Ο αποκεφαλισμός του Ιωάννη του Βαπτιστή (1610, Μουσείο του Λούβρου), που φιγουράρει στο εξώφυλλο του αστυνομικού μυθιστορήματος του ιστορικού τέχνης Oliver Banks, είναι μια πολυδύναμη εικόνα∙ αλληλεπιδρά με αυτόν που την παρατηρεί. Όπως σημειώνει και ο Horst Bredekamp (Image Acts: A Systematic Approach to Visual Agency, 2018), οι εικόνες μάς κοιτάνε∙ δεν είναι παθητικά ή νεκρά αντικείμενα, αφημένα στο ερμηνευτικό μας βλέμμα. Είναι ζωντανές δημιουργίες και το περιεχόμενό τους υπερβαίνει τους σκοπούς και τις προθέσεις των δημιουργών τους για να προσλάβει μια νέα πραγματικότητα και μια νέα σημασία στο κύλισμα του χρόνου.
Στην περίπτωση του παραπάνω πίνακα, το ερμηνευτικό βλέμμα μαγνητίζεται τόσο από τη ζωγραφική απεικόνιση της πράξης, όσο και από τη φωτοσκίασή της: από το κιαροσκούρο: την τεχνική-σήμα κατατεθέν του Michelangelo Merisi (Μιλάνο 1571 – 1610), του επονομαζόμενου Caravaggio∙ μια ξεχωριστή, δική του εφεύρεση φωτοσκιάσεων που προσδίδουν στο έργο του μοναδικά βάθη, μυστήριο και δραματικότητα- σε συνδυασμό με τον τενεμπρισμό -τεχνική όπου το σκοτάδι χρησιμοποιείται ως το ουσιαστικό στοιχείο του έργου. Με αυτή την τεχνική, ο Caravaggio κατάφερε να σφραγίσει την εποχή του Μπαρόκ.
Στα βιβλία της ιστορίας της τέχνης, ο Caravaggio καταχωρίζεται σαν ένας μεγάλος καινοτόμος μάστορας του κιαροσκούρο και πρόδρομος του τρόπου με τον οποίον αργότερα ο Rembrandt και άλλοι χρησιμοποίησαν το φως και τη σκιά. Η οπτική του μπορεί να θεωρηθεί σκαλοπάτι στην εξέλιξη της ευρωπαϊκής ζωγραφικής. Σε μια τέτοια προοπτική, ο Caravaggio μοιάζει αναπόφευκτος, ως συνδετικός κρίκος μεταξύ της υψηλής τέχνης της Αντιμεταρρύθμισης και της αναδυόμενης φλαμανδικής αστικής τάξης. Η μορφή αυτού του κρίκου είναι ένας είδος νέου ζωγραφικού χώρου που ορίζεται, όχι τόσο από το φως, όσο από το σκοτάδι. Σε αντίθεση ωστόσο με τους Φλαμανδούς αστούς δασκάλους, για τον Caravaggio, που γεννήθηκε από φτωχή οικογένεια σε ένα μικρό χωριό στο Bergamo, το φως και η σκιά, όπως τα φανταζόταν και τα έβλεπε, είχαν ένα βαθύτατα προσωπικό νόημα αξεδιάλυτα πλεγμένο με τις επιθυμίες του και το ένστικτο της επιβίωσης. Και με αυτόν τον τρόπο, περισσότερο και από κάποια λογική της ιστορίας της τέχνης, η ζωγραφική του συνδέεται με τον υπόκοσμο και η πραγματική –σύντομη- ζωή του υπήρξε πιο περιπετειώδης και μυθιστορηματική ακόμα και από αυτή του μισθοφόρου-ξιφομάχου Καπιτάν Αλατρίστε (ο Βίγκο Μόρτενσεν για τους σινεφίλ) στα βιβλία του Αρτούρο Πέρεθ-Ρεβέρτε.
Γράφει ο Banks: «Βουτηγμένα στο κιαροσκούρο, τα θέματα αυτά δεν αποτελούσαν απόπειρες σκανδαλισμού, όπως μετατράπηκαν αργότερα στα χέρια των μαθητών του Καραβάτζο, αλλά εκφράσεις μιας μαύρης γραμμής στην ψυχή του ζωγράφου. Υπήρξαν τόσα σπαθιά και στιλέτα στη ζωή του καλλιτέχνη, που καθρεπτίζονται στο οπλοστάσιο των έργων του. Υπήρξε υπερβολικό αίμα, υπερβολική παθολογική οργή».
Η πλοκή έχει ως εξής: ένας μικρέμπορος έργων τέχνης σ' έναν μικρό οίκο πλειστηριασμών στη Νέα Υόρκη, που ετοιμάζεται να παίξει το μεγάλο παιχνίδι της ζωής του σε μια κλειστή δημοπρασία κλεμμένων αναγεννησιακών έργων, βρίσκεται δολοφονημένος μ' ένα μαχαίρι στην πλάτη, και ο ντετέκτιβ Έιμος Χάτσερ, που δουλεύει στην εξιχνίαση κλοπών έργων τέχνης, φεύγει για τη Ρώμη να βρει τη λύση. Ο Χάτσερ συχνά συλλαμβάνει τον εαυτό του να λειτουργεί με τη συνείδηση ιστορικού της τέχνης στη σκηνή ενός βίαιου εγκλήματος και να ψάχνει τα ίχνη ενός δολοφόνου κατεβάζοντας τόμους από τα ράφια μιας βιβλιοθήκης. Αρχίζοντας από μία μοναδική ένδειξη -μία πρόστυχη επιγραφή σε αρχαΐζοντα ιταλικά- ο Χάτσερ συνθέτει ένα τρομακτικό αντιφατικό πορτρέτο του δολοφόνου: πρόκειται για έναν αλλόκοτο εγκληματικό εγκέφαλο με εξαιρετική πολυμάθεια, που λατρεύει τον Καραβάτζο. Είναι γλωσσομαθής, καλλιεργημένος και έχει εξαιρετικές γνώσεις για τον χώρο της τέχνης. Επιπλέον, γνωρίζει την αγορά έργων τέχνης απέξω κι ανακατωτά και έχει διασυνδέσεις με ιταλικά μουσεία. Ίσως συνδέεται με ακροαριστερές επαναστατικές οργανώσεις, ακόμα και με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες.
Με αυτό το υλικό, ο Banks συνθέτει ένα συναρπαστικό αστυνομικό μυθιστόρημα, όπου, παραφράζοντας τον Μακμπέθ, όχι το σκοτάδι, αλλά «το κιαροσκούρο σφετερίζεται το φως της μέρας».
Ο τόμος συνοδεύεται από ένα επίμετρο την επιμέλεια του οποίου έκανε ο Κύριλλος Σαρρής. Περιλαμβάνει μία συνέντευξη ενός πραγματικού ντετέκτιβ της δίωξης κλεμμένων έργων τέχνης, ένα κείμενο του John Berger για τον Καραβάτζο καθώς και τα πρακτικά των αρχείων της ιταλικής αστυνομίας του 1600 για την ταραχώδη ζωή του ζωγράφου, στα οποία βασίζεται το βιβλίο. Ας σημειωθεί ότι και ο μεταφραστής Ανδρέας Αποστολίδης γνωρίζει καλά τον χώρο της τέχνης και έχει διεξάγει εκτενείς έρευνες πάνω στα θέματα της πώλησης κλεμμένων έργων και της αρχαιοκαπηλίας.
Από τις εκδόσεις Άγρα έχει δημοσιευτεί και το αστυνομικό μυθιστόρημα του Oliver Banks, Ο χαμένος πίνακας του Ρέμπραντ. Σε επόμενη ευκαιρία θα αναζητήσουμε τη Νυχτερινή Περίπολο.
Oliver Banks, Η μανία με τον Καραβάτζο
εκδ. Άγρα, 2023 (πρώτη έκδοση 1990)
μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης
σελ. 325
Σημ: Σε ό,τι αφορά τον Caravaggio, αξίζει να διαβάσει κανείς και τη νουβέλα του Σικελού Andrea Camilleri Το Χρώμα του Ήλιου (Πατάκης, 2010, μτφρ. Φωτεινή Ζερβού). Ιχνηλατεί, ποιητική αδεία, τον κάπως άγνωστο τελευταίο χρόνο της ζωής του Μιλανέζου ζωγράφου, δηλαδή το διάστημα μετά την απόδρασή του από τα μπουντρούμια των Ιπποτών της Μάλτας και έως τον θάνατο ή δολοφονία του.