Βράδυ Παρασκευής, στην πύλη του πρώτου επίσημου τριημέρου της σεζόν. Άλλοι ετοιμάζονται να φύγουν, άλλοι έχουν φύγει ήδη, άλλοι το σκέφτονται. Όσοι θα μείνουν αναρωτιούνται αν θα αδειάσει (επιτέλους) η πόλη αυτό το Σαββατοκύριακο κι αν θα ανταμειφθούν για την απόφαση ή την ανάγκη που θα τους κρατήσει πίσω με μια αναλαμπή ποιότητας ζωής, χωρίς κίνηση, φασαρία και αμφίρροπο κυνήγι για μια θέση parking. Εν τω μεταξύ σε έναν Γαλαξία όχι και πολύ μακρινό χιλιάδες εικοσάρηδες γράφουν τα πλακάτ τους, διαλέγουν τα casual σκουρόχρωμα ρούχα τους και ετοιμάζονται να γεμίσουν ένα γήπεδο για χάρη της αγαπημένης τους μπάντας.
Δεν υπάρχουν και πολλά πέριξ του κλειστού του ΟΑΚΑ που να θυμίζουν τα συνήθη προκαταρκτικά ενός live (έστω ποπ/ροκ) – οι γονείς που κάνουν drop off τα παιδιά τους με το οικογενειακό αυτοκίνητο και το κλασικό κι αγαπημένο «Πάρε με όταν τελειώσει να έρθω να σε πάρω» την ώρα ακριβώς που κλείνει η πόρτα και οι διάδρομοι του γηπέδου να σφύζουν από τις μυρωδιές του φρέσκου ποπ κορν και των hot dogs παραπέμπουν περισσότερο σε κάποιο event σε λούνα παρκ ή σε προβολή της Marvel σε κάποιο Village multiplex. Κι όμως όλος αυτός ο κόσμος, παιδιά, γονείς, πλήθη Gen Z-ers σε ζευγάρια πιασμένα χεράκι- χεράκια, ή σε παρέες κατ’ ελάχιστον έξι ατόμων, εκπρόσωποι της Gen Alpha σε μια από τις πρώτες τους -πιθανότατα- συναυλίες, κάποιοι ξέμπαρκοι μεσήλικες από άλλο μουσικό πλανήτη που το κύμα της Παρασκευής τους ξέβρασε σε αυτή τη γωνιά του pop culture χάρτη, όλοι αυτοί έχουν έρθει να δουν συναυλία – το φαινόμενο των Cigarettes After Sex με σάρκα και οστά.
Το φαινόμενο έχει ήδη πάρει θέση στην σκηνή του κλειστού γηπέδου, κάτω απ’ τις κρεμασμένες πράσινες φανέλες του Δημήτρη Διαμαντίδη και του Φραγκίσκου Αλβέρτη και το καρουζέλ της εποποιίας του επτάστερου. Ένας χώρος άμεσα συνυφασμένος με το «εθνικό μας σπορ» και την πλούσια αν όχι ταραχώδη μπασκετική επικαιρότητα της περσινής και της τρέχουσας σεζόν επιστρατεύεται απόψε για τη φιλοξενία μιας μπάντας που έχει αναγάγει την ικανότητα να γράφει και να παίζει live τραγούδια στην απόλυτη ευθεία γραμμή του παλμογράφου στο πιο εντυπωσιακό ίσως streaming success story της μετά-Covid εποχής. Τι κι αν τα μουσικά μέσα απαξιούν για τις κυκλοφορίες του τρίου από το El Paso, τι κι αν τις βαθμολογούν στην καλύτερη περίπτωση με τη βάση, τι κι αν οι μόνες λέξεις που θα δεις να γράφονται από τους μουσικογραφιάδες για εκείνους είναι όλα τα πιθανά συνώνυμα και παράγωγα της «μονοτονίας». Οι Cigarettes After Sex μας λένε να κρατήσουμε την μπίρα τους, συνεχίζοντας ακάθεκτοι τη «φάση τους» με 25 εκατομμύρια ακροατές στο Spotify μηνιαίως και τα στάδια να γεμίζουν στο πέρασμα τους, από τη «σνομπ» Γαλλία και το Βέλγιο μέχρι το Madison Square Garden στη Νέα Υόρκη, με την Ελλάδα να είναι απλώς μία ακόμα από αυτές.
Κάπως έτσι και αυτό το βράδυ Παρασκευής – της πρώτης ημέρας ενός live διημέρου που έρχεται να επαναλάβει τον διπλό εισπρακτικό θρίαμβο των Cigarettes After Sex το καλοκαίρι του 2022 στην Τεχνόπολη -και τότε καλεσμένοι του Plisskën Festival- όταν καταλάβαμε για τα καλά ότι η μπάντα που είχαμε αφήσει το 2012 στο status του one-(sleeper)hit-wonder με το “Nothing’s Gonna Hurt You Baby” είχε καταφέρει με κάποιον μαγικό τρόπο να εξαργυρώσει τη μελαγχολία της καραντίνας προς όφελός της και να βρεθεί στο επίκεντρο του Tik Tok πάθους της νέας γενιάς. Ο Greg Gonzales χωρίς κυριολεκτικά να κάνει τίποτα πέρα από το να περνάει από τραγούδι σε τραγούδι με τη signature, απόμακρα ονειρική, φωνητική του προσέγγιση κάνει την γεμάτη νεαρόκοσμο αρένα να παραληρεί σε κάθε εναρκτήρια συγχορδία που βάζει δύσκολα ακόμα και σε όσους «μουσικάνθρωπους» παινεύονται ότι μπορούν να ξεχωρίσουν ποιο τραγούδι έρχεται επόμενο στο setlist πριν καν το μάθει/αποφασίσει η ίδια η μπάντα. «Μα πώς ξεχωρίζουν το ένα τραγούδι απ’ το άλλο» αναρωτιούνται/αναρωτιόμαστε εύλογα οι ξέμπαρκοι μεσήλικες στα πράσινα πτυσσόμενα καρεκλάκια του ΟΑΚΑ πριν ξαναβολευτούμε αναπαυτικά για να δούμε το υπόλοιπο του bedroom εφηβικού δράματος. Αγάπη κι επιθυμία, ερωτική απογοήτευση και μελαγχολία. Χιλιάδες κινητά ανάβουν στο “You ‘re All I Want”, παραμένουν (εννοείται) αναμμένα στο “Nothing’s Gonna Hurt You Baby” και η βραδιά κυλάει κάπως έτσι, από το “Sesame Syrup” στο “Cry” και από το “K.” στις απολήξεις του “Dreaming of You” και του “Apocalypse” – πάντα και αυστηρά μέσα στο γερά περιχαρακωμένο περιβάλλον εκείνης της μετέωρης, αιθέριας, ρευστής αλλά και ασώματης (με ό, τι αυτό συνεπάγεται για μια μουσική) κατάστασης μεταξύ ύπνιου και ξύπνιου, φθοράς και αφθαρσίας.
Το live θα τελειώσει, τα αυτοκίνητα των γονιών θα έρθουν να παραλάβουν τα βλαστάρια τους, άλλα παιδιά θα γυρίσουν με λεωφορείο ή ηλεκτρικό ή προαστιακό. Κάποιοι θα κάνουν σεξ, κάποιοι όχι, τσιγάρα θα ανάψουν πριν ή μετά ή ασχέτως αυτού. Οι «άσχετοι» της παρέας, οι μη μύστες, δεν θα γίνουμε ιδιαίτερα σοφότεροι περί το ειδοποιό χαρακτηριστικό που έχει εκτοξεύσει το Cigarettes After Sex project σε αυτό το υψηλό δημοφιλίας της νέας εποχής. Ίσως όμως να μην έχει και ιδιαίτερη σημασία. Έχει πάντα τη γοητεία της η μαρτυρία μιας στιγμής κατά την οποία βιώνεται ένας ιδιαίτερος δεσμός μεταξύ καλλιτέχνη και του κοινού του – ιδιαίτερος μεταξύ άλλων γιατί δεν είναι προσπελάσιμος από οποιονδήποτε εκτός του κλειστού club των πιστών του. Κι έχει πάντα ενδιαφέρον να βλέπεις ένα pop μουσικό φαινόμενο να παίρνει σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια σου. Ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνεις. Ή, ίσως, ακριβώς για αυτό.