Πολύ μελάνι έχει χυθεί για την επονομαζόμενη post-brexit post-punk σκηνή του Ηνωμένου Βασιλείου -που ήδη αρκετό καιρό πριν γραφτούν αυτές οι γραμμές έχει απωλέσει αρκετές από τις ποιότητες που θα μας επέτρεπαν να μιλήσουμε για «σκηνή»- και την πλούσια σοδειά που επεφύλαξε στους απανταχού μουσικόφιλους και αμετανόητους λάτρεις της κιθάρας τα τελευταία χρόνια. Όψιμες οργισμένες συνήθεις που έγιναν λατρεία, φιλίες και κόντρες, αστεροειδείς επιτυχίες και breakdowns, ένα συμπυκνωμένο κυνήγι της μαγικής στιγμής μεταξύ της βαριάς κληρονομιάς του συγκεκριμένου ήχου και του κινδύνου της θνησιγένειας, μια ιστορία με πολλούς σημαντικούς δίσκους και πολλές σημαντικές παρέες που πιθανότατα κάποια στιγμή - όχι πολύ μακριά απ' το σήμερα- βρει το δρόμο της σε κάποιο μουσικό ντοκιμαντέρ που θα μας μυήσει στα ενδότερα πολλών συγκροτημάτων που έχουν πρωταγωνιστήσει στις playlists μας τα τελευταία χρόνια.
Ένα από αυτά τα συγκροτήματα, μια από αυτές τις παρέες, αυτή των Dry Cleaning, η συντροφιά των Florence Shaw, Lewis Maynard, Tom Dows και Nick Buxton. Κι όμως οι Dry Cleaning δεν είναι απλώς ένα από αυτά τα συγκροτήματα, μια από αυτές τις παρέες. Έχουν κάτι που τους ξεχωρίζει, κάτι που τους κάνει να προσεγγίζουν όσο λίγες από αυτές τις μπάντες τις ιδιότητες της σταθεράς, αυτό το χρυσό ειδοποιό χαρακτηριστικό που ενώνει κόσμους, ηλικίες και υπο-σκηνές σε μια κοινή αναφορά. Ίσως αυτό να συμβαίνει γιατί η επιτυχία τους χτύπησε την πόρτα όταν ήταν ήδη καλοσχηματισμένοι ενήλικες, με άλλα πατήματα στις ζωές τους, εκτός ροκ σταρ νεανικών ονειρώξεων. Ίσως πάλι γιατί η Florence Shaw και οι spoken word αφηγήσεις της κάπως ακούσια χτυπάνε μια χορδή που αν την επεκτείνεις πίσω στις δεκαετίες θα σε βγάλει στα πρωτόλεια της Patti Smith. Ίσως πάλι γιατί it is what it is.
Από την πρώτη εικόνα του Lewis Maynard και της Florence Shaw στην άλλη άκρη του zoom κάθε ένστικτο οικειότητας, κάθε θετικό πρόσημο που είχε σημειωθεί για αυτήν την μπάντα από την ακρόαση των δύο -το ένα καλύτερο από τ' άλλο- albums της επιβεβαιώνεται. Τους συναντάμε διαδικτυακά με αφορμή το πρώτο τους πολυαναμενόμενο live στην Αθήνα, την Πέμπτη 1 Ιουνίου, στο Gagarin 205, με opening act από τους «δικούς μας» Commuter, αλλά θέλαμε να τους μιλήσουμε πολύ καιρό, ιδίως όταν το πρόσφατο album τους Stumpwork επιβεβαίωσε για τα καλά ότι δεν πρόκειται για ;ένα συγκρότημα one-hit wonder.
Άνετοι και χαλαροί, διασκεδαστικοί, έτοιμοι να σκάσουν στα γέλια με το κάθε τι και κυρίως με τους εαυτούς τους, ανοιχτοί, ενθουσιασμένοι με αυτό που τους συμβαίνει αλλά ταυτόχρονα γειωμένοι, παραμένουν οι φίλοι της διπλανής πόρτας που ασχολούνται με τη μουσική στον ελεύθερο χρόνο τους με την παγκόσμια επιτυχία να είναι απλώς ένα όνειρο που ίσως βλέπουν στον ύπνο τους, ίσως πάλι και όχι. Αυτή η γείωση, η ενηλικότητα που δεν επηρεάζει τον καλλιτεχνικό ενθουσιασμό αλλά φροντίζει διακριτικά για όλα τα υπόλοιπα, όλη η ανθρώπινη ουσία των Dry Cleaning είναι που τους χαρίζει μια σπουδαία προστιθέμενη αξία, μια εγγενή διαχρονικότητα. Από τις πρώτες κουβέντες είναι εμφανές ότι πρόκειται για μια αυθόρμητη, δεμένη παρέα, μια ευτυχή συγκυρία συνδυασμού ανθρώπων και προσωπικοτήτων που τους ενώνει η μουσική αλλά όχι μόνο αυτή, που έχουν μάθει να συνυπάρχουν πριν αυτή μπει στον δρόμο τους ως επαγγελματικό band lifestyle και δεν σκοπεύουν να θυσιάσουν αυτό το κεκτημένο εύκολα. Οι Dry Cleaning δεν κάνουν σχέδια για το μέλλον, το μόνο σχέδιο που φαίνεται να έχουν είναι να συνεχίζουν να εμπνέονται ο ένας από τον άλλον και να συνεχίζουν να βγαίνουν για φαγητό με κάθε ευκαιρία ως γνήσιοι foodies. Μιλάμε λίγο για αυτό -αναπόφευκτα- για το αγαπημένο τους dinner night out σε ένα αργεντίνικο grill house στη διάρκεια μιας περιοδείας και για το πρώτο πράγμα που θέλουν να δοκιμάσουν στην Ελλάδα - μια σαλάτα με παξιμάδια, ντομάτα και ντόπιο τυρί που δεν ξέρουν πώς λέγεται αλλά μετά από μερικές περαιτέρω εξηγήσεις -που φέρνουν στο μυαλό τον Γιώργο Κωνσταντίνου μιας άλλης ασπόρμαυρης εποχής να περιγράφει ένα προφιτερόλ- θα μάθουν ότι ονομάζεται ντάκος.
Αυτή εδώ όμως δεν είναι μια κουβέντα για το φαγητό αλλά για το υπαρξιακό DNA των Dry Cleaning που φαίνεται να συνοψίζεται σε ένα "live for the moment" μότo και να καταχωρείται στο λήμμα "happy accident".
Σε μια παλιότερη συνέντευξη σας είχατε δηλώσει ότι δεν είχατε κάνει κανένα σχέδιο για αυτήν την μπάντα, ότι δεν κάνετε σχέδιο γενικώς. Έτσι είναι;
Lewis Maynard: Ναι δεν σχεδιάσαμε τίποτα σε αυτήν την μπάντα, στην αρχή ήταν απλώς η παρέα μας, ένα κοκτέιλ με ίσα μέρη από φαγητό, μουσική και video games. Μετά ξεκινήσαμε να τζαμάρουμε με τον Tom (Dowse) και τον Nick (Buxton) στο γκαράζ των γονιών μου πιο πολύ ως μια συνέχεια του τρόπου που κάναμε παρέα, για να περνάμε καλά, να αράζουμε. Και μετά μπήκε στην παρέα και η Florence. Δεν είχαμε καμιά πρόθεση στην αρχή για μπάντα ή για αυτό που γίναμε. Κυκλοφορήσαμε ένα EP, το ανεβάσαμε στο Bandcamp με δωρεάν download και κάπως έτσι ξεκίνησαν να μας ζητάνε για μερικά live. Κι από εκεί και πέρα τα πράγματα πήραν τον δρόμο που πήραν.
Και πώς έφτασε αυτός ο δρόμος στη συμφωνία με την 4AD;
Florence Shaw: Η A&R της 4AD ερχόταν στα live μας, στην αρχή δεν γνωρίζαμε ποια ήταν, ότι δουλεύει για το label, αλλά και όταν το μάθαμε δεν είχαμε ιδιαίτερες προσδοκίες. Αγόραζε πάντα το εισιτήριο της, δεν ζητούσε να μπει σε guestlist οπότε απλώς πιστεύαμε ότι της αρέσει η μπάντα. Υπήρχε και η πεποίθηση ότι η 4AD δεν υπογράφει καλλιτέχνες και μπάντες τόσο νωρίς στην καριέρα τους οπότε το παγώναμε κι εμείς μέσα μας, λέγαμε πως δεν θα συμβεί κάτι. Και μετά μια μέρα μας προσκάλεσαν σε μια συνάντηση στην εταιρεία και ξεκίνησαν όλα. Δεν είχαμε ιδέα τότε, δεν ξέραμε τι συμβαίνει πίσω από τις κουρτίνες, ήταν σαν να μην βλέπουμε πράγματα που ήταν μπροστά μας. Βέβαια αυτός είναι ο τρόπος που το θυμάμαι εγώ, μπορεί αν ρωτούσατε τον μάνατζέρ μας να σας έλεγε μια εντελώς διαφορετική ιστορία (γέλια)
Lewis: Για την ακρίβεια ούτε ο μάνατζέρ μας το πίστευε, είχαμε βγει για ένα φαγητό και μας έλεγε «ούτε εγώ πιστεύω ότι θα σας υπογράψουν»!
Happy end λοιπόν με deal στην 4AD για το ντεμπούτο album σας, New Long Leg, το 2021, μια μεγάλη επιτυχία με το καλημέρα. Υποθέτω, από το πώς κυλάει η κουβέντα μας, ότι ήταν κάτι που δεν το περιμένατε.
Florence: Ναι δεν το περιμέναμε καθόλου, μας πήρε αρκετό χρόνο να το καταλάβουμε, να μας γίνει φανερό το αποτύπωμα του δίσκου. Στην αρχή πήραμε κάποιες καλές κριτικές και σκεφτήκαμε ότι αυτό είναι οπωσδήποτε καλό αλλά μέχρι εκεί. Κάναμε αμέσως ένα πνευματικό switch για να ξεκινήσουμε να γράφουμε ξανά και δεν ξανασχοληθήκαμε με τον δίσκο μέχρι το τέλος της χρονιάς όταν όλοι και περισσότεροι άνθρωποι έλεγαν πόσο τον έχουν αγαπήσει, όταν τον είδαμε σε όλες αυτές τις λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς. Ναι μας πήρε λίγο παραπάνω να συνειδητοποιήσουμε το γκελ αυτού του δίσκου.
Lewis: Νομίζω ότι ξεκινήσαμε να το συνειδητοποιούμε όταν είδαμε το όνομά μας και το album μας δίπλα σε αυτά καλλιτεχνών που μας έχουν επηρεάσει και καθορίσει. Τότε σκεφτήκαμε «για φαντάσου, είμαστε αυτό τώρα πια»
Florence: Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω ότι οτιδήποτε έχει να κάνει με αυτήν την μπάντα το συνειδητοποιούμε πολύ αργά! (γέλια)
Πώς επηρεάστηκε όλος αυτός ο «αργός ρυθμός» και η γείωση από την επιτυχία; Kάποιοι από εσάς είχατε άλλες, «κανονικές» δουλειές, που έπρεπε να αφήσετε όταν οι Dry Cleaning ξεκίνησαν να μεγαλώνουν. Πώς είναι να γίνεσαι κάτι σαν «ροκ σταρ» στα 30 σου;
Florence: Ο καθένας το αντιμετώπισε διαφορετικά. Είχαμε όλοι λίγο-πολύ διαμορφώσει τις ζωές μας κι εγώ προσωπικά είχα ανάμεικτα συναισθήματα. Είχα μεν μια σταθερότητα αλλά υπήρχαν πράγματα στην καθημερινή μου δουλειά που δεν μου ήταν πάντα ευχάριστα, υπήρχε ένα συναίσθημα ανικανοποίητου σε ένα βαθμό, αυτή η αίσθηση ότι κλείνω τα 30 και δεν ξέρω που πάω, δεν ξέρω τι κάνω. Οπότε για μένα οι Dry Cleaning ήταν κάτι σαν ένα τυχηρό, ένα "happy accident" που ήρθε και κατέλαβε τη ζωή μου, κάτι πολύ ελπιδοφόρο. Αλλά φυσικά δεν έλειψε και το άγχος από μια τέτοιας έκτασης, τρελή και ολική αλλαγή του τρόπου ζωής μας. Οπότε ναι, mixed feelings.
Lewis: Ήταν ένα περίεργο timing γιατί εκτός των άλλων αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε τις δουλειές μας και λόγω της πανδημίας - δεν ήταν ότι παραιτηθήκαμε για να πάμε περιοδεία ή κάτι τέτοιο. Υπήρχε αγωνία για το πώς θα συνεχίσουμε, τι θα κάνουμε οικονομικά, για το που θα μας έβγαζε ο πρώτος δίσκος. Αλλά εν τέλει αυτή η περιόδος μας ωφέλησε πολύ και μεταβατικά και δημιουργικά, κερδίζοντας ποιοτικό χρόνο για να προχωρήσουμε με τον δεύτερο δίσκο ακόμα γρηγορότερα, να χτίσουμε ακόμα γρηγορότερα αυτό που μας επιτρέπει τώρα να γυρνάμε τον κόσμο και μας φέρνει και στην Ελλάδα.
Σας βοήθησε λοιπόν ότι η επιτυχία σας πέτυχε σε αυτήν τη στιγμή της ενήλικης ζωής σας και όχι νωρίτερα, στα 20 σας, όπως συνέβη με άλλες πολύ επιτυχημένες post-punk μπάντες του σήμερα;
Florence: Είναι δύσκολο να απαντήσω με βεβαιότητα γιατί πάντα υπάρχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα στο να βιώνεις αυτού του είδους την εμπειρία όταν είσαι μεγαλύτερος. Προσωπικά θα έλεγα ότι ήταν κατά κύριο λόγο βοηθητικό.
Lewis: Νομίζω ότι αν μπορούσαμε να κάνουμε αυτό που κάνουμε τώρα δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα θα ήταν πολύ ευκολότερο σωματικά αλλά δυσκολότερο πνευματικά.
Florence: Ναι αυτό είναι, ευκολότερο σωματικό, γιατί έχουμε κάθε είδους πόνους και πιασίματα τώρα, αλλά τουλάχιστον έχουμε μεγαλύτερη διαύγεια.
Αυτή η ωριμότητα που συζητάμε νομίζω είναι ορατές και στη δισκογραφική σας εξέλιξη. Το δεύτερο album σας Stumpwork ξεπέρασε κατά πολύ τον σκόπελο του «δύσκολου δεύτερου album» και ακούγεται πολύ πλουσιότερο σε αναφορές και υφές. Πώς ήταν αυτό το ταξίδι από τον πρώτο στον δεύτερο δίσκο;
Lewis: Νομίζω μεταξύ των δύο δίσκων κερδίσαμε περισσότερη αυτοπεποίθηση η οποία ήρθε κυρίως και από τις πρακτικές γνώσεις που αποκτήσαμε. Μάθαμε τι να περιμένουμε από την ηχογράφηση σε studio, τι δυνατότητες υπάρχουν και τις αξιοποιήσαμε καλύτερα. Κανείς μας δεν είχε γράψει σε επαγγελματικό studio πριν τον πρώτο δίσκο, κανείς μας δεν είχε δουλέψει με παραγωγό. Η εμπειρία του πρώτου δίσκου μας επέτρεψε να είμαστε πιο ανοιχτοί σε ιδέες, έχοντας τη γνώση ότι υπάρχουν πράγματα που μπορούμε να τελειοποιήσουμε στο studio, ιδέες που μπορούν να υλοποιηθούν εκεί.
Πώς είναι να δουλεύεις για πρώτη φορά με παραγωγό για πρώτη φορά και αυτός ο παραγωγός να είναι ο John Parish;
Lewis: Θυμάμαι να συζητάμε με τον Tom μετά την ηχογράφηση του New Long Leg για τον δίσκο και το αποτέλεσμα, δεν είναι ότι ήμουν απογοητευμένος αλλά δεν ήταν αυτό το heavy album που είχα στο μυαλό μου, αυτό που είχα φανταστεί να παίζουμε live. Και ο John με έκανε να καταλάβω ότι ο δίσκος ήταν μια φωτογραφία της στιγμής στο studio που είχε την αξία της για αυτό ακριβώς, και ότι οι live προοπτικές των κομματιών ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό, κάτι που θα ερχόταν και θα έβγαινε στα shows. Κι όντως έτσι έγινε.
Florence: Είναι σπουδαίο το πόση σημασία δίνει ο John Parish στο να εκτιμάει και να αποδέχεται τα πράγματα για αυτό που είναι. Εκτιμάει και αποδέχεται αυτό που συμβαίνει στο studio μια συγκεκριμένη μέρα με συγκεκριμένες συνθήκες, δίνει μεγάλη αξία στην πραγματικότητα της στιγμής. Δεν χάνει χρόνο και ενέργεια σε οποιοδήποτε demo μπορεί να ηχογραφήσαμε πριν μήνες και μπορεί να είμαστε ενθουσιασμένοι για αυτό, δεν κυνηγάει το παρελθόν, επικεντρώνεται στο σήμερα, στο τι μπορούμε να κάνουμε σήμερα στο studio. Είναι υπέρμαχος του “it is what it is”. Κι ακόμα κι αν πιστεύει ότι μπορείς να παίξεις κάτι πολύ καλύτερα και αυτό δεν συμβεί, στο τέλος δίνει αξία σε αυτό που όντως έχει στα χέρια του, σε αυτό που έχει συμβεί. Αυτή η αξία της στιγμής είναι το μεγαλύτερο μάθημα του John Parish, ένα μεγάλο, ζωντανό μάθημα που έχει εφαρμογή στα πάντα.
Ακούγεται να σας πηγαίνει πολύ αυτό το “it is what it is” και το «ζήσε τη στιγμή». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι κάτι σαν το modus vivendi της μπάντας ;
Florence: Νομίζω ότι όντως μας ταιριάζει πολύ καλά αυτό το στιλ, αυτός ο τρόπος σκέψης. Μπορεί να μην το είχα εκτιμήσει όσο πρέπει όταν βρισκόμασταν στο studio στις αρχές, σε αυτή τη φρενίτιδα και το άγχος της ηχογράφησης αλλά εν τέλει είναι το τέλειο fit. Είναι μια νοοτροπία που ταιριάζει στις προσωπικότητες όλων μας με έναν τρόπο που βγάζει τον καλύτερο εαυτό μας ακόμα κι όταν δεν νιώθουμε άνετα ή τέλεια. Μπορεί να μην το βλέπαμε στην αρχή, αλλά είναι προφανές τώρα.
Επιστρέφοντας στον ήχο σας ένα από τα πιο ιδιαίτερα στοιχεία του ήχους σας είναι η χρήση της spoken word. Η Florence συχνά ακούγεται σαν να έχει προτεραιότητα να διηγηθεί την ιστορία παρά να τραγουδήσει, με έναν αρκετά ποιητικό τρόπο. Τι ρόλο παίζει η ποίηση στη μουσική σας;
Είναι ενδιαφέρον, πιάνω συχνά τον εαυτό μου να σκέφτεται την ποίηση γιατί είναι πράγματι η μορφή τέχνης με την οποία νιώθω τη μεγαλύτερη συγγένεια αλλά συγχρόνως δεν γνωρίζω πολλά από ποίηση. Δεν γνωρίζω πολλούς ποιητές, δεν έχω κάποιο insight στη δημιουργική διαδικασία της ποίησης, δεν έχω ασχοληθεί ποτέ συστηματικά πέρα από το να διαβάσω κάποια βιβλία ποίησης. Αλλά νομίζω ότι μοιραζόμαστε τους ίδιους στόχους με τους ποιητές, στις εννοιολογικές κατασκευές, στη διαδικασία περιγραφής άυλων πραγμάτων, στην καταγραφή του εσωτερικού μας κόσμου. Είναι πράγματα που προσπαθώ να κάνω κι εγώ και γι' αυτό νιώθω τέτοια σύνδεση με την ποίηση παρότι ο τρόπος που συνθέτω είναι πολύ διαφορετικός γιατί πρέπει να έχω στο μυαλό μου το πώς ταιριάζουν αυτά που γράφω, αυτά που βλέπω στο χαρτί με τους ήχους, τη μουσική, με την performance. Οπότε στο τέλος είναι σαν να γράφω ποίηση αλλά με κάποιους περιορισμούς, πρέπει αυτά τα ποιήματα να χωράνε και να εξυπηρετούν τα τραγούδια, να ακούγονται ωραία σε ένα ηχητικό και μουσικό περιβάλλον και όχι απλώς στη σελίδα μου.
Από που παίρνετε την έμπνευση για αυτές τις γραμμές και αυτά τα τραγούδια;
Lewis: Προσωπικά εμπνέομαι από τους τέσσερίς μας από τη συνεργασία μεταξύ μας. Ενθουσιάζομαι με κάθε επόμενό μας βήμα, τον επόμενο δίσκο μας, είμαι μεγάλος fan αυτού που είμαστε.
Florence: Συμφωνώ απόλυτα. Κατά έναν περίεργο τρόπο κανείς μας δεν νιώθει κάποια τρομερή ιδιοκτησία πάνω στο υλικό μας - άλλωστε ο καθένας μας είναι το 1/4 αυτού. Ακούμε τον εαυτό μας μέσα στη μουσική μας αλλά παράλληλα υπάρχουν και τόσα πράγματα που δεν έχουν να κάνουν καθόλου με εμάς ως μονάδες. Κι αυτό είναι το ωραίο. Κομμάτια του ενός μας συναντούν κομμάτια του άλλου και μετασχηματίζονται σε κάτι άλλο κι έτσι το κάθε τραγούδι είναι μια έκπληξη και για εμάς. Αυτό είναι η έμπνευσή μας.
Μια τέτοια έκπληξη ήταν κι εκείνο το τραγούδι που είχατε γράψει για την Meghan Markle το “Magic of Meghan”; Ήταν ένα από τα πρώτα τραγούδια σας που προκάλεσε αίσθηση.
Florence: Αυτό κι αν ήταν έκπληξη. Το θέμα με αυτό το τραγούδι είναι ότι ήταν κάτι προσωπικό που δεν σχεδιάζαμε να γίνει αυτό που έγινε. Όταν το γράψαμε δεν παίζαμε live, δεν είχαμε καμία προοπτική και σχέδιο ηχογράφησης, ήταν απλώς μια στιγμή σε ένα γκαράζ. Το να αποκτήσει αυτή η στιγμή κοινό ήταν κάτι που ήταν εντελώς εκτός σχεδίων, ήμασταν παντελώς ανυποψίαστοι. Θα περίμενε κανείς ότι το "Magic of Meghan" είναι ακριβώς ο τύπος του τραγουδιού που γράφεται για να το ακούσει ο κόσμος εκεί έξω, αλλά ήταν ακριβώς το αντίθετο. Οπότε με όλο αυτό το buzz το τραγούδι έγινε κάτι εντελώς διαφορετικό και αυτόνομο, ένα τραγούδι που προκάλεσε συζητήσεις, συναισθήματα και σκέψεις σε πολύ κόσμο. Και σε μεγάλο βαθμό αυτή η ιστορία επηρέασε τον τρόπο που γράφουμε τώρα, έχουμε μεγαλύτερη συναίσθηση ότι υπάρχει ένα κοινό, ότι δεν γράφουμε απλώς για τους εαυτούς μας και μερικούς φίλους μας. Και είναι κι αυτό κάτι που σκεφτόμαστε το πώς η επίγνωση του κοινού μας επηρεάζει το πώς γράφουμε. Στο τέλος της ημέρας δεν νομίζω ότι επηρεάζει σημαντικά αλλά σίγουρα παίζει τον ρόλο του.
Lewis: Το ίδιο το τραγούδι γράφτηκε κατά λάθος. Εκείνη τη μέρα είχαμε προγραμματίσει να ηχογραφήσουμε πέντε άλλα τραγούδια και μετά λέμε «ας ηχογραφήσουμε κι αυτό το jam που κάναμε τις προάλλες να θυμηθούμε κάτι» και αυτό ακριβώς το jam ήταν αυτό που βρήκε τον δρόμο του προς τα έξω.
Florence: Νομίζω ότι το πιο παράξενο με αυτό το τραγούδι ήταν ένα είδους μυστήριο που προκάλεσε. Κάποιοι πίστευαν ότι είναι σαρκαστικό και ειρωνικό άλλοι το ένιωσαν ως αυθεντικό και συναισθηματικό. Όμως στην πραγματικότητα πρόκειται απλώς για ένα τραγούδι με γεγονότα, με πολλά quotes, δεν υπάρχει συναίσθημα μέσα σε αυτό. Είναι απλώς ένα πρώτο παράδειγμα του ενδιαφέροντος που βρίσκω να μιλάω με τη φωνή κάποιου άλλου, να μπερδεύω τη δικιά μου φωνή με αυτήν κάποιου άλλου, και να παίρνω έτσι κάτι νέο.
Πώς παραμένετε τόσο cool και ανοιχτοί σε μια εποχή που τα περισσότερα γύρω μας είναι τόσο έντονα και πολωμένα;
Νομίζω ότι αυτός είναι ακριβώς ο τρόπος που μας αρέσει να παίζουμε και να υπάρχουμε καλλιτεχνικά και για αυτό μπορούμε να παραμένουμε έτσι. Ίσως πάλι και όχι. Ίσως στο μέλλον να μπορέσω να πω με μεγαλύτερη ακρίβεια τι μας ωθεί να είμαστε όπως είμαστε γιατί αυτή τη στιγμή όλα συμβαίνουν πολύ αυθόρμητα. Δεν υπάρχει κάποιο masterplan, τουλάχιστον όχι κάτι που να μπορώ να εξηγήσω. Απλώς ενεργούμε, δρούμε, υπάρχουμε. Σε κάθε περίπτωση πάντα φοβόμουν το concept του άσπρου και του μαύρου. Τους ανθρώπους με αδιάλλακτες απόψεις, με αμετακίνητες ιδέες, Φοβάμαι την ανακρίβεια που κρύβεται σε αυτές τις απόψεις, αυτό που χάνεται μέσα σε αυτές. Δεν υπάρχει τίποτα στον πλανήτη που να είναι άσπρο και μαύρο, ακόμα και οι έννοιες του σωστού και του λάθους είναι συχνά αρκετά νεφελώδεις. Η προσωπική οπτική γωνία, το από που έρχεσαι παίζει τεράστιο ρόλο στο πώς «διαβάζεις» μια κατάσταση. Και η δικιά μου οπτική γωνία είναι ότι δεν θέλω να πάρω το μέρος της μιας ή της άλλης άποψης, το μέρος του ενός ή του άλλου. Θέλω να βρίσκομαι με το μέρος όλων. Κι αυτό προσπαθούμε να κάνουμε με τη μουσική μας. Γι' αυτό μας αρέσει η ρευστότητα, είναι πιο αληθινή, συχνά φαντάζει το πιο άνετο και αυθεντικό μέρος που μπορούμε να βρεθούμε.
Οι Dry Cleaning θα εμφανιστούν ζωντανά στην Ελλάδα την Πέμπτη 1 Ιουνίου στο Gagarin 205 με opening act από τους Commuter. Περισσότερες πληροφορίες εδώ