O Colin Stetson είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις avant-garde μουσικών που χαίρουν την εκτίμηση και την αποδοχή ενός κοινού που έχει λιγότερο περίπλοκα μουσικά ένστικτα και επιθυμίες απ’ ότι προδιαθέτει το καλλιτεχνικό τους έργο. Αυτή η συνθήκη εξηγείται εύκολα τόσο από την έντονη ενασχόληση του Αμερικανοκαναδού με τη βιομηχανία του κινηματογραφικού soundtrack -με κορυφαία και πιο αναγνωρίσιμη την «τρομακτική» δουλειά του στο θρίλερ Hereditary- όσο και από τις πολλές συνεργασίες του με ονόματα της indie συνομοταξίας. Παράλληλα και συνεκδοχικά, είναι και το δικό του ηχητικό φύσημα που αποπνέει εκείνη την ατμοσφαιρικότητα που δημιουργεί γέφυρες με μεγαλύτερα κοινά και άλλα πεδία δράσης.
Συνεπώς, δεν ήταν απορίας άξιον που η σχετικά φρέσκια σκηνή στο ισόγειο του Gazarte ήταν ήδη φίσκα από την εκκίνηση του set του Jay Glass Dubs. Από τη μία αυτό ήταν ένα θετικό γεγονός για τον Δημήτρη Παπαδάτο, έτσι ώστε να κοινωνήσει την dub ambient του σε όσο το δυνατό περισσότερο κοινό, όμως δεν υπολόγισε στην παθητικότητα των θεατών που είχαν αρκετά νέα να μοιραστούν ανερυθρίαστα εκείνο το βράδυ. Για τους ενεργητικούς συμμετέχοντες, το υποδόριο σκοτάδι των βουτηγμένων στο μπάσο και στην static ομίχλη ηχοτοπίων που έπλαθε ο εγχώριος μουσικός συνέβαλαν σημαντικά στο να λειάνουν τον παράγοντα «ατμόσφαιρα» που θα βρισκόταν στο επίκεντρο του κύριου θεάματος, καθιστώντας τον ιδανικό άνοιγμα της βραδιάς. Για τους υπόλοιπους, πρέπει να ήταν απλώς ένα άκακο ηχητικό χαλί στο Σαββατιάτικο catch-up τους.
Ευτυχώς ήταν τόσο εμβυθιστική η live εμπειρία του Colin Stetson που αφόπλισε τους πάντες από οποιαδήποτε διάθεση κουβέντας, οδηγώντας σύσσωμο το κοινό σε μία κατάσταση σώματι και πνεύματι προσήλωσης προς το μυσταγωγικό θέαμα. Ο σωματώδης μουσικός εισήλθε στη σκηνή, στάθηκε στο κέντρο της, άρπαξε το «απλό» σαξόφωνό του, προετοίμασε τις αναπνοές του και άρχισε να μας βουτάει μεθοδευμένα σε μία μεθοριακή κατάσταση ύπνωσης και εγρήγορσης με το εισαγωγικό “Spindrift”. Στην επόμενη σύνθεση - το “Behind The Sky” από το φετινό του εξαιρετικό αλμπουμ με τον υπέροχο τίτλο The love it took to leave you- ο Stetson αγκάλιασε σαν πρώην παλαιστής που είναι το μπάσο σαξόφωνο ηλικίας 115 ετών και άρχισε να μονομαχεί μαζί του σωματικοποιώντας το πολεμοχαρές αίσθημα που ενέπνεαν τα φυσήματα του.
Μεταβαίνοντας προς το κύρια μέρος της τελετουργικής πράξης με τα “When We Were That What Wept For The Sea” και το ομότιτλο του φετινού του δίσκου-πόνημα φανερώθηκε πλήρως η συνταγή πίσω από την τέχνη του μυσταγωγού μουσικού: η φυσική κυκλικότητα των συνθέσεων με τις αντίστοιχες απίστευτα απαιτητικές κυκλικές αναπνοές που εφάρμοζε συντονίζονταν με μία οριοθετημένη, επαναλαμβανόμενη σαν μάντρα κίνηση εκτελώντας μία τέλεια αρμονική χορογραφία που βύθιζε το κοινό όλο και πιο έντονα σε μία κατάσταση νιρβάνα. Δεν είναι τυχαίο πως κοιτάζοντας τριγύρω μπορούσες να παρατηρήσεις αρκετό κόσμο με κλειστά τα μάτια να πραγματοποιεί συντονισμένες τροχιές γύρω από τον άξονα του, χαμένο στο σύμπαν του και άλλο με υπερδιεγερμένες αισθήσεις να συνδυάζει εικόνα από τις φοβερά ταιριαστές προβολές στο φόντο με ήχο για να φτάσει στη δική του προσωπική ζεν κατάσταση.
Με τον Stetson να επικοινωνεί μαζί μας όσο και όπως χρειάζεται για να μην χαθεί αυτή η αίσθηση προσήλωσης αλλά ούτε και να μοιάζει ως ένα απόμακρο τοτέμ, περάσαμε στο τελευταίο στάδιο όπου πλέον μπορούσε κανείς να κόψει την ένταση και την ανυπομονησία στον αέρα με μαχαίρι. Το 20λεπτο και βάλε “Strike Your Forge and Grin” που ακολούθησε είναι μία από τις πιο οριακές live εμπειρίες που έχω βιώσει ποτέ στη ζωή μου: πατώντας πάνω στα drone, μεταλλικά στοιχεία των ηχογραφημένων μερών, ο Stetson κατάφερε να εγείρει μία μακάβρια, doomy ατμόσφαιρα σπρώχνοντας μας τώρα που μας είχε ναρκωμένους στο έρεβος. Είναι ένα υπερβατικό, εξωσωματικό βίωμα που συγγενεύει ως αίσθηση με ένα live των Swans, όπου τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα που καταφθάνουν μέσα από παραμορφωμένο θόρυβο γίνονται θεόρατα τέρατα με τα οποία παλεύει μουσικός και κοινό σε ανατριχιαστικό συγχρονισμό.
Βρίσκοντας το δρόμο έξω από το Gazarte δεν ήθελα να μιλήσω σε άνθρωπο, να ακούσω μουσική για την επόμενη ώρα, να αλληλεπιδράσω με κανένα ερέθισμα, παρά να παρατείνω αυτο το συναίσθημα που μόνο οι βαθιά πνευματικές εμπειρίες μπορούν να επιφέρουν στο δρόμο προς την συνειδητοποίηση, την μεταμόρφωση, τη γνώση.