Koyaanisqatsi: Life out of balance
Ko.yaa.nis.qatsi στην γλώσσα των ιθαγενών Χόπι, σημαίνει
- Τρελή ζωή.
- Ζωή σε αναταραχή.
- Η ζωή που διαλύεται.
- Μια κατάσταση ζωής που απαιτεί έναν άλλο τρόπο ζωής.
- Ζωή εκτός ισορροπίας, σε ηθική πτώση, χάος.
«Ο μανιερισμός είναι ένα ύφος και όχι έλλειψη σε τεχνική ή σε αισθητική ηθική» κατέληγε ο μουσικολόγος Καρλ Νταλχάους στην Αισθητική της Μουσικής (2000, μτφρ. Α. Οικονόμου, εκδ. Στάχυ), ενώ στο ίδιο επιλογικό κεφάλαιο του βιβλίου του σημείωνε «Και στην κριτική, όπως και στην τέχνη, δεν είναι το καθετί δυνατό σε όλες τις εποχές. Το ότι για μερικές ανακαλύψεις προηγούμενων αιώνων θα είμαστε ανίκανοι, δεν αποκλείει, παρ’ όλ’ αυτά, το ότι μπορούμε να συγκρατήσουμε αυτό που επιτεύχθηκε κάποτε. Δε χρειάζεται να συμμεριζόμαστε τις προϋποθέσεις περασμένων εποχών και να τιμούμε τα είδωλά τους, προκειμένου να μπορούμε να συμμετάσχουμε στις απόψεις οι οποίες πρόεκυψαν απ’ αυτές.»
Ας κρατήσουμε τα δύο παραπάνω σημεία για τη συνέχεια, κι ας αναλογιστούμε πώς άραγε ένας θεατής που πρωτοβλέπει και πρωτακούει το πρώτο μέρος της τριλογίας Qatsi, είτε είναι 6 ετών είτε 36, προσλαμβάνει αισθητικά το έργο των Philip Glass και Godfrey Reggio. Μετά το πέρας της παράστασης στο Ηρώδειο, όπου τo soundtrack της ταινίας ερμήνευσε το Philip Glass Ensemble, υπό τη διεύθυνση του Michael Riesman, με τη συμμετοχή της Academia Athens Youth Choir υπό τη διεύθυνση του Νίκου Μαλιάρα, το ερώτημα που ταλάνιζε τους περισσότερους, παρέμενε ουσιαστικά το ίδιο που είχε τεθεί πριν την έναρξη του “installation”. Υπάρχει πια παραλήπτης για το μήνυμα του Koyaanisqatsi, τι προσδοκούσε κάποιος που βρισκόταν εκεί (αντί των εν παραδείγματι Idles που κατά τα λεγόμενα σάρωναν σε ένα παράλληλο σύμπαν), πόσο επιβλητικό, διανοουμενίστικα μονότονο, πρωτοποριακά μινιμαλιστικό ή … (συμπληρώστε εσείς), καθοριστικό μπορεί να είναι το φιλμ, η μουσική και τελικά η καλλιτεχνική ολότητα αυτού, εν έτει 2023;
Η φωτογραφία δρόμου, το time-lapse, το μοντάζ ως μέσο σύζευξης με τη μουσική, μα και ως μανιφέστο αντιθέσεων, η γραμμή παραγωγής των λουκάνικων, οι άνθρωποι σε ρυθμούς μυρμηγκιών, η ατομική βόμβα, το Boeing 747, οι αυτοκινητόδρομοι του L.A., η ανάγνωση περί κλιματικής αλλαγής, κι όλα όσα έχετε διαβάσει ως bullet points μέσα στα χρόνια, ή έστω λίγο πριν τη σαββατιάτικη performance, ερμηνεύονται πλέον ως μια αλληγορία διαχρονικά επίκαιρη, μα κι άλλοτε ως παρωχημένο κράμα εικόνων, τετριμμένο για ένα νεανικό μάτι που έχει εμπεδωμένες ως «κανονικές» τούτες τις εικόνες «εκσυγχρονισμού» του κόσμου, τούτα τα καρέ που περιδιαβαίνουν ένα mainstream video clip ή μια διαφήμιση «κοινωνικής ευθύνης». Τι κι αν οι Χόπι προφητείες είναι εδώ, το τι τελικά επιλέγει να ερμηνεύσει σήμερα ο κάθε θεατής από την οπτική εμπειρία των εικόνων τού Reggio, πιθανότατα είναι λιγότερο δεσμευτικό απ’ ότι το 1983. Επόμενο θα σκεφτεί κανείς, όταν το «Jacques Ellul, Ivan Illich, David Monongye, Guy Debord και Leopold Kohr» όχημα έμπνευσης αυτών, μοιραία παραλλάχθηκε από τη ροή των πραγμάτων.
Μα εκεί που τα πηγαδάκια φλυαρούν ανεξάντλητα για την εικόνα, ενώ δεν έχει κοπάσει ακόμη η κλιμάκωση του “The Grid”, η κουβέντα για το soundtrack (της πλήρους διάρκειας, της ζωντανής εκτέλεσης) καταλήγει σε ένα και μόνο. Υποδειγματικά αυτόνομο, άρτια εκτελεσμένο από το Philip Glass Ensemble, «αυτό που κάποτε επιτεύχθηκε» για να επιστρέψουμε και στον πρόλογο, αυτά τα επαναλαμβανόμενα υπερβατικά μοτίβα διατυπώθηκαν με έναν τρόπο «απαραβίαστο» από κρίσεις. Μια «μανιέρα», ένα ύφος που όρισε νέους δρόμους στην καριέρα του Glass, στην κινηματογραφική μουσική ευρύτερα.
«Η τέχνη δεν έχει εγγενές νόημα. Δίνει ερεθίσματα στο θεατή να βρει το δικό του νόημα, τη δική του αξία. Ο ρόλος της ταινίας είναι να προκαλεί, να θέτει ερωτήματα που μόνο το κοινό μπορεί να απαντήσει. Αυτή είναι η υψηλότερη αξία κάθε έργου τέχνης, όχι προκαθορισμένο νόημα, αλλά νόημα που προέρχεται από την εμπειρία της συνάντησης. Η συνάντηση είναι το ενδιαφέρον μου, όχι το νόημα. Έτσι, με την έννοια της τέχνης, η έννοια του Koyaanisqatsi είναι ότι θέλετε να κάνετε από αυτό. Αυτή είναι η δύναμή του.» σχολιάζει ο Glass. Τελικά αν κρίνουμε από τα πηγαδάκια, ακόμη και σε όσους ψιθύριζαν «Να ο Φίλιππος» ενόσω έβλεπαν τον Michael Riesman να επιστρέφει για το μεγάλο χειροκρότημα, η συνάντηση με το όλον Koyaanisqatsi, για όποιον επιλέξει να σταθεί στο διάβα του, παραμένει αναπόφευκτη.