«Και ποιος μπορεί να πει ότι η ανθρώπινη αμαρτία, εδώ κάτω, δεν προκύπτει από αυτήν ακριβώς την ανεπάρκειά μας, αυτή τη δυσαναλογία μεγεθών μπροστά στις υπέρτατες προσταγές της επιθυμίας» - Τόμας Πύντσον
«Στα δυτικά του Ρίο Γκράντε δεν υπάρχει νόμος. Στα δυτικά του Ρίο Πέκος δεν υπάρχει θεός» - Λούκι Λουκ
Ο Κόρμακ ΜακΚάρθυ γεννήθηκε στο Τενεσί. Ήδη με το πρώτο του μυθιστόρημα, "The Orchard Keeper" (1965), τιμήθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του Ιδρύματος Φώκνερ. Με το πέμπτο του μυθιστόρημα, τον "Ματωμένο Μεσημβρινό" (1985), που πολλοί θεωρούν το αριστούργημά του, έγινε διάσημος σε διεθνές επίπεδο. Ακολούθησε η λεγόμενη "Τριλογία των Συνόρων" (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη), που αποτελείται από τα μυθιστορήματα "Όλα τα όμορφα άλογα" (μτφρ. Αλέκος Μπενρουμπής, 2000), "Το πέρασμα" (μτφρ. Άννα Παπασταύρου, 2003) και "Πεδινές πολιτείες" (μτφρ. Αλέκος Μπενρουμπής, 2009). Μεγάλη επιτυχία γνώρισαν και τα επόμενα βιβλία του, "Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους" (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, 2008) και "Ο δρόμος" (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, 2007), που μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο από τους αδελφούς Κοέν και τον Τζον Χιλκόουτ, αντίστοιχα . Έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου ΗΠΑ, με το Βραβείο Κριτικών ΗΠΑ το 1992 ("Όλα τα όμορφα άλογα") και με το Πούλιτζερ λογοτεχνίας το 2007 ("Ο δρόμος").
Το 2022 κυκλοφόρησαν τα δύο τελευταία μυθιστορήματα του Κόρμακ ΜακΚάρθυ, τα οποία συγκροτούν μια ενιαία διλογία: “Ο Επιβάτης” και το “Stella Maris” από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή. Πρόκειται για φιλοσοφικά μυθιστορήματα, ή ακόμη πιο σωστά, για μυθιστορήματα με θεμα τη φιλοσοφία της επιστήμης, τα οποίο συγχρόνως ανατρέχουν και σχολιάζουν τις πιο σκοτεινές πλευρές της αμερικανικής ιστορίας (Χιροσίμα, Βιετνάμ, Κένεντι-Όσβαλντ, κ.ά).
Όμως το Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα (Great American Novel) που μας άφησε ο Κόρμακ ΜακΚάρθυ είναι ο “Ματωμένος Μεσημβρινός”. Το βιβλίο έχει κυκλοφορήσει δύο φορές στα ελληνικά: από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος (1992) σε μετάφραση του Σπήλιου Μενούνου και από τις εκδόσεις Καστανιώτη (2011) σε μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ.
Ο “Ματωμένος Μεσημβρινός” είναι βίαιο μυθιστόρημα, με αίμα, δράση και σημειολογία εκφοβισμού. Σαν να συναντά ο Νίτσε τον Ουίλαμ Μπλέικ, που υποστήριζε ότι «η ύψιστη τέχνη είναι ανήθικη» ή σαν να σαλπάρει ο Μακμπέθ πλάι στον καπετάνιο Αχαάβ με το φαλαινοθηρικό Πίντγουοντ στο “Μόμπι Ντικ” του Χέρμαν Μέλβιλ. Το τελευταίο εισάγεται με τη φράση «Λέγε με Ισμαήλ» (το όνομα του κεντρικού χαρακτήρα-αφηγητή), την οποία και μεταπλάθει ο ΜακΚάρθυ στον “Ματωμένο Μεσημβρινό”:
«Δείτε το Παιδί. Έχει μια αδελφή σ’ αυτό τον κόσμο που δεν θα την ξαναδεί ποτέ. Παρατηρεί, χλωμό κι άλουστο. Δεν ξέρει μήτε γραφή μήτε ανάγνωση κι εντός του σιγοβράζει ήδη μια αδυναμία στην άσκεφτη βία. Η ιστορία ολάκαιρη παρούσα σε τούτη την όψη, το παιδί ο πατέρας του ανθρώπου. Στα δεκατέσσερα το σκάει…».
Το Παιδί είναι ο κεντρικός ήρωας στο μεταμοντέρνο γουέστερν του ΜακΚάρθυ, όμως η δράση του επισκιάζεται από αυτή του αμείλικτου Δικαστή. Ο Δικαστής είναι ένας οικουμενικός «κακός». Τα εγκλήματά του προσβάλλουν κάθε θρησκευτική ή ηθική θεώρηση από την απαρχή του κόσμου. Τελικά αντιμάχεται τη δική του φύση με τη βία.
Ο “Ματωμένος Μεσημβρινός” εμφανίζει εκλεκτικές συγγένειες με τη θρυλική “Άγρια Συμμορία” του Σαμ Πέκινπα. Στο φινάλε του αιρετικού αυτού κινηματογραφικού γουέστερν, τέσσερις ισοϋψείς άντρες βαδίζουν προς τον θάνατο. Βαδίζουν αργά ενόσω ο φακός εστιάζει στα μάτια τους που μοιάζουν κουρασμένα όσο και το βήμα τους. Κινούνται σε περιορισμένο χώρο με την επίγνωση ότι έχουν λίγο χρόνο, ότι η εποχή τους έχει παρέλθει, ότι η Ιστορία τούς έχει ξεπεράσει, και στο βλέμμα τους διαγράφεται η απαισιοδοξία της γνώσης ότι μετά το μακελειό δεν θα δουν αυτό που θα ξημερώσει και που θα είναι χειρότερο απ’ το χθες. Γαλουχημένοι με μια τελεολογική αντίληψη περί της αποστολής του ανθρώπου, χωρίς άλλη δυνατότητα ελιγμών, εγκλωβίζονται κάπου στα δυτικά του Ρίο Μπράβο (που άλλοι στην ανάγκη τους για απεραντοσύνη και αέναη επέκταση αποκαλούν Ρίο Γκράντε), και δεν φαίνεται πουθενά καμιά ηρωική “Ταχυδρομική Άμαξα” για να τους πάρει μακριά –δεν την ζήτησαν εξάλλου. Το μόνο που επιζητούν είναι έναν τελευταίο γύρο θανάτου, μια “Τελευταία Μονομαχία”, μια ομαδική τελετουργική αναπαράσταση της θρυλούμενης αναμέτρησης ανάμεσα στον Πατ Γκάρετ και τον Γουίλιαμ Μπόνι, τον επονομαζόμενο Billy the Kidd – το Παιδί στις σελίδες του “Ματωμένου Μεσημβρινού”. Όμοια με τους άντρες του Πέκινπα (για την ιστορία: Γουίλιαμ Χόλντεν, Έρνεστ Μποργκάιν, Μπακ Τζόνσον, Γουόρεν Όουτς), το Παιδί έχει κάνει ότι μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου: έχει πορευθεί μ’ ένα σκυλολόι ατάκτων που δεν θα τους ζύγωνε ούτε ο εγκληματίας του Αμερικανικού Εμφυλίου Ματωμένος Μπιλ Κουάντρελ, έχει σκυλέψει αρχαίους τάφους των Ανασάζι του Νιου Μέξικο, έχει βιάσει νεαρές Μεξικανές αγρότισσες (ραντσέρας) που ξεμύτισαν για να πλύνουν τα ρούχα τους στο ρέμα, έχει ληστέψει φιλόξενους βακέρος, έχει κρεμάσει φυγάδες μαύρους σκλάβους, έχει πυροβολήσει ιππικάριους των Γιάνκηδων, έχει γδάρει κεφαλές Απάτσι κι έχει πουλήσει τα σκαλπ. Όλα αυτά στο όνομα ενός Δικαστή (καρικατούρα του ιστορικού Ρόι Μπιν), που σαν άλλος ιεροκήρυκας ευαγγελίζεται το θεϊκό δίκαιο, που υπερβαίνει τον νόμο, στην επέκταση προς την Καλιφόρνια, στο Μεξικό κι ακόμα παραπέρα, με οποιοδήποτε κόστος, με οποιοδήποτε τίμημα.
Κάπου στη μέση της ταινίας “Οι τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα”, ένας λησμονημένος γέρος λέει στον Τόμι Λι Τζόουνς, σαν άλλος “Πέδρο Περάμο” στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Χουάν Ρούλφο: «να σου ζητήσω κάτι; Μπορείς να με σκοτώσεις;». Εκείνος απαντά: «φοβάμαι ότι δεν μπορώ να το κάνω αυτό», και συνεχίζει το δρόμο του, όμοια με το Παιδί που συνεχίζει πια σε μια “Έρημη Χώρα”, όπου «τρύπα προς τρύπα, βγαίνει φωτιά απ’ την πέτρα που ο Θεός έθαψε εκεί μέσα».
Ο “Ματωμένος Μεσημβρινός” είναι ένα σκληρό μυθιστόρημα, μια ελεγεία της βίας. Ο πολυβραβευμένος Ιρλανδός συγγραφέας Τζον Μπάνβιλ γράφει ότι διαβάζεται σαν ένας συνδυασμός της Ιλιάδας, της Κόλασης του Δάντη και του “Μόμπι Ντικ”. Ο κορυφαίος κριτικός λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ το κατατάσσει στα 20 καλύτερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα, με την υποσημείωση ότι αγκομάχησε να το τελειώσει εξαιτίας της βιαιότητας που κατακλύζει τις σελίδες του.
«Έπειτα αίφνης δύο δεμένες σιλουέτες υψώθηκαν κατακόρυφα μέσα απ’ τους όμοιούς τους ως την κορφή της πύλης κι εκεί κρεμάστηκαν κι εκεί πέθαναν. Μπουκάλια έκαναν γύρα από χέρι σε χέρι και οι μάρτυρες που ‘χαν σωπάσει άρχισαν πάλι να μιλούν».
Γιατί τότε μας θέλγει αυτή η βιαιότητα; Πρώτα από όλα επειδή είναι συγκλονιστική η γλώσσα του Κόρμακ ΜακΚάρθυ, ο οποίος υπήρξε ένας μεγάλος στυλίστας της γραφής. Το κοφτό, λακωνικό ύφος του, με τους άμεσους διαλόγους που δεν ξεπερνούν τις μια-δυο γραμμές, προσδίδει δαιμονισμένο ρυθμό στην αφήγηση, ενώ συνήθως, αμέσως μετά ακολουθεί τριτοπρόσωπη περιγραφή περιβαλλοντος σε μακροπερίοδο λόγο, που κόβει την ανάσα.
Ίσως πάλι, όπως σημειώνει ο Τόμας Πύντσον, αυτή η βιαιότητα μας θέλγει επειδή «αυτό που εμείς οι κοινοί θνητοί θέλουμε να βλέπουμε είναι τα μεγάλα κίνητρα, απληστία, λαγνεία, εκδίκηση, πέρα από κάθε όριο, πέρα από την κλίμακα μεγέθους της καθημερινότητας, κοντά σ’ αυτό που ξέρουμε πως είναι οι πραγματικές διαστάσεις της επιθυμίας».
Κόρμακ ΜακΚάρθυ, "Ματωμένος Μεσημβρινός"
εκδ. Καστανιώτη, 2011 (πρώτη έκδοση 1992)
μτφρ. Αύγουστος Κορτώ
σελ. 384