Ανέκαθεν με γοήτευε το χάρισμα ορισμένων ανθρώπων που έχουν την ικανότητα να μπαίνουν σε έναν χώρο και με την αύρα τους και μόνο να καταφέρνουν να τον αλλάζουν. Η Anna B Savage είναι μία τέτοια περίπτωση: με το που πάτησε το πόδι της στη σκηνή του Temple ο αέρας έμοιαζε διαφορετικός και το λιγοστό κοινό συντονίστηκε στη δική της συχνότητα σαν από μάγια. Μέσα σε αυτό το πυκνό και άκρως συναισθηματικό κλίμα κύλησε ολόκληρη η εμφάνιση της ανελισσόμενης μουσικού, η οποία κατάφερε μόνη της να γεμίσει τον χώρο πολύ περισσότερο απ’ ότι προσπαθούν να το κάνουν μπάντες ολόκληρες.
Λίγο νωρίτερα εμφανίστηκε πρώτη η σχετικά νεοσύστατη τετράδα των Moon Moth η οποία συναποτελείται από μέλη που προέρχονται από άλλες, πολύ αξιόλογες μπάντες της εγχώριας σκηνής. Το δικό της ηχητικό μείγμα βασίζεται στην σκοτεινή ατμόσφαιρα που δημιουργείται από τα ψυχεδελικά πλήκτρα, την κλασική κιθάρα, τα μίνιμαλ drums και τα γυναικεία φωνητικά σαν ψαλμωδίες, το οποίο όπως το παρουσίασαν το βράδυ του Σαββάτου έχει σίγουρα ενδιαφέρον ως κατεύθυνση, αλλά χρειάζεται ακόμη δουλειά στο συνθετικό επίπεδο για να μπορεί να ξεχωρίσει.
“I want to be alone, I’m happy on my own”
Αυτό ομολόγησε τραγουδιστά η Anna B Savage περίπου στα μισά στου set της στο ομότιτλο του δεύτερου άλμπουμ της τραγούδι in|FLUX και είναι μία φράση-κλειδί για να καταλάβει κανείς πολλά για το που πηγάζει η μουσική της δύναμη. Μόνη της, στα κόκκινα, με πλεξίδες και αθλητικά παπούτσια, μία ηλεκτροακουστική κιθάρα και ένα pad για να παίζει τα προηχογραφημένα μέρη του live, στάθηκε στη σκηνή τόσο γεμάτη αυτοπεποίθηση όσο και εύθραυστη, παλεύοντας βιωματικά με τραγούδια από τις δύο πρώτες της κυκλοφορίες. Όσο τραγουδούσε ιστορίες πόθου για περισσότερα (“Hungry”), χαραγμένων αναμνήσεων από παλιούς εραστές (“Pavlov’s Dog”) και πρώην που επιμένουν να επιστρέφουν σαν φαντάσματα (“Ghost”), φαινόταν διάφανη, σε απόλυτη επαφή με τα συναισθήματα της και τον τρόπο που αυτά μπορούν να εκφραστούν σε τέχνη.
Η Βρετανίδα μουσικός χώρισε το set της σε τρία νοητά μέρη: το πρώτο και το τελευταίο ήταν τα «ήσυχα» επικοινωνώντας μόνο με τη δύναμη της συγκλονιστικής φωνής της και στο ενδιάμεσο - που ονόμασε “movement part” - έδωσε πράγματι περισσότερες αφορμές στα σώματα να κινηθούν ανεπαίσθητα μέσα από το συνδυασμό των ηχογραφημένων κομματιών και του δικού της live παιξίματος. Τα μικρά παιχτικά λαθάκια και τεχνικές αστοχίες όχι μόνο δεν ενόχλησαν, αλλά ίσα ίσα έκαναν το set ακόμη πιο αληθινό, σε αρμονία με την απόλυτα προσιτή, αυθεντική, ανθρώπινη άρα και ατελή, παρουσία της Anna B Savage, η οποία δεν σταματούσε να κάνει αβίαστα χιούμορ και να αυτοσαρκάζεται, συνδεόμενη συνεχώς με το κοινό.
Εν τέλει, μετά από μία ώρα και κάτι, έκλεισε την εμφάνισή της απολύτως ταιριαστά με το (εμπνευσμένο από το ομότιτλο ποίημα της Wendy Cope) “The Orange”, έναν ύμνο στο τι σημαίνει να τα έχεις βρει με τον εαυτό σου, να έχεις μάθει να τον αγαπάς και να σου είναι αρκετός. Η Anna B Savage έφυγε από τη σκηνή και η αίσθηση που άφησε πίσω ήταν αυτή ενός έντονου session μουσικοψυχοθεραπείας στο οποίο όλοι ήταν συμμέτοχοι. Είναι από εκείνα τα live από τα οποία φεύγεις διαφορετικός.
Διαβάστε επίσης:
Η Anna B Savage την έχει κάνει την ψυχανάλυσή της, μέσω της μουσικής της τώρα μπορείτε να την κάνετε και εσείς