« […] η άκρατη απληστία εξωθεί διαρκώς αυτούς που το διαφεντεύουν (το διεφθαρμένο σύστημα) να τα τινάξουν όλα στον αέρα, προκειμένου να διαφυλάξουν και να αβγατίσουν τα τρισεκατομμύριά τους.» – Τόμας Πύντσον

Το πολιτικό νουάρ δεν είναι εύκολη υπόθεση. Εκτός από γενικές συγγραφικές αρετές (γλώσσα, πλοκή κλπ.), προϋποθέτει μια βαθιά, κατασταλαγμένη γνώση του θέματος με το οποίο ασχολείται ο συγγραφέας, ειδάλλως μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε εκτενές αστυνομικό-δημοσιογραφικό ρεπορτάζ. Αυτή την κατασταλαγμένη γνώση την διαθέτει και με το παραπάνω ο Ιερώνυμος Λύκαρης, και δεν αναφέρομαι μόνο σε θέματα ιστορίας ή πολιτικής φιλοσοφίας. Όσο βαθιά μελετημένο είναι το ιστορικό-πολιτικό υπόβαθρο, η «βάση» του μυθιστορήματος, άλλο τόσο προσεκτικά συντεθειμένο είναι και το «εποικοδόμημα», η ψυχολογία των χαρακτήρων. Ο συγγραφέας αξιοποιεί τη φόρμα  και τις αφηγηματικές δυνατότητες του νουάρ με σκοπό να μιλήσει για την Ιστορία και την επίδρασή της στη διαμόρφωση της σύγχρονης πραγματικότητας. Προσπαθεί να το κάνει μέσα από τις ζωές επινοημένων ηρώων που, είτε επειδή πάνε γυρεύοντας, είτε επειδή εξαναγκάζονται από τι περιστάσεις, μπλέκουν σε παιχνίδια δύναμης και εξουσίας.

Ο Ιερώνυμος Λύκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα. Κατά καιρούς έκανε διάφορες σχετικές και άσχετες με τη συγγραφή δουλειές. Πρωτοεμφανίστηκε στην αστυνομική λογοτεχνία στον δεύτερο τόμο των Ελληνικών εγκλημάτων (2008) με το διήγημα «Κανένα έλεος για τους καλύτερούς μας φίλους». Στον τρίτο τόμο (2009) δημοσιεύτηκε το «Πάσα θανάτου», στον τέταρτο (2011) το «Face Control», στον πέμπτο (2019) το «Η φαντασιακή αντανάκλαση μιας αχρείαστης απόπειρας φόνου», στον έκτο (2022) το «Κοντσέρτο για δύο Καλάσνικοφ και ένα Μάγκνουμ» και στον έβδομο (2014) το «Στο όνομα της Αλίκης».

Το 2011 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, Το ρομάντζο των καθαρμάτων, στο οποίο αναδεικνύονται ως φάρσες και τραγωδίες οι πολυδαίδαλες σχέσεις του οργανωμένου εγκλήματος με επιχειρηματίες, δημοσιογράφους και πολιτικούς. Ακολούθησαν το πολιτικό νουάρ μυθιστόρημα Μαύρα κουφέτα (2013), ένα ρέκβιεμ για τη χαμένη ουτοπία του 20ού αιώνα, το Η ζήλια είναι μαχαιριά (2014) και το Άπληστε κόσμε, κάλπικε (2015), δυο μαύρες κωμωδίες στις οποίες κινητήρια δύναμη και καταλύτης των ανθρώπινων πράξεων είναι τα δύο από τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα. Το 2017 κυκλοφόρησε το Άκου, πτώμα, να μαθαίνεις, μια ψευδοντοκουμενταρισμένη αναπαράσταση της διαφθοράς στη νεοελληνική κωμικοτραγική πραγματικότητα, και το 2019 Η εκδίκηση του «Ναζωραίου», μια παρωδία που ανατέμνει την ασύμμετρα συμβιωτική σχέση της διαφθοράς στο πολιτικό σύστημα με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους και του παρακράτους. Το 2021 κυκλοφόρησε το Έβαφε ο Στάλιν τα μαλλιά του;, το οποίο διαδραματίζεται τον Φεβρουάριο του 1973, στις μέρες των φοιτητικών κινητοποιήσεων κατά της Χούντας, αλλά και του μακελειού και της σύλληψης του Νίκου Κοεμτζή. Την ίδια χρονιά συμμετείχε με το διήγημά του «Λίζα» στη συλλογική έκδοση Θερινοί έρωτες. Το 2022 εκδόθηκε το Πάσα Θανάτου, graphic novel (σε συνεργασία με τον Παναγιώτη Τσαούση), βασισμένο στο πραγματικό γεγονός της δολοφονίας από αστυνομικό ενός νεαρού Ρομά στο Ζεφύρι. Το 2023 κυκλοφόρησε το ερευνητικό έργο του για την εξέγερση του Πολυτεχνείου, Πολυτεχνείο 1973, Το αίμα το αδικαίωτο ποτέ δεν ησυχάζει, στο οποίο ανασυστήνεται ανά ημέρα και ώρα το ξέσπασμα και η καταστολή της εξέγερσης μέσα από τις δικαστικές καταθέσεις συγγενών νεκρών, τραυματιών και αυτοπτών μαρτύρων καθώς και από αστυνομικά ντοκουμέντα για τους νεκρούς και τους τραυματίες. Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Σταύρο Στάγκο ως ερευνητής σύμβουλος για το ντοκιμαντέρ του Εμείς, όχι εγώ, συμπαραγωγής Δήμου Χαλανδρίου και ΕΡΤ, το οποίο ζωντανεύει το πνεύμα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου μέσα από προσωπικές μαρτυρίες και ντοκουμέντα. Τα έργα του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Το πιο πρόσφατο αστυνομικό μυθιστόρημα του Ιερώνυμου Λύκαρη έχει τον τίτλο Ω, τι μέρες κι αυτές! (Καστανιώτης, 2024). Η πλοκή συναρθρώνεται σε δύο συνδεόμενες ιστορίες που διαδραματίζονται στις 9 Οκτωβρίου 2012 και στις 11 Απριλίου 2014 αντίστοιχα. Τις μέρες αυτές η τέως καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ επισκέφτηκε την Ελλάδα για να στηρίξει τις τότε κυβερνήσεις της που εφάρμοζαν αντιλαϊκά, πολεμικού χαρακτήρα Μνημόνια «Δημοσιονομικής Προσαρμογής».

Στην πρώτη ιστορία, ο κυβερνητικός βουλευτής Πάρις Μαυρέας, παθιασμένο φερέφωνο των δανειστών της χώρας και αγαπημένο παιδί των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, ξημερώνεται στο διαμέρισμά του με το πτώμα της Λάρας Μπέζου, «βοηθού» του Πάω κι Έρχομαι, ο οποίος είναι μέλος του δικτύου του μεγαλέμπορου κοκαΐνης Μπαμπάκα και κατ’ οίκον προμηθευτής επιφανών Αθηναίων.

Στη δεύτερη ιστορία, δολοφονείται ο Άρης Καίσαρης, υπαρχηγός του Μπαμπάκα. Η δολοφονία συμβαίνει μετά τη συνάντησή του με τον Πάρι Μαυρέα, ο οποίος εργάζεται πλέον σε ελβετική τράπεζα ως Περιπλανώμενος Ιουδαίος που «διευθετεί» το ξέπλυμα μαύρου χρήματος από δωροδοκίες ή εγκληματική δραστηριότητα.

Οι δύο υποθέσεις «εξιχνιάζονται» όσο διαρκούν οι επισκέψεις της καγκελαρίου και η Αθήνα συνταράσσεται από μαζικές μαχητικές διαδηλώσεις. Στην εξιχνίασή τους εμπλέκονται ο Ηρακλής Βάρδας ή FBΙ, ένας μορφωμένος, ευέξαπτος αλλά τίμιος αστυνόμος, με επικίνδυνες αντιπάθειες, και ο θεοσεβούμενος υπαστυνόμος Μάρκος Βελίδης ή Ακάθιστος, που συνηθίζει να μουρμουρίζει ψαλμούς και απολυτίκια.

Το Ω, τι μέρες κι αυτές! μαζί με το Άκου, πτώμα, να μαθαίνεις (2017) και το Η εκδίκηση του Ναζωραίου (2019) συγκροτούν μια άτυπη μυθιστορηματική Τριλογία της διαφθοράς, στην οποία τα πιο άνομα κίνητρα, τα πιο βρομερά και απεχθή πάθη, ξεδιπλώνονται μέσα στο έλος της συμβιωτικής σχέσης του οργανωμένου εγκλήματος με τη συμβατικά νόμιμη οικονομική δραστηριότητα, την πολιτική και την κρατική διαφθορά.

Αξίζει τέλος να σταθούμε στο επίμετρο του βιβλίου. Εδώ ο συγγραφέας επιχειρεί, μεταξύ άλλων,  να δώσει μια εμβριθή ανάλυση της «ιδεολογικής λειτουργίας της αστυνομικής λογοτεχνίας», έχοντας ως βασικούς άξονες τα κείμενα που έγραψαν για το λογοτεχνικό αυτό είδος ο Καρλ Μαρκξ και ο Μπέρτχολτ Μπρεχτ – λάτρεις του αστυνομικού, αμφότεροι.

Ο Ιερώνυμος Λύκαρης μιλάει στο Avopolis:

Πως επιλέξατε ως ιστορικό καμβά του μυθιστορήματος τις δύο επισκέψεις της τέως καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ στην Αθήνα (9 Οκτωβρίου 2012 και 11 Απριλίου 2014 αντίστοιχα);

Η αρχική ιδέα προέκυψε την ημέρα της πρώτης επίσκεψης, όταν αργά το βράδυ, μετά τη συμμετοχή μου στη διαδήλωση, διάβασα σε διάφορες ιστοσελίδες την ωρολόγια καταγραφή της επίσημης παράστασης που έδωσε η καγκελάριος  με τους τότε κυβερνητικούς παράγοντες, ενώ η Αθήνα συνταράσσονταν από μαχητικές διαδηλώσεις. Την επομένη συγκέντρωσα τα σχετικά ρεπορτάζ από διάφορες πηγές και συνέθεσα ένα δικό μου χρονικό της επίσκεψης. Ήταν, όμως, ακόμα πολύ νωρίς να επιχειρήσω το γράψιμο μιας ιστορίας  με φόντο ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο παρόν. Άλλωστε, 16 μήνες πριν είχε εκδοθεί το πρώτο μου μυθιστόρημα, Το ρομάντζο των καθαρμάτων, και οι αγχώδεις προτεραιότητές μου ήταν  άλλες. Με τον ίδιο τρόπο συνέθεσα και το χρονικό της δεύτερης επίσκεψης και άφησα το χρόνο να περάσει.

Η πρώτη ιστορία γράφτηκε το 2018 σε μορφή διηγήματος, προκειμένου να δημοσιευτεί με τίτλο «Αχ, τι μέρα κι αυτή!» σε μια ανθολογία ελληνικών αστυνομικών διηγημάτων στα τουρκικά, που επιμελήθηκε ο Βασίλης Δανέλης. Το ίδιο διήγημα με μικρές αλλαγές και τίτλο «Η κατάρα της Άνγκελα» δημοσιεύτηκε έναν χρόνο αργότερα σε αντίστοιχη ανθολογία στα γερμανικά, σε επιμέλεια του αείμνηστου Κώστα Καλφόπουλου.

Στη συνέχεια, ακολούθησε η επέκταση της πλοκής της πρώτης ιστορίας και το γράψιμο του βασικού κορμού της δεύτερης.

Κατά αντιστοιχία, λοιπόν, κατά τη διάρκεια αυτών των δύο επισκέψεων εκτυλίσσονται δύο φαινομενικά διαφορετικές αστυνομικές υποθέσεις, που όμως τελικά διασταυρώνονται.

Σωστά.  Η δεύτερη επίσκεψη Μέρκελ γέννησε την ιδέα των δύο διαφορετικών ιστοριών που θα διασταυρώνονταν και θα  «εξιχνιάζονταν» όσο θα διαρκούσε η παραμονή της στη χώρα. Με το ίδιο αστυνομικό δίδυμο και ορισμένους κοινούς πρωταγωνιστικούς και δευτερεύοντες χαρακτήρες, που θα αιτιολογούσαν τους λόγους της διασταύρωσής τους.

Στην πρώτη ιστορία, ο μερκελιστής βουλευτής Πάρις Μαυρέας, παθιασμένο φερέφωνο των δανειστών της χώρας και αγαπημένο παιδί των ΜΜΕ, ξημερώνεται στο διαμέρισμά του με το πτώμα της Λάρας Μπέζου, «βοηθού» του Πάω κι Έρχομαι, ο οποίος είναι μέλος του δικτύου λιανικής του μεγαλέμπορου κοκαΐνης Μπαμπάκα, και κατ’ οίκον προμηθευτή επιφανών Αθηναίων.

Στη δεύτερη ιστορία, δολοφονείται ο Άρης Καίσαρης, υπαρχηγός του Μπαμπάκα. Η δολοφονία συμβαίνει μετά τη συνάντησή του με τον Πάρι Μαυρέα, ο οποίος εργάζεται πλέον σε ελβετική τράπεζα ως Περιπλανώμενος Ιουδαίος που «διευθετεί» το ξέπλυμα μαύρου χρήματος από δωροδοκίες ή εγκληματική δραστηριότητα.

Πώς μεταφέρατε στο μυθιστόρημα την εξεγερσιακή ατμόσφαιρα που επικρατούσε τότε στην Αθήνα;

Από την αρχή είχα ξεκάθαρο ότι οι επισκέψεις της Μέρκελ θα έπαιζαν το ρόλο του σκηνικού φόντου, που θα το αξιοποιούσα για να δομήσω την κύρια και δευτερεύουσα πλοκή των δύο διασταυρούμενων ιστοριών. Γι’ αυτό και προσάρμοσα τον σφιχτό χρόνο δράσης στην ωρολόγια εξέλιξη των επισκέψεων και των διαδηλώσεων που γίνονταν εναντίον της. 

Μέσα σε αυτό το σκηνικό φόντο και στην επικρατούσα ατμόσφαιρα, όπως την αποκρυστάλλωσα από τη συμμετοχή μου στις διαδηλώσεις, κινούνται και δρουν οι πρωταγωνιστές και οι κομπάρσοι του μυθιστορήματος, αναδεικνύονται  τα κίνητρα, και πυροδοτούνται  οι ενέργειες, τα συναισθήματα και οι συγκρούσεις τους. Προσπάθησα να το κάνω με τρόπο τέτοιο ώστε η αληθοφάνεια των όποιων αναγκαίων αφηγηματικών υπερβάσεων να πείθει. Με την έννοια ότι, ναι, κάτω από παρόμοιες συνθήκες, αυτά που μας λέει το μυθιστόρημα θα μπορούσαν να έχουν συμβεί ή να συμβούν στο μέλλον.

Παραθέτετε στην αφήγηση πλήθος από συνθήματα που εμφανίστηκαν τότε στους τοίχους της Αθήνας, κυρίως στα πέριξ των Εξαρχείων. Θα θέλατε να μας θυμίσετε κάποια χαρακτηριστικά; «Κάποιοι την έγραψαν στον τοίχο με μπογιά» τραγούδησε ο Μάνος Λοΐζος, «The Writtings On The Wall», έλεγαν οι Βρετανοί πανκς το 1976-77. Πιστεύετε ότι τα συνθήματα αυτά είναι τα πιο αδιάψευστα ντοκουμέντα μιας εποχής, ότι δηλαδή απηχούν «το πνεύμα των καιρών»;

Μεταξύ και άλλων ντοκουμέντων, ναι. Θέλοντας να κεντρίσω θύμησες και σκέψεις του αστυνόμου Βάρδα, που θα επιδράσουν στη συνέχεια στη συμπεριφορά του, παρέθεσα κάποια από αυτά σε συγκεκριμένα σημεία της αφήγησης. Αρκετές φορές ο αυθόρμητος αντιεξουσιαστικός λόγος συμπυκνώνει, με αφοπλιστικό χιούμορ, πολιτικά μηνύματα και καταστάσεις, κοινωνικές και προσωπικές, επίκαιρες και διαχρονικές, πιο εύστοχα και απροσποίητα από τον καθώς πρέπει πολιτικό λόγο. Παρακολουθώ χρόνια αυτό το ιδιότυπο «αντάρτικο τοίχων» και όσο μπορώ το καταγράφω φωτογραφικά. Παλαιότερα, στην προτελευταία αναγεννητική περίοδο του περιοδικού Διαβάζω, είχα μια στήλη με τίτλο Διαβάζω τοίχους, που την υπέγραφα με το ψευδώνυμο Ω

Τον αστυνόμο Ηρακλή Βάρδα, τον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος, τον  συναντήσαμε για πρώτη φορά στο διήγημα «Κανένα έλεος για τους καλύτερούς μας φίλους», στη συλλογή αστυνομικών διηγημάτων Ελληνικά Εγκλήματα 2 (Καστανιώτης, 2008). Τι σας ώθησε να τον «επιστρατεύσετε» ξανά ως κεντρικό χαρακτήρα;

Στο διήγημα εμφανίζεται ως Ηρακλής Βαρδαξόγλου. Σε αυτό πρωτοπαρουσιάζονται αδρά τα βασικά στοιχεία του χαρακτήρα του.  Το 2013 επανεμφανίζεται στα Μαύρα κουφέτα. Τότε είναι που σκέφτηκα να κάνω το επώνυμό του πιο ευκολοπρόφερτο και τον μετονόμασα σε Βάρδα.  Τρίτη φορά εμφανίζεται το  2017, στο  Άκου, πτώμα, να μαθαίνεις. Και στα δύο αυτά μυθιστορήματα έχει αυτό που λέμε δεύτερο αλλά βασικό ρόλο. Σε όλα τα άλλα διηγήματα και τα μυθιστορήματα που μεσολάβησαν και ακολούθησαν παρέμεινε στο «ψυγείο».

Από την αρχή της επινόησής του δεν ήθελα να τον καθιερώσω ως ήρωα όλων μου των ιστοριών. Το θεωρούσα, και ακόμα το θεωρώ, πολύ δεσμευτικό. Ήθελα να έχω την ευχέρεια να τον καλώ άλλες φορές σαν γκεστ σταρ και άλλες σαν κεντρικό ήρωα.

Τώρα, αυτό που με ώθησε να τον επιστρατεύσω στο Ω, τι μέρες κι αυτές είναι η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας του.  Μόνο ένας τέτοιος τύπος, με αυτές τις γνώσεις και τις ικανότητες, με αυτή την ψυχοσύνθεση και την αδυναμία διαχείρισης του θυμού του, ενός θυμού διαυγούς όχι ευτελισμένου, που έχει αιτίες και πυροδοτείται από αφορμές με ονοματεπώνυμο. Πρόκειται για ένα θυμό που του δίνει ενέργεια, που διυλίζει και ενσταλάζει στις πράξεις του την οργή του για τα όσα βιώνει στο αστυνομικό σώμα. Ο αστυνόμος Βάρδας δεν φαίνεται να έχει ισχυρά ιδεολογικά και πολιτικά πιστεύω. Κι αν έχει, τα κρατάει για τον εαυτό του. Ανταπεξέρχεται στις μυθοπλαστικές καταστάσεις που αντιμετωπίζει στο μυθιστόρημα επειδή διακατέχεται από μια ισχυρή προσωπική ηθική, την οποία δεν προσαρμόζει σαν χαμαιλέοντας, έχει την κάπα του κρεμασμένη, αψηφά την ιεραρχία και δεν διστάζει να ξεσκεπάζει βρόμικους συναδέλφους του που συνδέονται με αυτήν.

Ο Βάρδας, μαζί με τον συνεργάτη του, τον θεοσεβούμενο υπαστυνόμο Βελίδη, έρχονται αντιμέτωποι αντιμετωπίζουν ένα κύκλωμα που απαρτίζεται από με πολιτικούς (υποστηρικτές της πολιτικής των μνημονίων), κακοποιούς και διεφθαρμένους μπάτσους (όπως ο υπαρχηγός της αστυνομίας, ο επονομαζόμενος Αστακός), που βρίσκονται σε αγαστή συνεργασία. Λογοτεχνική συνθήκη ή, αντιθέτως, πιστεύετε ότι αυτή είναι πράγματι η ρεαλιστική απεικόνιση του οργανωμένου εγκλήματος στη σημερινή Ελλάδα – με τις όποιες θεμιτές μυθοπλαστικές υπερβολές;

Η σύγχρονη κοινωνική αστυνομική λογοτεχνία είναι από τη φύση της ρεαλιστική. Εμπνέεται  από τις υφιστάμενες  κοινωνικές συνθήκες που καθορίζουν αυτά που συμβαίνουν γύρω μας αλλά και το πώς τα βιώνουμε, ανάλογα με το βαθμό επίγνωσης της θέσης μας στην ταξική πυραμίδα και στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

Τα όσα διαδραματίζονται στο μυθιστόρημα εδράζονται σε μια ρεαλιστική λογοτεχνική συνθήκη, η οποία εμπνέεται αλλά και επιβεβαιώνεται καθημερινά από το πολιτικό, αστυνομικό και δικαστικό δελτίο. Στον σύγχρονο καπιταλισμό, η πραγματικότητα της παγκόσμιας ανισορροπίας, των χαοτικών ανισοτήτων, των ασίγαστων οικονομικών και θερμών πολέμων, η κάθε είδους ενδημική θεσμική διαφθορά και η άνευ προηγουμένου κατασκοπευτική επιτήρηση της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής των ανθρώπων, δεν αφήνει πλέον και πολλά περιθώρια για μυθοπλαστικές υπερβολές.

Μιλάμε για μια πραγματικότητα που μας εξωθεί στο να αντιλαμβανόμαστε πλέον τη ζωή και ως ένα ατέρμονο, και γι’ αυτό ανοιχτού τέλους, αστυνομικό μυθιστόρημα.

Ο Βάρδας και ο Βελίδης δείχνουν να αλληλοσυμπληρώνονται. Ο πρώτος λειτουργεί περισσότερο με την πείρα και το ένστικτο, ενώ ο δεύτερος διαθέτει ένα μυαλό που δουλεύει σαν κύβος του Ρούμπικ. Είναι αυτή η αντίστιξη που τους κάνει τόσο γοητευτικό μπατσικό ντουέτο;

Πιστεύω πως ναι. Ήθελα αυτή η αντίστιξη των δύο ηθικών τύπων, με τους διαφορετικούς χαρακτήρες και τις ξεχωριστές ικανότητες, να λειτουργεί, μέσα στην αλληλεπίδρασή της,  εν τέλει αρμονικά.  Είναι ένα μη συμβατικό αστυνομικό δίδυμο, γιατί μόνο κάτι τέτοια ασυνήθιστα ντουέτα μπορούν κάνουν αυτά που κάνουν οι δυο τους στο μυθιστόρημα.

Οι δύο αστυνομικοί, μεταξύ άλλων, κοντράρονται με την οικογένεια των πολιτικάντηδων Μαυρέα, πατέρα και γιου. Ο πρώτος φέρεται να έκανε περιουσία ως μαυραγορίτης («λάδι, χρυσές λίρες») στην Κατοχή, δείχνει τετραπέρατος (και μελιστάλαχτα ύπουλος) και φέρει το προσωνύμιο Δρακουμέλ. Ο δε γιος είναι σπουδαγμένος στο Χάρβαρντ και παρουσιάζεται ως αυτάρεσκος βλαξ. Έχω την εντύπωση ότι φωτογραφίζετε έμμεσα υπαρκτά πολιτικά πρόσωπα και δη μιας γνωστής οικογένειας…

Δεν είχα μια συγκεκριμένη  οικογένεια στο νου μου. Η οικογένεια Μαυρέα του μυθιστορήματος είναι μια τυπική δεξιά πολιτική οικογένεια. Από αυτές που θεωρούν τον νεποτισμό τους ως θεία χάρη και αντιλαμβάνονται τη θέση τους στο εκάστοτε πολιτικό σύστημα, με την όποια σύνθεση και συνταγματική ή μη κάλυψη, ως ισόβιο ιδιοκτησιακό, φεουδαρχικό δικαίωμα.

Το ενδιαφέρον για μένα, ειδικά στην πρώτη ιστορία, είναι η τακτική που ακολουθεί ένας τύπος σαν τον αστυνόμο Βάρδα, όταν εξαναγκάζεται ιεραρχικά να εμπλακεί στη «διευθέτηση» μιας βρόμικης υπόθεσης, με άδηλες αρχικά προεκτάσεις, στην οποία εμπλέκεται η οικογένεια Μαυρέα και μάλιστα σε μια μέρα όπου το ίνδαλμά τους, η καγκελάριος Μέρκελ, επισκέπτεται τη χώρα.  

Επιστρέφοντας στον ευέξαπτο αστυνόμο Βάρδα, μου αρέσει πολύ το ψυχολογικό προφίλ του που οικοδομήσατε, χρησιμοποιώντας επιστημονικούς όρους που μαρτυρούν την ψυχοβιολογική του κατάσταση (θυμός ως γνώρισμα προσωπικότητας, θυμός ως κατάσταση, συσσωρευτής καχυποψίας κ.λπ.). Έχετε μελετήσει ψυχιατρική, φροϋδισμό, Λακάν, Φουκώ, κλπ;  

Κατά καιρούς ναι. Όχι όμως συστηματικά. Στο στάδιο του σχεδιασμού μιας ιστορίας  και της επιλογής των πρωταγωνιστών και των άλλων χαρακτήρων της, καταφεύγω σε λεξικά ψυχολογίας και ψυχιατρικής,  αλλά και σε εγκληματολογικά και αστυνομικά εγχειρίδια και κανονισμούς, για να σκιαγραφήσω τα ψυχολογικά προφίλ τους και τον χαρακτήρα της δράσης τους. Η προεργασία αυτή, που στην κατάληξή της παίρνει τη μορφή σύντομων βιογραφικών λεξικών, με βοηθά κατά τη συγγραφή στην αληθοφανή αιτιολόγηση των κινήτρων τους, στην πειστική έκφραση των συναισθημάτων τους, στην αποτύπωση του λόγου τους στις σκέψεις και στους διαλόγους τους, αλλά και στο να επιλέξω τα ονόματα και τα παρατσούκλια τους

Υπό αυτό το πρίσμα, τι ρόλο εξυπηρετεί ο Βιβάλντι ως ringtone στις ψυχολογικές μεταπτώσεις και στην εν γένει συμπεριφορά του μπάτσου;

Υποτίθεται ότι πρέπει να λειτουργεί ως θεραπευτικό τρικ. Αντανακλαστικά, ως πρώτη βαλβίδα αυτοσυγκράτησης του θυμού του Βάρδα.  Για να μην τσιτώνεται και αντιδρά αρνητικά με το που του τηλεφωνούν και μόνο. Κι αυτό ακόμα με το ζόρι το δέχτηκε, για χάρη της Έβελιν, της ψυχολόγου αγαπημένης του, που τον μελετά διακριτικά ως κλινική περίπτωση και καταβάλλει άοκνες προσπάθειες για τον πείσει να αντιμετωπίσει τους δαίμονές του. 

Συνεχίζοντας την κουβέντα για τον κεντρικό σας ήρωα, τον χαρακτηρίζετε «μπουρινιασμένο Δον Κιχώτη», σε αντιδιαστολή με τους «μοιραίους» ή «καταραμένους» αντιήρωες μπάτσους που συναντάμε συνήθως στο νουάρ. Θεωρείτε ότι οι τελευταίοι μυθιστορηματικοί ανθρωπότυποι του νουάρ τείνουν να γίνουν κλισέ; 

Σε ότι αφορά τον Βάρδα, το «μπουρινιασμένος» αναφέρεται στον χαρακτήρα του,  και το «Δον Κιχώτης» στις δίκαιες αμφιβολίες του για το αν έχει πλέον κανένα νόημα το μοναχικό αντάρτικο που εξαναγκάζεται να κάνει στα σπλάχνα του Λεβιάθαν που υπηρετεί.  Το πόσο ακόμα μπορεί να αντέξει τα συνεχή συνειδησιακά διλήμματα που αντιμετωπίζει στη δουλειά του. Αυτά είναι που τον επιβαρύνουν και επιδεινώνουν την αδυναμία αυτοσυγκράτησης του θυμού του, αυτά είναι που δεν τον αφήνουν να χαρεί την σχέση του με την πάντα υπομονετική σύντροφό του, την Έβελιν, που τυχαίνει να είναι ψυχολόγος. Από την άλλη, αυτός ακριβώς ο χαρακτήρας του «μπουρινιασμένου τυχοδιώκτη», είναι που τον κάνει να μη δέχεται μύγα στο σπαθί του.

Πιστεύω ότι είναι ζήτημα του κάθε συγγραφέα το αν και ποιον θέλει να θυμίζει ο ήρωάς του.  Αθέλητα ή συνειδητά, μπορεί να υιοθετήσει μιμητικά έναν από τους συνηθισμένους ανθρωπότυπους του νουάρ, και έτσι, θέλει δεν θέλει, να του προσδώσει κλισέ χαρακτηριστικά. Ο αστυνόμος Βάρδας και ο υπαστυνόμος Βελίδης δεν είναι ούτε «μοιραίοι» ούτε «καταραμένοι». Θα το πω αποφθεγματικά. Είναι δυο τίμιοι αστυνομικοί που προσπαθούν να παραμείνουν τίμιοι, έχοντας πλήρη συνείδηση ότι ζουν σε έναν διεφθαρμένο κόσμο και ανήκουν επαγγελματικά σε ένα διεφθαρμένο αστυνομικό σύστημα· χωρίς να πάψουν στιγμή να αμφιβάλλουν για την περιορισμένη αποτελεσματικότητά τους ως διώκτες του εγκλήματος.

Στο δεύτερο ειδικά μέρος του μυθιστορήματος εμπλέκονται η ιταλική Ντραγκέτα της Καλαβρίας, το κολομβιανό καρτέλ του Κάλι, οι βαρόνοι της μεξικανικής Σιναλόα, και φυσικά η αμερικανική DEA, που όπως πολύ σωστά υπογραμμίζετε, διαθέτει τη δική της έδρα στην Πρεσβεία.

Σωστά. Οι αναφορές αυτές παρατίθενται ως στοιχεία της πλοκής, ως πιθανότητες που είναι άγνωστο αν, πότε και ποια ή ποιες από αυτές  θα βγουν τελικά στο φως ως βάσιμες και θα δώσουν συνέχεια ή θα θάψουν την υπόθεση ακόμα πιο βαθιά. Άλλωστε, η δεύτερη ιδιαίτερα ιστορία είναι, όπως ο ίδιος ο αστυνόμος Βάρδας την αντιλαμβάνεται και την χαρακτηρίζει,  μια επιχείρηση-λαβύρινθος, υψηλού βαθμού πολυπλοκότητας, με φαινομενικά ασύμμετρους στόχους, μπολιασμένη με μεθοδευμένες αστοχίες, που ενσωματώνουν προσχεδιασμένες κινήσεις παραπλάνησης, και εκτροπής της προσοχής από τις κύριες επιδιώξεις τους, πιθανότατα με τη μορφή μεθοδευμένων αστοχιών. Είναι, με άλλα λόγια, από αυτές που μετά τον πρώτο θόρυβο που προκαλούν, η δικογραφία τους προσγειώνεται στο αρχείο και οι κύριοι και δευτερεύοντες στόχοι τους παραμένουν στα άβατα των χαλκείων που τη μαγείρεψαν. Συνήθως για πάντα,  εκτός και αν το σχετικά τυχαίο κουτουλήσει απρόσμενα με το σχετικά αναγκαίο και η συνωμοσία των συμπτώσεων κάνει νωρίτερα το θαύμα της. Και πάλι όμως με πιο πιθανή κατάληξη το αδιέξοδο, τη μια τρύπα στο νερό, από δικαστική και πολιτική άποψη μιλώντας.

Κατά πόσο έχει επηρεάσει μεταμορφώσει τον ελληνικό υπόκοσμο η παγκοσμιοποίηση του εγκλήματος;

Το ελληνικό οργανωμένο έγκλημα ακολουθεί τις διεθνείς τάσεις, και έχει πλέον, σε σημαντικό βαθμό διεθνικές διαστάσεις.  Μπορεί να το διαπιστώσει κανείς διαβάζοντας τις ετήσιες αστυνομικές εκθέσεις, εγχώριες και διεθνείς.

Με εργαλείο τη διαφθορά, μπορεί και παρεμβαίνει στις τυπικά νόμιμες επιχειρηματικές συναλλαγές, ανταλλάσσει διευκολύνσεις, ξεπλένει χρήμα, βοηθά την ανάληψη κρατικών έργων από  επιχειρήσεις που κινούνται στη σφαίρα της νομιμότητας, χρηματοδοτεί προεκλογικές εκστρατείες και κατευθύνει ψήφους και με τον τρόπο αυτό προκαλεί ανατροπές στον  ενδοσυστημικό  ανταγωνισμό για την εναλλαγή στην εξουσία.

Έχει όμως και τα όριά του. Μπορεί να υπάρχει και να δυναμώνει μόνο στο βαθμό που δεν θίγει τα ιερά και τα όσια, την υπόληψη των ευυπόληπτων συνεταίρων του.

Όπως θυμάσαι, αυτά τα ζητήματα τα διαπραγματεύομαι μυθοπλαστικά στο  Άκου, πτώμα, να μαθαίνεις. Σε κάθε περίπτωση πιστεύω ότι η θέση του ελληνικού οργανωμένου εγκλήματος στο παγκόσμιο Ακαθάριστο Εγκληματικό Προϊόν είναι ευθέως ανάλογη με το γενικό επίπεδο ανάπτυξης της χώρας και τη δοσμένη κάθε φορά θέση της στον παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.

Τελικά «ο καπιταλισμός ριζοσπαστικοποιεί το έγκλημα», όπως έγραψε και ο Μαρξ, στο Εγκώμιο του Εγκλήματος;

Διαρκώς. Η συμβιωτική σχέση του οργανωμένου εγκλήματος με το πολιτικό σύστημα, τους κρατικούς μηχανισμούς, τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, τις μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις πρωτίστως, ενέχει στον καπιταλισμό θέση προπατορικού αμαρτήματος, είναι για αυτόν ικανή και αναγκαία παραγωγική συνθήκη. Η επιτάχυνση δε των πάντων, λόγω των νέων τεχνολογιών, κάνει πλέον αυτή την ενδοσυστημική  αλληλοτροφοδότησή τους σχεδόν ακαριαία. 

Είμαστε ακόμα στην αρχή, αλλά πιστεύω  ότι πολύ γρήγορα η Τεχνητή Νοημοσύνη θα προκαλέσει μια άνευ προηγουμένου έξαρση των πάσης φύσεως εγκληματικών επινοήσεων, με σκοπό την ταχύτερη συσσώρευση μαύρου πλούτου, ο οποίος μάλιστα θα μπουγαδιάζεται πιο γρήγορα και πιο ευέλικτα· χωρίς την ανάγκη διαμεσολάβησης των έτσι κι αλλιώς αμαρτωλών επίσημων κρατικών και ιδιωτικών χρηματοπιστωτικών θεσμών.

Έχω δε και την αναπόδεικτη βεβαιότητα  ότι σε αυτή την έξαρση οι καθεστωτικοί μηχανισμοί δίωξης του εγκλήματος θα αργήσουν πολύ περισσότερο από ό,τι άλλοτε να αναβαθμίσουν τις αναγκαίες διωκτικές δυνατότητές τους, μέχρι του σημείου να επέλθει ένα νέο επίπεδο σχετικής ισορροπίας μεταξύ «μαύρου»,  «λευκού» και «γκρίζου» πλούτου. Στο μεσοδιάστημα δε, χωρίς να βάζουμε στην εξίσωση την εξέλιξη των υφιστάμενων και των μελλοντικών πολέμων, που από τη φύση τους συνιστούν αχανείς τόπους εγκλήματος, πιστεύω ότι θα δούμε μια νέα, άνευ προηγουμένου έκρηξη των κοινωνικών ανισοτήτων. Πράγμα που σημαίνει πολλαπλασιαστική εκτίναξη του πάσης φύσεως και επινόησης εγκλήματος.

Το  Ω , τι μέρες κι αυτές !, μαζί με το Άκου , πτώμα, να μαθαίνεις (2017) και το Η εκδίκηση του Ναζωραίου (2019), αποτελούν την επονομαζόμενη Τριλογία της διαφθοράς. Προφανώς είναι διάχυτη στο πλέγμα πολιτικής εξουσίας και οικονομικών συμφερόντων στην ελληνική και παγκόσμια πραγματικότητα. Ποια ήταν όμως τα επιμέρους χαρακτηριστικά της που θέλατε κυρίως να υπογραμμίσετε;

Αρχικά να πω ότι πρόκειται για τρία αυτοτελή μυθιστορήματα τα οποία δεν προϋποθέτουν τη διαδοχική ανάγνωσή τους, με τη σειρά που εκδόθηκαν.  Τα κοινά στοιχεία που υπάρχουν σε αυτά συνηγορούν στο ότι και τα τρία συγκροτούν μια μυθιστορηματική τριλογία με κοινή θεματική. Τα αναφέρω λεπτομερώς στο Επίμετρο. Ενδεικτικά αναφέρω εδώ ότι οι υποθέσεις τους αντλούνται από την πανταχού παρούσα διαφθορά, επιδοτούμενη και χορηγούμενη, χωρίς την οποία δεν μπορεί να λειτουργήσει το σύστημα.

Και στα τρία η πλοκή δομείται πάνω σε ίντριγκες-λαβύρινθους, που στήνονται με σκοπό την κατάκτηση πλούτου και εξουσίας και η αφηγηματική τεχνική τους  αποσκοπεί στο να προσδώσει την εντύπωση ότι, όσο εξελίσσεται η υπόθεση, τίποτα, τελικά, δεν θα είναι όπως αρχικά φαινόταν ότι θα ήταν. Σε κανένα δεν υπάρχει τελεσίδικη εξιχνίαση, με τη στενή, αστυνομική και δικαστική έννοια του όρου, όπου, στο τέλος, οι εγκληματίες πληρώνουν το δίκαιο τίμημα για τα εγκλήματά τους. Είναι, δηλαδή, ανοιχτού τέλους.  Επίσης, σε όλα τους υπάρχει η εισαγωγική προειδοποίηση: «Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις δεν είναι και εντελώς συμπωματική».

«Πολλές φορές είσαι αναγκασμένος να υπηρετήσεις το σωστό με βρόμικα μέσα», γράφετε. Επιτρέπεται, κατά τη γνώμη σας, η κατάχρηση εξουσίας για καλό σκοπό ή αντίθετα πρέπει να υπάρχουν απαραβίαστα ηθικά όρια;

Ο Βάρδας δεν είναι βρόμικος Χάρι Κάλαχαν. Δεν παίρνει τον νόμο στα χέρια του κατ’ αυτό τον τρόπο. Ο  Βάρδας δεν κινείται σε ηθικά γκρίζες ζώνες για να εξυπηρετήσει με το αζημίωτο τους πάνω. Η ανυπάκουη ηθική του βασίζεται στην προσωπική του αίσθηση δικαιοσύνης. Επειδή ξέρει από τα μέσα πως λειτουργεί το σύστημα, κάνει αντι-κατάχρηση εξουσίας. Όταν αποφασίζει να παραβιάσει κανονισμούς και διαδικασίες, που άλλωστε ποτέ σχεδόν δεν εφαρμόζονται στην πράξη, το κάνει γι’ αυτούς που δεν έχουν τα μέσα να διεκδικήσουν το δίκιο που τους αναλογεί, κι ας μην είναι, με τη στενή έννοια, και εντελώς αθώοι.

Και στα άλλα δύο μυθιστορήματα της τριλογίας οι πρωταγωνιστές εξαναγκάζονται στην αυτοδικία από τις περιστάσεις. Θυμίζω ότι έχουν διαφορετική θέση στους κρατικούς μηχανισμούς επιβολής του νόμου.  Στο Άκου, πτώμα, να μαθαίνεις είναι ένας αριστερόστροφος καταθλιπτικός εισαγγελέας και στο Η εκδίκηση του Ναζωραίου ένας τίμιος υπαστυνόμος του «Ανθρωποκτονιών» που θεωρεί τον εαυτό του μέτριο και ένας αποδιοπομπαίος κατάσκοπος, που για δεκαετίας υπηρέτησε τα πιο σκοτεινά κέντρα εξουσίας.  

Και αυτοί έχουν ηθικά διλήμματα  και υιοθετούν την αυτοδικία, γιατί ξέρουν πώς λειτουργεί το σύστημα, χωρίς να έχουν αυταπάτες. Ξέρουν ότι δεν είναι οι έτσι κι αλλιώς περιορισμένες δυνατότητες της αυτοδικίας που διαβρώνουν το πανταχού αόρατο για τους κάτω «κράτος δικαίου», την όσο δεν παίρνει υποκριτική «συνοχή της κοινωνίας» και όλες τις υπόλοιπες εντέχνως αταξικές, αφηρημένες έννοιες που διαπραγματεύεται αενάως η εθελοτυφλούσα καπιταλιστική φιλοσοφία του δικαίου. Είναι το χάσμα των ταξικών ανισοτήτων και η αχαλίνωτη διαφθορά των πάνω  που προκαλεί την αυτοδικία, πότε ως στοιχειώδη προσωπική άμυνα και πότε ως πράξη απόγνωσης.

Και στα τρία μυθιστορήματα κανείς στο τέλος δεν λυτρώνεται από κανενός είδους ηθική δικαίωση. Όπως σημειώνω και στο Επίμετρο, «οι όποιες νίκες του Καλού που προκαλεί η δράση τους, είναι από αυτές οι οποίες κρατούν όσο το αναβόσβημα ενός ασθενικού προβολέα: μια παρένθεση θολού φωτός, που φανερώνει στιγμιαία βρόμικα σωματίδια της διαφθοράς να αιωρούνται, χωρίς να κατακάθονται ποτέ. Οι ρωγμές που ανοίγουν είναι από αυτές που εύκολα σοβαντίζονται, μέσω της αποσιώπησης ή της παραπειστικής αμφισβήτησής τους από το κυρίαρχο μιντιακό σύστημα».

Θα μας Πείτε μας δύο λόγια και για το βιβλίο σας τα κείμενα που επιμεληθήκατε για την ανθολογία Πολυτεχνείο 1973. Το αίμα το αδικαίωτο ποτέ δεν ησυχάζει. Τι προσπαθήσατε να αναδείξετε με αυτά τα ντοκουμέντα, σε ό,τι αφορά ειδικά τις «άγνωστες» πλευρές του Συμβάντος (το Συμβάν με όρους Αλαίν Μπαντιού); Αν δεν κάνω λάθος, έχετε βιωματική σχέση με την Εξέγερση του Πολυτεχνείου;

Ενώ δούλευα με τις δύο ιστορίες του Ω, τι μέρες κι αυτές!, τον Φεβρουάριο του 2018 ξεκίνησα την αναζήτηση πραγματολογικού υλικού, με σκοπό την απώτερη συγγραφή ενός διηγήματος ή, το πολύ, μιας νουβέλας με τίτλο εργασίας Τι ήταν η ληστεία της τράπεζας μπροστά στους τόσους φόνους. Θα βασιζόταν σε ένα πραγματικό γεγονός: στην πρώτη ληστεία που έκανε ο Θόδωρος Βενάρδος την Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 1973, ημέρα κορύφωσης της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου, σε ένα υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας, μεταμφιεσμένος σε καθολικό παπά. Την επόμενη μέρα η ληστεία δέσποζε στα πρωτοσέλιδα και στις μέσα σελίδες όλων των εφημερίδων, μαζί με την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο, τους πρώτους νεκρούς, τους τραυματίες και τους συλληφθέντες της εξέγερσης. Για λόγους που παραθέτω στην εισαγωγή του βιβλίου, δούλεψα αρχικά με το υλικό των επίσημων και ανεπίσημων πρακτικών της δίκης, με σκοπό να αναδείξω, πρωτίστως, τις ξεχασμένες καταθέσεις των άγνωστων στην πλειονότητά τους τραυματιών και των συγγενών των νεκρών της εξέγερσης, που κατέθεσαν στις δυο δίκες που έγιναν.  Όταν στην πορεία μου παραχωρήθηκαν –το πως και από ποιον το αναφέρω κι αυτό στην εισαγωγή– τα έγγραφα του «Φακέλου 650», με πληροφορίες για τους μέχρι σήμερα γνωστούς νεκρούς της εξέγερσης και τους τραυματίες στις καταστάσεις των νοσοκομείων και στις καταστάσεις της Ασφάλειας, προχώρησα στην σύνταξη του δεύτερου μέρους του βιβλίου, της στατιστικής του αίματος.  Αυτοί οι αριθμοί και μόνο αποδεικνύουν και αναδεικνύουν με τον πιο κατηγορηματικό και αδιάψευστο τρόπο την έκταση μιας  φονικής καταστολής που πήρε διαστάσεις εγκλήματος πολέμου, αλλά και εξηγούν το γιατί το ηρωικό μεγαλείο και τα μηνύματα της εξέγερσης εξακολουθούν και ανθίστανται και να παραμένουν  αναλλοίωτα στη συλλογική λαϊκή μνήμη.

Την ίδια χρονιά που εκδόθηκε το βιβλίο συνεργάστηκα με τον σκηνοθέτη Σταύρο Στάγκο ως ερευνητής σύμβουλος για το ντοκιμαντέρ του Εμείς, όχι εγώ, συμπαραγωγής Δήμου Χαλανδρίου και ΕΡΤ, το οποίο ζωντανεύει το πνεύμα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου μέσα από προσωπικές μαρτυρίες και ντοκουμέντα. Προβλήθηκε φέτος, στην επέτειο της εξέγερσης από την ΕΡΤ3 και παρέμεινε διαθέσιμο στο ΕΡΤflix μέχρι τις 15 Ιανουαρίου.

Γράφετε κάτι άλλο, αστυνομικό ή μη, αυτή την εποχή;

Μυθιστόρημα όχι. Αυτή την περίοδο ασχολούμαι με τον αστυνομικό φάκελο του συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλου.  Μου τον εμπιστεύθηκε η οικογένειά του, καθώς και όλο το  αρχείο του, με σκοπό τη συγγραφή ενός βιβλίου για τη δημιουργική και αντιστασιακή του στάση την περίοδο της δικτατορίας, το ρόλο που έπαιξε η μουσική του στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα και γενικότερα. Τίτλος εργασίας Γιάννης Μαρκόπουλος, Στο βλέφαρο του κεραυνού.

Επίσης συμμετέχω στην προσπάθεια προετοιμασίας για την εξέλιξη του Εμείς, όχι εγώ, σε μια πολύ μεγάλου μήκους ταινία, ίσως και σειράς, ώστε να αξιοποιηθεί όλο το διαθέσιμο υλικό, γνωστό και άγνωστο. Φιλοδοξία μας είναι να αφηγηθούμε ολόκληρη την ιστορία, με κάθε δυνατή λεπτομέρεια, όπως προκύπτει από διασταυρούμενα αστυνομικά και άλλα ντοκουμέντα και μαρτυρίες άγνωστων, κυρίως, τραυματιών  και συγγενών νεκρών. Επιδίωξή μας δε είναι η χρηματοδότηση αυτής της προσπάθειας να γίνει κατά το μεγαλύτερο μέρος της από τα κάτω, με  crowdfunding.

Γνωρίζω επίσης ότι είστε ακαταπόνητος αναγνώστης. Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό; Σας έχει πραγματικά ενθουσιάσει κάτι από τις τελευταίες σας αναγνώσεις;

Από τα πιο πρόσφατα το Κορνιζωμένοι της Ιωάννας Καρυστιάνη, μια καταπληκτική νουάρ ηθογραφία, το Ο καιρός της Ανατολικογερμανίδας Τζέννυ Έρπενμπεκ, και Τα βιβλία του Ιακώβ της Όλγκα Τοκάρτσουκ.  Χθες ξεκίνησα το Ο δρόμος του Σαν Τζιοβάνι με τους αυτοβιογραφικούς στοχασμούς του Ίταλο Καλβίνο. Έχω στο πρόγραμμα τον Επίτιμο πρόξενο του Γκράχαμ Γκρην και το Εμπούσιον, το νέο βιβλίο της της Όλγκα Τοκάρτσουκ. Παράλληλα διαβάζω την πολύ  ενδιαφέρουσα μελέτη του Στρατή Μπουρνάζου Η ιστορία μιας ματαίωσης, για τον πολιτιστικό  ψυχρό πόλεμο στην Ελλάδα (1950-1967), το Επανάσταση και λογοτεχνία των Ζοζέφ Αντράς και Καουτάρ Αρσί και το Ιχνηλατώντας τα μονοπάτια του εγκεφάλου και του νου, του καθηγητή Ηλία Κούβελα, εξαιρετικό για συγγραφείς και για οποιονδήποτε θέλει να μάθει το πώς δουλεύει το ανθρώπινο μυαλό. 

 

Ιερώνυμος Λύκαρης, Ω, τι μέρες κι αυτές!

Εκδόσεις Καστανιώτη, 2024
Σελίδες: 352

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured