Αντί προλόγου, ένα εκτενές απόσπασμα από το βιβλίο, που καταδεικνύει την τεράστια σημασία που αποδίδουν στη μουσική οι πλυθησμοί της Καραϊβικής, ιδίως τα λαϊκά αφροαμερικανικά στρώματα, – και συγχρόνως μερικές από τις πιο συναρπαστικές αράδες που έχουν γραφτεί ποτέ με μουσικό ηχόχρωμα:
«Το Σάββατο του Καρναβαλιού, πιστεύοντας όχι έχει ξεπεράσει πια το θέμα με τη Σύλβια, ο Άλντρικ αποφάσισε να το ρίξει έξω στην αίθουσα συναυλιών “Η Λεγεώνα”, μαζί με τον Φίλο, τον Ρέτζι, έναν άλλον μουσικό που έπαιζε καλύψο, τον Μπομπ, και τέσσσερις jamette (σημ: γυναίκες χαμηλών ηθών στην patois ιδιόλεκτο της Καραϊβικής). Ήταν μια σπουδαία φιέστα στην οποία ήταν καλεσμένες δύο μπάντες: η Τρινιδάδ Ολ Σταρ Τιμ και η μπάντα του Νόρμαν “Τεξ” Γουίλιαμς. Οι δεύτεροι ήταν πραγματικά καυτοί. Φέτος ήταν η χρονιά τους. Απόψε ήταν η βραδιά τους: είχε έρθει η ώρα να δρέψουν τους καρπούς τους και ήταν καθόλα έτοιμοι.
Είχαν ένα γρήγορο μπιτ που δεν θύμιζε ακριβώς τον ρυθμό του καλύψο, το ύφος τους ήταν πιο ροκ-σουίνγκ, σαν μια πιο αργή μπίμποπ, κάπως σαν μουρμουριστό αλληλούια σε συνάντηση Βαπτιστών που σιγά σιγά δυνάμωνε για να σκαρφαλώσει στον άμβωνα του ιεροκήρυκα∙ έπαιρναν κλασικές μελωδίες, όπως το όνειρο της αγάπης, τα ιντερμέτζα και τις βαρκαρόλες και τις ύφαιναν στα καλύψο, χύνοντας στα σπλάχνα τους την ψυχή τους, για να σε κάνουν να χορέψεις, να ακούσεις, να κλάψεις, να προσπαθήσεις να έρθεις πιο κοντά στον εαυτό σου, να προσπαθήσεις να αγγίξεις μια άλλη εποχή και μια κοπέλα που κάποτε έβλεπες να στρίβει από τη γωνία και να κατηφορίζει τον δρόμο καμαρωτή και καθώς πρέπει, και συ φοβόσουν να της μιλήσεις, να της πεις καλημέρα, λιόνωντας από τον καημό σου αν δεν σου απαντούσε, και προσευχόσουν να την συναντήσεις σε κάποιο χορό μπας και κατάφερες να την πλησιάσεις και να της πεις “δεσποινίς, θα μου χαρίσετε αυτό τον χορό;”, αλλά τελικά δεν θα την συναντούσες ποτέ, δεν θα την έβλεπες πουθενά αλλού παρά μόνο να κατηφορίζει τον δρόμο καμαρωτή και καθώς πρέπει, και δεν θα έβρισκες ποτέ το κουράγιο να ανοίξεις το στόμα σου και να την καλημερίσεις. Αυτές οι μελωδίες θα την έφερναν πίσω σε σένα∙ κι έτσι, απόψε, θα έψαχνες να βρεις μέσα στην αίθουσα που είχε πνιγεί από τους καπνούς και θα σιγοτραγουδούσες αυτές τις μελωδίες για ώρες αφότου είχες φύγει από τον χορό, και θα θυμόσουν ξανά το κορίτσι που έστριβε από τη γωνία και δεν θα ήσουν σίγουρος ότι ήταν εκείνο το βράδυ που είχες ακούσει τους “Τεξ” Γουίλιαμς στη “Λεγεώνα”. Κι όπως θα διατυμπάνιζε αργότερα η διαφήμιση στον δίσκο τους, οι “Τεξ” βρίσκονταν σε ντελίριο. Ο Τζόι Σάμσον, ένα ψηλό αγόρι με μωρουδίστικο πρόσωπο και μακρυμάνικο πουκάμισο, έπαιζε κιθάρα∙ ο Άλβιν Αλμπίνο ήταν στο πιάνο∙ ο Νόρμαν “Τεξ” φυσούσε το σαξόφωνο σαν να ήθελε να βγάλει και την τελευταία πνοή απ’ τα πνευμόνια του∙ φυσούσε, φυσούσε, φυσούσε, οι φλέβες του πρήζονταν στον λαιμό, μια ρυτίδα σχηματιζόταν στο μέτωπό του και τα μάτια του πετάγονταν σαν να ήθελαν να βγουν από το κεφάλι του, σφίγγοντας τα χείλη του σαν να είχε φυσήξει μέσα στο σαξόφωνο όλα του τα σωθικά και του ήταν αδύνατο να το ξεκολλήσει από το στόμα του προτού τελειώσει η μελωδία γιατί αλλιώς θα έπεφτε νεκρός, καθώς όλα τα σπλάχνα του, η καρδιά, το συκώτι, τα πνευμόνια του, είχαν όλα ρουφηχτεί εντός του. Αυτή ήταν φιέστα!».
Γύρω από τη μουσική, kaiso, calypso, cadence-lypso, mento και τα ρέστα, περιστρέφονται οι βασικοί χαρακτήρες (o Άλντρικ, η Σύλβια, ο Γουρλομάτης) του μυθιστορήματος του βραβευμένου Earl Lovelace, με καταγωγή από το Τρινιδάδ και Τομπάγκο. O Lovelace γεννήθηκε το 1935, δημοσίευσε τον Δράκο το 1978 και έχει στο ενεργητικό του και άλλα σπουδαία μυθιστορήματα, όπως τα The Wine of Astonishment (1982) και Salt (1997, βραβείο Κοινοπολιτείας), που πραγματεύονται ζητήματα όπως ο ρατσισμός και οι κοινωνικές συγκρούσεις. Η περίφημη πια Bernardine Evaristo έχει πει γι’ αυτόν: «Το παράδειγμα του Lovelace είναι ασυνήθιστο ανάμεσα στους συγγραφείς της Καραϊβικής, καθώς ζει όλη του τη ζωή στο Τρινιδάδ. Οι περισσότεροι συγγραφείς (από την Καραϊβική) συνήθως φεύγουν στις ΗΠΑ ή στην Ευρώπη για να αναζητήσουν οικονομική στήριξη, και αυτό επηρεάζει την οπτική τους. Όμως αυτός παραμένει στη χώρα του, την παρατηρεί διαρκώς από κοντά και ως αποτέλεσμα η λογοτεχνία του είναι άρρηκτα δεμένη με τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στο Τρινιδάδ».
Βρισκόμαστε στην εποχή της αποικοκρατίας και οι αυτόχθονες πληθυσμοί, που έχουν συγχωνευθεί με τους σκλάβους που μεταφέρθηκαν από την Αφρική, βιώνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό (που αντικατέστησε το καθεστώς της δουλείας). Στα στέκια όπου συχνάζουν και όπου οι μπάντες ανταγωνίζονται μεταξυ τους, ρίχνεται ο σπόρος της εξέγερσης. Ο «δράκος», που δίνει τον τίτλο του στο μυθιστόρημα, είναι σύμφωνα με τις ντόπιες παραδόσεις ένα κοστούμι με συμβολική σημασία, ιδιαίτερα δημοφιλές την περίοδο του Καρναβαλιού. Φορέας του είναι ο Άλντρικ. Μόνο που στην περίπτωσή μας, ο δράκος «δεν χορεύει», αλλά ριζοσπαστικοποιείται και φτάνει ως την ένοπλη δράση.
Ο συγγραφέας λοιπόν αφηγείται την ιστορία μιας εξέγερσης που ξέσπασε στο Πορτ-οφ-Σπέιν, την πρωτεύουσα της χώρας, την εποχή της αποικιοκρατίας (των Άγγλων στο Τρινιδάδ). Η Καραϊβική εξάλλου ήταν το κατεξοχήν πεδίο όπου εκτυλίχθηκαν οι πρώτες επαναστάσεις την επαύριο της Γαλλικής, που εξέπεμψε τα κύματά της ακόμα και σε μακρινούς διαύλους, στις αρχές του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, αλλά όχι το μοναδικό, υπήρξε η Αϊτή: το 1803, μια επανάσταση μαύρων σκλάβων, υπό την ηγεσία του «μαύρου Ναπολέοντα» Toussaint Louverture, οδήγησε στην αποτίναξη του αποικιοκρατικού ζυγού και στην ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της χώρας (η πρώτη στην ιστορία της αποιοκρατίας∙ διόλου τυχαία, η Αϊτή ήταν συνάμα η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την ελληνική ανεξαρτησία όταν ξέσπασε η Επανάσταση του ’21). Το παράδειγμα της Αϊτής ακολούθησαν και άλλες νησιωτικές χώρες του Αρχιπελάγους, εδικά στις Αντίλλες, όπως η Γουαδελούπη (που όμως παρέμεινε τελικά υπό την κυριότητα των Γάλλων), η Γρανάδα και η Τζαμάικα. Το μοτίβο ήταν το εξής: μαύροι σκλάβοι καταφέρνουν και αποδρούν, κρύβονται στα τροπικά δάση, όπου συγκροτούν αυτόνομες κοινότητες και μικρές ληστρικές ομάδες που όμως είναι συγχρόνως οιωνεί επαναστατικές και διεξάγουν ανταρτοπόλεμο. Στην Τζαμάικα ονομάστηκαν Maroons (απαντούν και στην Φλόριντα των ΗΠΑ, όπου συγχωνεύτηκαν μάλιστα με τους αυτόχθονες Seminoles), ενώ σε άλλες περιοχές πήραν την ονομασία Cimarones (υπάρχει καταπληκτική roots-reggae μπάντα με το ίδιο όνομα. Βλέπε τις συλλογές της εταιρείας Soul Jazz που είναι αφιερωμένες στις ηχογραφήσεις του Studio One του Κίνγκστον). Ιστορικά,οι εξεγέρσεις αυτές, όπως συμαβαίνει και στο μυθιστόρημα του Lovelace, απείλησαν το καθεστώς, το κλόνισαν, όμως δεν κατόρθωσαν να αποτινάξουν την αποικιοκρατία στην εποχή τους∙ οι χώρες αυτές έπρεπε να περιμένουν μέχρι και τα πρώτα χρόνια μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους – οι αιτίες δεν γίνεται να αναλυθούν στην έκταση αυτού του κειμένου.
Ο Lovelace πειγράφει έξω από τα δόντια τις συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού που εξέθρεψαν την εξέγερση. Ο Λόφος, η κατεξοχήν φτωχογειτονιά στα περίχωρα του Πορτ-οφ-Σπέιν (κάτι σαν το Τρέντσταουν του Κίνγκστον, γενέτειρα του Bob Marley) αναπαριστάται σαν ένα επί γης κολαστήριο, όπου «ο ήλιος δύει στην πείνα και ανατέλλει στις λακούβες των δρόμων», όπου αναγκάζονται να διαβιούν όσοι αρνήθηκαν «να τους αλέσει ο μύλος της αποικιοκρατικής μηχανής και να τους ξεράσει σε κόκκους ζάχαρης, κακάο και ψίχα καρύδας». Εκεί ακριβώς όμως, «κάτω από τη μύτη του εχθρού», κυοφορείται η επανάσταση.
Πολύ δυνατό μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Oposito που ειδικεύονται στις «γραφές της εξεγερσης», έχοντας κυκλοφορήσει, μεταξύ άλλων, και την εγκεκριμένη βιογραφία του Υποδιοικητή Μάρκος του Nick Henck.
Earl Lovelace, Ο δράκος δεν χορεύει
Εκδ. Oposito, 2023, μτφ. Ισιδώρα Στανιμεράκη
σελ. 288