Το πρώτο πράγμα που ακούστηκε από τη σκηνή, πριν ακόμα ανοίξει η αυλαία, ήταν η φωνή. Αυτή η φωνή, που κάποτε έμοιαζε πολύ γηραιότερη του σώματος που τη φιλοξενούσε, αλλά πλέον φαντάζει αναλλοίωτη από τον χρόνο και τη φθορά, μάρτυρας ενός εξίσου ατίθασου πνεύματος.
Έπειτα, αποκαλύφθηκε η εικόνα. Ο Θάνος Ανεστόπουλος καθισμένος σε έναν καναπέ στο μέσο του Παλλάς, και εκατέρωθεν οι πέντε μουσικοί που τον συνόδευαν: αριστερά η Ειρήνη Τηνιακού (πιάνο, πλήκτρα, καλίμπα) και ο Γιώργος Κατσάνος (πιάνο, πλήκτρα, σάμπλερ, μπαγλαμά) και δεξιά ο Αλέκος Βασιλάτος (κοντραμπάσο), η Σοφία Ευκλείδου (τσέλο) και ο Νίκος Γιούσεφ (μουσικό πριόνι). Μερικές φορές στη διάρκεια της συναυλίας, κάποιος θα σηκωνόταν από τη θέση του για να κάτσει δίπλα στον οικοδεσπότη.
«Από τις ρίζες ως τα άνθη του Καλού» τιτλοφορούνταν η παράσταση και η δομή της ήταν συμπαγής και σταθερή: πρώτα μία πρόζα κι έπειτα ένα τραγούδι. Για 3 ώρες, ο Ανεστόπουλος περιδιάβηκε τα πρόσωπα και τα έργα που τον σημάδεψαν, θυμήθηκε ιστορίες και διαλόγους, έδωσε το πολιτικό και φιλοσοφικό του στίγμα. Και τραγούδησε πολλά τραγούδια, δικά του και άλλων, ενορχηστρωμένα (από τον ίδιο και την Τηνιακού) ώστε να μοιάζουν αδέρφια αχώριστα. Έτσι, η Μαρία Πολυδούρη τα είπε με τον Michael Nyman, ο Arseny Tarkovsky βγήκε βόλτα με τον Κώστα Ουράνη και ο Egar Allan Poe τα ήπιε με τα Διάφανα Κρίνα.
Ήρθαν και αρκετοί φίλοι για να συνδράμουν τον Ανεστόπουλο, και να πουν από δύο τραγούδια ο καθένας: ο Γρηγόρης Κλιούμης μας θύμισε τον Κώστα Καρυωτάκη, ο Λόλεκ τον Leonard Cohen και τον Κωνσταντίνο Καβάφη, ο Κώστας Παρίσης το Παρίσι (και όσα δεν μαθαίνουμε ότι γίνονται εκεί) και τον Παύλο Σιδηρόπουλο, η Νάσια Γκόφα και ο Τηλέμαχος Μούσσας ανάστησαν το πνεύμα του David Bowie και της Nina Simone, ο Μανώλης Αγγελάκης μεταμορφώθηκε σε Tom Waits, ο The Boy διασκεύασε το “Transmission” των Joy Division και οι Mani Deum κανάλαραν τον Nick Cave.
Όμως, όλη η συγκίνηση και η μαγεία της βραδιάς βρισκόταν τελικά στη στάση του πρωταγωνιστή. Αυτού του ανθρώπου που έχει αποφασίσει να μην αφήσει την ασθένεια να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίον βλέπει τη ζωή, που παραμένει δημιουργικός και άκαμπτος. Μπορεί να έμεινε καθιστός στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, αλλά η πυγμή και το πάθος που διοχετεύονταν στις ερμηνείες και στους μονολόγους του, δεν άφηναν αμφιβολία για το ηθικό του. Κι όταν χρειάστηκε, την ώρα που ο Παρίσης τραγουδούσε το “Ωραίο Μάθημα Στα Χαμένα Παιδιά”, σηκώθηκε για να ξεδιπλώσει ένα πανό που έγραφε «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΤΑΓΗ». Αλλά και στο τέλος, όταν το ακροατήριο (που σχεδόν γέμισε το Παλλάς) τον αποθέωνε και κάποιος του έφερε το αμαξίδιό του, αρνήθηκε να καθήσει και αποχώρησε όρθιος.
Ο κόσμος άδειασε την αίθουσα μάλλον μουγκός στο τέλος. Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι κάτι τέτοιο συνέβη γιατί υπήρχε μια λύπη για την κατάσταση της υγείας του Θάνου Ανεστόπουλου, την οποία δύσκολα μπορούσες να αγνοήσεις. Νομίζω, όμως, ότι υπήρχε και κάτι άλλο: η φόρτιση από την όλη εμπειρία, από τη δύναμη των τραγουδιών, από την ομορφιά και την απλότητα, από το μάθημα ζωής που πήραμε όλοι. Όταν έχεις γεμίσει από εικόνες, ήχους και ιδέες, οι κουβέντες κάπου περισσεύουν.
«Θα τα πούμε ξανά κάποια στιγμή στο μέλλον», ήταν τα τελευταία λόγια του Ανεστόπουλου –μια πρόβλεψη τόσο βέβαιη, όσο και διφορούμενη. Η φωνή του ήταν το τελευταίο πράγμα που ακούστηκε από τη σκηνή.
{youtube}AfuEmz44rDk{/youtube}