Η συνάντηση του εγχώριου κοινού με τους Idles είχε πάρει πολλές αναβολές τα τελευταία χρόνια. Όπως μας αποκάλυψε και ο κιθαρίστας του γκρουπ, Mark Bowen, είχε γίνει μέχρι και αστειάκι μεταξύ τους η υπόθεση “live στην Αθήνα”, μιας και κάθε φορά που κανονιζόταν να έρθουν στη χώρα μας κάτι συνέβαινε και η συναυλία ακυρωνόταν. Αυτή την φορά, όμως, όλα κύλησαν αισίως και γίναμε επιτέλους μάρτυρες αυτού του περιβόητου show που δικαίως έχει πάρει μυθικές διαστάσεις από το ψηφιακό στόμα σε στόμα των πιστών φίλων τους ανά την υφήλιο, αλλά και όχι μόνο. Σε έναν χώρο που έχει συνδεθεί κυρίως με το έντεχνο τραγούδι, ο Joe Talbot και η παρέα του δεν έδωσαν απλώς ένα φανταστικό live, αλλά ίσως την σπουδαιότερη, κιθαριστική εμφάνιση ροκ γκρουπ που έχουμε απολαύσει τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας: λυσσαλέα ροή που είχε μηδαμινά κενά, μεταδοτική ενέργεια που πλημμύριζε κάθε γωνιά και, κυρίως, ουσιαστική επικοινωνία με το κοινό - πνεύμα και σώμα - καλώντας το να βγει νοκ άουτ στα pits μέσα σε μία κατάσταση απόλυτης φρενίτιδας και απογειωμένης τεστοστερόνης.
Η καθηλωτική συναυλία των Βρετανών δεν θα αφήσει ιδιαίτερα περιθώρια στη μνήμη για να συγκρατήσει και πολλά απ’ όσα προηγήθηκαν, αλλά αυτό δεν σημαίνει οτι δεν είχαν ενδιαφέρον κάποια από αυτά. Ενώ ο ήλιος δεν είχε δύσει ακόμη, το coldwave ντούο των Ultra Sunn από τις Βρυξέλλες άρχισε να επιδεικνύει τις σκοτεινές, ηλεκτρονικές του προθέσεις μπροστά στο απελπιστικά λίγο κοινό της κεντρικής σκηνής. Η αλήθεια είναι πως η επιλογή να ανοίξουν το συναυλιακό μενού ήταν κάπως παράδοξη καθώς παρά τις ξεσηκωτικές συνθέσεις, ο ήχος τους παραπέμπει στις μικρές ώρες της ημέρας παρά σε απογευματινό act. Σε κάθε περίπτωση αγνόησαν την άδεια πλατεία και απόλαυσαν το live τους, φέροντας αρκετά στο μυαλό τους Boy Harsher. Λίγο αργότερα και μερικά μέτρα μακριά, στο μικρό θεατράκι Άννα Συνοδινού, ο Tom Falle ως Rhumba Club είχε ξεκινήσει την δική του ρετροφουτουριστική περφόρμανς, παίζοντας synth-pop κομμάτια που παρέπεμπαν αισθητικά στα ύστερα της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές αυτής του 1980. Η τσαχπίνικη, ηλεκτρονική του pop έχει αξιώσεις και έγινε αποδεκτή με θέρμη από το λιγοστό κοινό, αλλά δεν μας χάρισε αρκετούς λόγους για να την αναζητήσουμε μετά το πέρας της εμφάνισης του.
Και ενώ περισσότερο κοινό είχε αρχίσει να καταφθάνει, κάνοντας και μία πρώτη στάση στα κυλικεία για ασυνήθιστα φτηνή μπύρα (συγκαταλέγεται στα θετικά της βραδιάς), το τρίο των Grandmas House ανέβηκε στη σκηνή, κερδίζοντας γρήγορα την προσοχή του κοινού με το αβίαστο coolness, τα εθιστικά riffs και, κυρίως, τα τραχιά φωνητικά της frontwoman που ξεχωρίζουν εντυπωσιακά ως σήμα κατατεθέν. Η μπάντα από το Bristol - την πόλη από την οποία έρχονται και οι Idles - θεωρείται ένα από τα ανερχόμενα ονόματα του σκληροτράχηλου indie rock ήχου και πράγματι μέσα στα 45 λεπτά της εμφάνισης του, έπεισε με tracks όπως το “Always Happy” και “Body” πως δεν πρόκειται για ακόμη ένα όνομα της σειράς, μα μία νέα, υπολογίσιμη δύναμη σε αυτό το κουρασμένο είδος . Εξίσου θετικές εντυπώσεις άφησε και η queer electroclash/ hip-hop πρόζα του Cakes Da Killa στην μικρή σκηνή, την οποία μετέτρεψε σε ένα υπόγειο, queer club της Νέας Υόρκης. Στην αρχή το θέαμα ήταν κάπως σουρεάλ, καθώς ενώ ο ίδιος έκανε πασαρέλα στο stage με ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι σαν ντίβα ντυμένη σε χρώματα στρατιωτικής παραλλαγής και ο MC έχωνε τα bangers του, το μισό κοινό καθόταν στις κερκίδες σα να παρακολουθούσε θεατρική παράσταση και το άλλο μισό χόρευε. Κάποια στιγμή το σκηνικό άλλαξε, όλο και περισσότεροι κατέβηκαν κάτω για χορό, με τον Αμερικάνο να κάνει τα αστεία του («Η μόνη ξένη γλώσσα που ξέρω είναι ο σαρκασμός») και να μεταδίδει την πηγαία ενέργεια του στο κοινό.
Στον αντίποδα, το live της Alice Glass στην κεντρική σκηνή ήταν μακράν η μεγαλύτερη απογοήτευση της πρώτης μέρας. Το κάποτε έτερο ήμισυ των Crystal Castles, περιφερόταν μόνο του άσκοπα στη σκηνή σαν ένα κακοφτιαγμένο άβαταρ ουρλιάζοντας εκνευριστικά σε μία ατυχή προσπάθεια να παντρέψει ως act την εξωγήινη περσόνα της Grimes με την επί σκηνής εκρηκτικότητα της Billie Eilish και όλα αυτά με μία φουτουριστική, industrial ηχητική αισθητική. Δυστυχώς, το όλο θέαμα έφτανε στα όρια της παρωδίας, με την πλειονότητα του κοινού να στέκεται κάπως άβολα απέναντι σε αυτό που παρακολοθούσε. Εν τω μεταξύ, με το πρόγραμμα να πηγαίνει ρολόι, ο Mazoha έκανε τα γνωστά, δικά του κόλπα στην Republic σκηνή: “Pop 81”, “Αρρενωτίποτα”, “ΠΡΤΘΛΤΣ” έγιναν για ακόμη μία φορά σύνθημα στα χείλη του σκληροπυρηνικού του κοινού με τους στίχους να αιωρούνται σαν υπότιτλοι μίας ολόκληρης εποχής. Από τα αμέτρητα live που έχει δώσει ο Τζίμης Πολιούδης, αυτό πρέπει να ήταν ένα από τα πιο σημαντικά, κάτι που μοιράστηκε μαζί μας από την αρχή («Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ ρε μ*κες! δεν το πιστεύω ότι θα δούμε τους Idles!»). Μας προετοίμασε όπως έπρεπε και μας παρέδωσε ζεστούς κατευθείαν στο έλεος των Βρετανών.
Πλέον με όλο το κοινό να έχει συγκεντρωθεί στην κεντρική σκηνή για τους Idles, η καταμέτρηση κεφαλών έδειξε πως αυτό θα έπρεπε να ήταν ένα από τα πιο ολιγοπληθή live που δίνουν οι Βρετανοί τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον από τότε που η φήμη τους εκτοξεύθηκε για τα καλά. Κανένα πρόβλημα, γιατί έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα με την -εν τέλει επιτυχημένη- απόφαση της διοργάνωσης να σπάσει σε 2 μέρες τα live τους, το κοινό είχε την ευκαιρία να γλεντήσει με τη ψυχή του χωρίς στριμωξίδια και ταλαιπωρία, αλλά με άκοπη πρόσβαση στα pits και συμμετοχή στον διάχυτο παροξυσμό, κάτι που δεν θα πρέπει να θεωρείται καθόλου δεδομένο. Με άλλα λόγια, απολαύσαμε τα φεστιβαλικά μεγαθήρια Idles του 2023 ως εμπειρία ενός μεσαίου μεγέθους venue, σα να βρισκόμαστε στη φάση ζωής του γκρουπ το 2018. Πλατειάζω, αλλά όλα αυτές οι λεπτομέρειες έχουν σημασία για να γίνει αντιληπτό γιατί ο ίδιος ο χώρος έπαιξε καταλυτικό ρόλο στο να νιώσουμε ως αίσθηση πως βρισκόμασταν σε κάποιο κολασμένο, κλειστό stage στο οποίο τα πάντα βρίσκονταν σε θερμοκρασία ανάφλεξης.
Οι Idles βγήκαν στη σκηνή ακριβώς στην ώρα τους και χωρίς πολλά πολλά άρχισαν να σετάρουν το σκηνικό χτίζοντας το “Colossus”. Στα τρία πρώτα κομμάτια ο ήχος ήταν αρκετά μπουκωμένος και αυτό έφερε κάποιες μουρμούρες από το κοινό, αλλά όλα ξεχάστηκαν πολύ γρήγορα γιατί αυτό που ακολούθησε από το μαζικό singlalong στο “Mother” και έπειτα ήταν μία ατελείωτη παρέλαση από highlights που έπρεπε να τα ζήσει κανείς για να τα νιώσει πλήρως: το “fuck the king” που ακουγόταν από το σκυμμένο κοινό - μετά από το κάλεσμα του Joe Talbot - στο “I’m Scum”, το σπαραχτικό “The Beachland Ballroom” με τα θεατρικά φώτα να πέφτουν πάνω στον σαν πληγωμένο punk crooner τραγουδιστή του γκρουπ και φυσικά το απόλυτο χάος που επικράτησε όταν ο Lee Kiernan κατέβηκε στην πλατεία στα μέσα του εκπληκτικού “Love Song” και άρχισε να συνομιλεί κιθαριστικά με τον έτερο κιθαρίστα του γκρουπ Mark Bowen, αγκαλιάζοντας το κοινό και καλώντας το να στριφογυρίζει μανιωδώς τριγύρω του, ενώ με κάποιον τρόπο πλέον όλοι τραγουδούσαμε στίχους από το “All I Want For Christmas Is You” - ναι αυτός ήταν ο βαθμός της παράνοιας. Από εκεί και πέρα όλοι βρίσκονταν σε μία κατάσταση μόνιμης μέθης, έκστασης και ακραίας αδρεναλίνης, η οποία κορυφώθηκε λίγο πριν τo τέλος με τους ύμνους “Never Fight A Man With A Perm” και “Danny Nedelko” στα οποία σημειώθηκαν τα πιο σκληρά pits της βραδιάς. Εν τω μεταξύ, ο Talbot είχε πάντα τον τρόπο του να δεσπόζει στη σκηνή: είτε κατά τη διάρκεια των κομματιών όπου επιδιδόταν σε αθλητικού τύπου εκτονώσεις, είτε με τα τρυφερά λόγια ενότητας και αγάπης που μοιράζοταν με το κοινό στις παύσεις, αποδείκνυε γιατί έχει αναδειχθεί σε μία από τις πιο εμβληματικές μορφές της σύγχρονης punk κουλτούρας.
Ενώ το φεγγάρι ιπτόταν πίσω από τα βράχια, οι Idles έκλειναν ιδανικά το live τους με το “Rottweiler” - στο οποίο ο τρελάρας Bowen τραγούδησε και Cher γιατί Idles είναι αυτοί - μέσα σε ένα κλίμα απίστευτης ευφορίας και ευγνωμοσύνης γι’ αυτό που ζήσαμε. Σε κάτι τέτοιες στιγμές είναι που η μουσική μπορεί να λειτουργήσει ως το μεγαλύτερο αντίδοτο απέναντι στις σκληρές εποχές που ζούμε, λειτουργώντας ως ένας ενωτικός κρίκος ανάμεσα στους ανθρώπους, συνδέοντας τους μεταξύ τους αλλά και με τη ζωή την ίδια. Οι Idles πέτυχαίνουν ακριβώς αυτό με τα live μετατρέποντας τα τελικά σε μία πνευματική, σχεδόν θρησκευτική εμπειρία στο βωμό της θεάς μουσικής.