η κατάκτηση της γυναίκας αποτελεί στόχο μετρούμενο με αριθμούς και όχι σε συναισθήματα. Η πολυγαμία του Τζοβάννι οφείλει λοιπόν να χτυπηθεί διότι αντιστέκεται στη δημιουργία της αστικής δομής. Γι' αυτό και βρήκα λάθος τις επικρίσεις προς τον Γιάννη Χουβαρδά –τον σκηνοθέτη της παράστασης– για την επιλογή του να μεταφέρει το έργο πιο κοντά στη δική μας εποχή (μάλλον κάπου στον Μεσοπόλεμο, αν και τα κοστούμια ενίοτε τοποθέτησαν τη δράση κι αρκετά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο). Και ήταν νομίζω αποφασιστικής σημασίας η ενέργειά του να δώσει βάρος στη σωβινιστική πλευρά του ζητήματος και όχι σ' αυτήν που εμπεριέχει τον σωβινισμό ως απότοκο της διαταξικής πραγματικότητας.
Το σκηνικό στο κατάμεστο Ηρώδειο δεν ήταν διόλου άσχημο στην πρεμιέρα του Ντον Τζοβάννι: είχε δέσει αρμονικά την αρχαία πέτρα με το λιθόστρωτο του δρόμου όπου και εξελίχθηκε πλήρως η πλοκή. Η μεταλλιζέ μάλιστα καντίνα, η οποία έστεκε ως καταφύγιο σεξουαλικών/ερωτικών περιπτύξεων αλλά και ως λειμώνας για τους περιθωριακούς ή απλά τους νομάδες της νυχτερινής ζωής (πέρα από τάξεις) ήταν σκηνικό που προσέδωσε ένα κάποιο επίκεντρο στη δράση.Προσωπικά, όμως, δεν μου άρεσε ο βαρύτονος FrancoPomponi ως Ντον Τζοβάννι, διότι δεν απέδωσε πλήρως τον σαρκασμό του ήρωα ή το χαμαιλεοντικό της συμπεριφορικής του. Όχι πως τον βρήκα ανελαστικό στην κινησιολογία του, απλά δεν ήταν αρκετά επιβλητικός ώστε να θεωρώ (ως θεατής) ότι και μόνο η παρουσία του έσπερνε την αμφιβολία.
Στον αντίποδα, θαυμάσια στάθηκε η Μυρτώ Παπαθανασίου ως Ντόνα Άννα –η οποία και καταχειροκροτήθηκε. Διέθετε ωραίες δυναμικές στη φωνή, αλλά και μια γοητευτική παρουσία, που έπειθε απόλυτα με τις κινήσεις της για τον πόνο που είχε προκαλέσει στην καρδιά της ο θάνατος του πατέρα της. Θα διαφωνήσω επίσης με τον συνάδελφο Γιάννη Σβώλο από την Εφημερίδα των Συντακτών για τη λάθος επιλογή του Αντώνη Κορωναίου ως Ντον Οττάβιο (αν και πράγματι μπήκε στη σκηνή ελαφρώς χαμένος και με εμφανές τρακ), θα συμφωνήσω όμως ότι ο Χριστόφορος Σταμπόγλης αγαπήθηκε από το κοινό για τη χιουμοριστική διάσταση την οποία έδωσε ενσαρκώνοντας τον Λεπορέλλο –στοιχείο αναγκαίο σε μια παράσταση διάρκειας 3,5 ωρών· αποδείχθηκε ωστόσο μπουφονιστής πάνω από το δόκιμο στην προσέγγισή του.
Ο Ντον Τζοβάννι του Γιάννη Χουβαρδά συζητήθηκε και εν τη πράξει, μα και μετά. Και μπορεί το δεύτερο να είναι ακόμα και αυτονόητο, το πρώτο όμως δεν συνηθίζεται. Τουτέστιν, ακούστηκαν γιουχαΐσματα την Τετάρτη στο Ηρώδειο, όχι μόνο στο μπιζάρισμα, αλλά και κατά τη διάρκεια της τελικής πράξης. Και δεν είναι τυχαίο. Γιατί ήταν ακριβώς εκεί, στους μονολόγους του φινάλε, όπου ο σκηνοθέτης επέλεξε να σπρώξει όσους απέμειναν στη σκηνή μετά τον θάνατο του Τζοβάννι σε μία ανοίκεια Abba (ναι, καλά διαβάσατε) κινησιολογία. Η οποία μου φάνηκε απλά σαν μία υπογραφή νεωτεριστικότητας και όχι ως σχόλιο πάνω στην ευζωία που ονειρεύονταν οι πρωταγωνιστές σε εκείνο το σημείο.
Η αιτία, βέβαια, είχε δοθεί πιο πριν: εκεί που η Κόλαση καταπίνει –μέσω του αγγελιοφόρου της, του φαντάσματος του Διοικητή– τον Τζοβάννι σε μια μάλλον άκομψη ξαπλωτάδα (βλέπε ξαπλωμένο, με τα πόδια να χτυπιούνται ωσάν χταπόδι) πάνω στο πάσο σερβιρίσματος του ταχυφαγείου. Για να μην αναφέρω την εκτός ρόλου βιαστική κίνηση του Pomponi να βγει από την καντίνα σύροντας εμφανώς (και εκτός σκηνικής οικονομίας) το παραπέτο, ώστε να γλυτώσει τα επερχόμενα βεγγαλικά που ανακοίνωναν την είσοδό του στον Άδη.
Δεν ήταν προβοκάτορες, όπως διάβασα στο διαδίκτυο, όσοι γιούχαραν. Καθόμουν άλλωστε σε αρκετά κοντινή προς αυτούς θέση, ώστε να διακρίνω ότι επρόκειτο για νεαρούς ανθρώπους, οι οποίοι παρακολούθησαν την όπερα με εμφανή προσήλωση. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι, μετά το πέρας της παράστασης, βρέθηκα σε τουλάχιστον 3 συζητήσεις με άγνωστους θεατές, οι οποίοι είδαν επίσης με δυσπιστία του εγχείρημα του Χουβαρδά. Όχι επειδή στάθηκε νεωτεριστικό (όπως αρέσκεται να πιστεύει μερίδα του Τύπου), αλλά επειδή δεν τηρήθηκε ο κώδικας του έργου σε επίπεδο αισθητικής. Οφείλω μάλιστα να σημειώσω πως άπαντες οι ηθοποιοί και οι ερμηνείες τους αποθεώθηκαν: το γιουχάισμα πήγαινε επομένως αποκλειστικά στον σκηνοθέτη.
Για όσους τέλος ξεχνούν την καταγωγή και την ιστορία της όπερας, μιλώντας την ίδια στιγμή περί αντίστασης του κατεστημένου στον νεωτερισμό ή επικαλούμενοι τη λαϊκότητα της όπερας (αναφορικά με το ταξικό εύρος του κοινού), να θυμίσω ότι η αποδοκιμασία έδινε και έπαιρνε στις ρίζες του είδους. Να θυμίσω, πιο συγκεκριμένα, ότι τα «μπου» και τα «ου» έχουν βρει τη θέση τους ακόμα και στη Σκάλα του Μιλάνου ή και στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης –και σε προσφάτους μάλιστα χρόνους. Σε καμία πάντως περίπτωση δεν ακούστηκαν σε εκείνη την ανεξάντλητης (νεοτερικής) γοητείας εκδοχή του Ντον Τζοβάννι που παρουσίασε το 2011 στη Σκάλα ο Daniel Barenboim.
Υ.Γ.: Διευθύνοντας την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο Λουκάς Καρυτινός έδωσε πραγματικά τον δικό του τόνο στην αποθέωση της εισόδου του Τζοβάννι στην Κόλαση, γλιστρώντας εμφανώς από το πόντιουμ. Δεν αφαίρεσε τίποτα από τη δράση ή την προσοχή μας –το αντίθετο μάλιστα, μας έπεισε για την ένταση που βίωνε και ο ίδιος στη δεδομένη στιγμή. Κι ας συζητήθηκε η εμφάνισή του με το ελαφρώς θαλασσί πουκάμισο, που «χτυπούσε» αντιστικτικά στα κλασικά θέματα βεστιαρίου του πόντιουμ…
{youtube}9CaBWzF2o00{/youtube}