Η δεύτερη ποιητική συλλογή της PJ Harvey είναι στην πραγματικότητα είναι εκτενές έμμετρο πεζοποίημα, τοποθετημένο σε έναν κόσμο της Δυτικής Αγγλίας που κινείται στο μεταίχμιο μεταξύ μαγείας και ρεαλισμού. Είναι γραμμένο στην ιδιόλεκτο της ιδιαίτερης πατρίδας της, του Ντόρσετ, και ως εκ τούτου, η στιχουργική της αντλεί από την τοπική λαογραφία μιας περιοχής στην οποία οι παγανιστικές παραδόσεις δεν έπαψαν ποτέ να επιβιώνουν ή και να παρεισφρέουν καμουφλαρισμένες στο χριστιανικό τελετουργικό.  

Η εννιάχρονη Ίρα-Άβελ ζει στο χωριό της Απογόης. Δίπλα στο αγρόκτημα όπου γεννήθηκε απλώνεται το επνομαζόμενο Σφαγοδάσος, το προσωπικό της καταφύγιο, το οποίο επιβλέπει ο τρομερός μάντης Αρνίμας, ο προστάτης της Ίρας-Άβελ. Βασιζόμενη στα τελετουργικά, τα παιδικά τραγούδια, τα άσματα και τις δεισιδαιμονίες της αγροτικής Δυτικής Αγγλίας, η Ίρα δημιουργεί το δίδυμο βασίλειο μέσω του οποίου μπορεί να κατανοήσει έναν όλο και πιο συγκεχυμένο και τρομακτικό κόσμο. Υπό αυτή την έννοια, το Orlam θα μπορούσε να ιδωθεί και ως ένα αγροτικό έπος της Δυτικής Αγγλίας, που ακολουθώντας ημερολογιακά το Ηλιοστάσιο, κατοπτεύει την Ίρα και τους κατοίκους της Απογόης μήνα με μήνα μέχρι τον τελευταίο χρόνο της παιδικής της ηλικίας.

Τα ποιήματα λειτουργούν ως συνεκτική αφήγηση. Συνθέτουν ποιμενικές σκηνές από λαϊκές δεισιδαιμονίες, παιδικές βωμολοχίες, θολές εικόνες από την Παλαιά Διαθήκη με τον αμνό του Αβραάμ σε πρώτο πλάνο∙ εγκολπώνουν συγχρόνως ποιητικές/μουσικές αναφορές από το Beowulf του Seamus Heaney μέχρι τον Geoffrey Hill και από το “Shine On You Crazy Diamod” των Pink Floyd στο “Nights In White Satin” των Moody Blues, ενώ η φωνή της Harvey αναθερμαίνει αρχαϊκούς τύπους έκφρασης (worlde = κόσμος, drisk = ομίχλη, holway = χαμένη λωρίδα, τικ = πρόσβαση).

Το αποτέλεσμα είναι ένα ποίημα-σεκάνς φωτός και σκιάς - γεμάτο νύξεις βίας, σεξουαλικής σύγχυσης, διαστροφής και οικογενειακής καταπίεσης, αλλά και εκστατικές στιγμές σε ηλιόλουστα ξέφωτα, τραγούδι και χιούμορ. Το ευρύ θέμα είναι τελικά αυτό της αγάπης - που μεταφέρεται από τον προσωπικό Χριστό της Ίρα, τον στρατιώτη-φάντασμα Γουίμαν-Έλβις, το στοιχειωμένο αποτύπωμα του βασιλιά του rock ‘n’ roll, τον φορέα του Λόγου: Love Me Tender.

Στο «Ααρών-Όντγουιν Γουάιτ, 12» τα στοιχεία της φύσης στήνουν ένα διονυσιακό πανηγύρι που παραπέμπει στον Γαργαντούα του Ραμπελαί και στο σαιξπηρικό Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας, που συμπλέκουν με την ονειρική ενατένιση στο άπειρο του Γουίλαμ Μπλέικ:

«Άσπονδος φίλος και γείτονας από το Κλαπ Κόρνερ.
Αλμπίνος, τσίνορα δεν έχει, κοκκινομάτης και σκληρός.
Τερατόπαιδο με λευκοροβατένια δάχτυλα.
Τον πιάσανε με την προβατίνα κι έξω το πουλί.
Κόρη θε να την κάνει εντελώς μουρλή.
Μανούλα του Τσάλμερς, Αγαπημένη Κυρά,
Θάλασσα πικρίας. Γιαγιά της Ίρας και του Κέι.Γέρος και προστάτης.
Για πάντοτε τούτο το στοιχειωμένο τραγούδι:

Σώπα μωρό μου, μην κλαις»

Το φυσικό περιβάλλον του Ντόρσετ με την ομορφιά και την ασχήμια του δεν ζωντανεύει απλώς στην ποίηση της PJ Harvey∙ αποκτά τη δική του γλώσσα, μ’ έναν τρόπο, πολύ παρόμοιο, αλλά φυσικά πολύ πιο συμμαζωμένο, με αυτό του Τζέημς Τζόυς στην Αγρύπνια των Φίνεγκαν:

«Χωριό στριγκό μέσα στο γούπατο
Στις στράτες που στενεύουν, στις στράτες που γυρίζουν.
Βούρκος καταραμένος, πάχνη σκεπασμένος,
Δύστροπος, δύσληπτος, δύσοσμος πληγών:
Μούργα, παραθείο, ιδρώς και πύο,
Χύσια και κουράδες, αίμα πολύ και φλόκια»

Ο Μεγάλος Ελισαβετιανός Βάρδος γονιμοποιεί ξανά τη στιχουργική της PJ Harvey στο «Μαντζούνι κακό»: η βιασμένη Ίρα μεταμορφώνεται σε Μαινάδα και ο μονόλογός της ξεσηκώνει τον αντίστοιχο της Λαίδης Μακμπέθ (Α’ Πράξη, σκηνή 5):

«Του αδελφού μου αυτόν τον φίλο τον μισώ,
Στην έχθρα μου κολλάω για να τον εκδικηθώ,
Κανένας δεν τον βλέπει αλλά ο Κέιν τον αγαπά.
Της αδελφής του την παρέα δεν την προτιμά.
Ελάτε, πνεύματα, και φύλο δώστε μου με μιας!
Ιδού, εγώ, επάγρυπνος φρουρός του κόσμου της γητειάς!
Εμπρός, κόρακοι μαύροι, κρώξτε με φωνές στριγκές –
συνάζουν για την Ίρα τώρα τόσοι δαίμονες
ίπταται στο δασωμένο μονοπάτι υπό τη σελήνη» 

Η γέννηση της Ίρας-Άβελ προσλαμβάνει έντονα μυθολογικά χαρακτηριστικά, φέρει το προπατορικό αμάρτημα, όμοια με τον θρύλο που περιβάλει τη γέννηση του Elvis (αλλά και κάμποσων bluesmen), όταν εκείνη η μανιασμένη θύελλα σάρωσε το Tupelo∙ απόηχοι από το τελευταίο, αλλά και από το “To Bring You My Love” παρεισφρέουν στις ρίμες της «Γέννησης της Ίρας-Άβελ», με την ποιήτρια να επικαλείται συγχρόνως ως γενεσιουργό-ερωτικό ξόρκι το ”Hit The Road Jack” του Percy Mayfield, που έκανε παγκόσμια γνωστό ο Ray Charles.

«Έκανα να φάω
τα φλόγια μαλλιά
της μορχέλλης
και με πήρε το δάσος
Φτεροκοπούσαν οι αγριόκοτες
Σε σάπιο κάνω κορμό∙
κι οι φάσες, Hit
the rooooooad Jack∙
οι κόρακες κάπα φτιάχναν
από πλεγμένα βούρλα
και τη φόραγα κι έτρεχα
κάτω στο Μεγαμέλανο
και το πετσί μου έξυνα
μαύρα βγάζοντας βλαστάρια
τούτο δω να γράψω»

Το “Love Me Tender” του Elvis είναι το láit motíf, η μαγική επίκληση που επανέρχεται στις προσευχές της Ίρας∙ ο αγαπημένος της, τον οποίον αναζητά, προσλαμβάνει τις ιδιότητες του Ιησού, του Λυτρωτή:

«Έλβις, συ’ σαι όντως; Ή ενός θεού φανέρωση;
Σ’ έστειλε ο Χριστός, να φέρεις μένα πλάι του μεμιάς;
Love me tender, είναι λόγοι του γι’ απόκριση,
Αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς» 

Η αναζήτηση του αγαπημένου Γουίμαν-Έλβις στο αιματηρό πεδίο της μάχης, το Σφαγοδάσος, ισοδυναμεί με την μεγάλη της δοκιμασία, με την κατάβασή της στον Κάτω Κόσμο, τηρουμένων των αναλογιών με τη δική της Νέκυια – όπου, και πάλι, χρησιμοποιεί μια στροφή από τον Άμλετ:

«Χάλασεν η κόρη κάτω απ’ τη Σελήνη,
ανυπόδητη στο δάσος, θυμωμένη,
το τραγούδι του Έλβις ψόφια τ’ αποδίνει,
πέπλα νυχτός την κρατούνε καλυμμένη
άλλος στέκει εκεί, και άλλος δω κοιμάται,
έτσι σώνονται του κόσμου μας τα χρόνια∙
μη-κορίτσι στην πυρά που τυραννάται
τίκτει τέλος για τον Μάη μες από τα λαγόνια»

Μετά όμως από τη Νέκυια του Μάη, ακολουθεί ο Ιούνιος, «ο μήνας των φαντασμάτων των μελιών που ζουν στον τόπο των αγριόγαλων στο Σφαγοδάσος», σύμφωνα με τις παραδόσεις του Ντόρσετ, «η παραμονή του Μεσοκαλόκαιρου, ο μήνας των περιπλανήσεων». Η Ίρα, ανυψωμένη, τραγουδά στον ρυθμό της Μελωδίας της Ευτυχίας για μερικά από «τα αγαπημένα της πράγματα»:

«Να κάθομαι κάτω, πάνω στο χόρτο,
Να’ ναι απαλό, γλυκό σαν μπισκότο
Και να κοιτάζω τον Έλβις υγρή.
These are a few of my favorite things”

Για την Ίρα, το Σφαγοδάσος είναι ένας τόπος απελευθέρωσης. Είναι στο δάσος που δραπετεύει μετά την επίθεσή της, και στους μήνες που ακολουθούν τα δέντρα είναι σύντροφοι και προστάτες. Στη φροντίδα τους, απορρίπτει την κοριτσίστικη ηλικία της, τους περιορισμούς και τους κινδύνους της και μεταμορφώνεται σε έναν πιο ελεύθερο, πιο αληθινό εαυτό, ένα «not-girl/no-boy». «Νύφη του Λόγου του». Και ποια είναι αυτή η λέξη, αναρωτιέται: «τρυφερότητα, μουσική, αγάπη, ξύσιμο» (όπως αποκαλείται στο ποίημα η γραφή).

Οι ποιητικές εικόνες που δημιουργεί η Harvey έχουν συγχρόνως κάτι το απόκοσμο, όμοια με παλιές, αγγλικές ασπρόμαυρες ταινίες τρόμου που γυρίζουν στο άγριο τοπίο της επαρχίας και εμπνέονταν από τις τοπικές δεισιδαιμονίες – ταινίες όπως το The Wicker Man (1973), για παράδειγμα.

Το Orlam δεν είναι μόνο μια ευφάνταστη ιστορία ενηλικίωσης, αλλά το πρώτο ολοκληρωμένο βιβλίο γραμμένο στη διάλεκτο του Ντόρσετ Dorset εδώ και πολλές δεκαετίες. Καταδεικνύει επίσης ότι η PJ Harvey δεν είναι μόνο μια από τις κορυφαίες singer song writers των τελευταίων δεκαετιών, αλλά και μια ώριμη πια ποιήτρια με σπάνια λυρική φλέβα, η οποία χειρίζεται με δεξιοτεχνία τη γλώσσα – εν προκειμένω, μια δύσκολη γλώσσα. Εξίσου δύσκολη και αξιέπαινη η μετάφραση και η επιμέλεια του βιβλίου.

P.J. Harvey, Orlam

Εκδόσεις Οξύ, 2025
Μετάφραση: Νίκος Στρατηγάκης
Επιμέλεια: Θάνος Καραγιαννόπουλος
σελ: 176

[Αγορά]

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured