Τάνια Σκραπαλιώρη: όπως όταν βλέπεις έναν παλιό γνωστό σου και διαπιστώνεις πόσο όμορφα έχει μεγαλώσει
Πόση δύναμη και ομορφιά μπορεί να βγει από μια μόνο κιθάρα και μια μόνο φωνή; Ο José González φαίνεται να έχει μια από τις καλύτερες απαντήσεις που κυκλοφορούν εκεί έξω και την ανανεώνει τακτικά, με κάθε ευκαιρία και εμφάνισή του στην Ελλάδα – όπως και τις γνώσεις των ελληνικών του (!), τα οποία έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι θα τα μιλήσει άπταιστα κάποια μέρα.
Ο Σουηδός τραγουδοποιός ανήκει σε αυτήν την κατηγορία καλλιτεχνών που λες και είναι κομμένοι και ραμμένοι για μαλάξεις στους νευρώνες των ταλαιπωρημένων από μία ακόμη Δευτέρα ακροατών – και αυτό ακριβώς έκανε σε αυτήν την περίπτωση με την ήρεμη και γλυκιά δυναμή του από τη σκηνή της εντυπωσιακής «μικρής» αίθουσας της Λυρικής Σκηνής στο ΚΠΙΣΝ. Σε έναν χώρο που με τις άψογες προδιαγραφές του επιβεβαίωσε με τον καλύτερο τρόπο το πόσο όμορφα και σταθερά έχει «μεγαλώσει» ο José González από τους πρώτους του δίσκους με εκείνες τις διασκευές σε Massive Attack και The Knife που σημάδεψαν τα ‘00s μας και την πρώτη φορά που τον είδαμε στο Gagarin 205 το τόσο κοντινό και τόσο μακρινό 2010.
Περιδιαβαίνοντας τη λιτή αλλά συνεκτική δισκογραφία του, με κέντρο βάρους όπως ήταν αναμενόμενο στις πρόσφατες συνθέσεις του από το Local Valley του 2021 και τους σχετικούς πειραματισμούς του με ήπια electronics, ο José González σχεδίασε και παρουσίασε μιάμιση ώρα γάργαρης ροής κιθάρας και φωνής, τραγουδώντας τις απλές και διαχρονικές ιστορίες του για τον άνθρωπο, την αγάπη και τη φύση. Έπαιξε το υπέροχο “Open Βοοk” από το Vestiges & Claws του 2015 και μας έσκασε ένα blast-from-the past φιλοδώρημα από το παρελθόν του με τους Junip. Μας λίκνισε με το όψιμο hit “Swing” και άνοιξε μια απολαυστική ανθρωπολογική διάσταση στη world αισθητική του “Killing for Love”. Προτίμησε το “Teardrop” από το “Heartbeats” και τον Nick Drake από τον Al Green. Χαιρέτησε χαμογελώντας και έφυγε σαν ένας παλιός συμπαθητικός γνωστός που κάποια στιγμή, σε κάποια άλλη παρέα θα μας ξαναπαίξει με την κιθάρα του. Μπορεί τότε να παίξει και το “Heartbeats” και να μας γλιτώσει από μια ακόμη Δευτέρα.
Εύη Χουρσανίδη: τέλειος χώρος, τέλεια εμβύθιση, τέλειο μασάζ για Δευτέρα
«Τέλειο μασάζ για Δευτέρα» λέω ψυθιριστά στην Τάνια, που κάθεται δίπλα μου. «Αυτά δε λέγαμε και στους Kings Of Convenience;» θυμάται. «Ρε ναι! Νορβηγοί, Σουηδός...» «Σκανδιναβικό μασάζ!» διαπιστώνει και λυνόμαστε στα γέλια. Εκτιμώ αφάνταστα τώρα τελευταία οτιδήποτε προσφέρει αποσυμπίεση και μαλακώνει αυχένα και ώμους, διακόπτοντας τον αέναο ρου μιας απαιτητικής καθημερινότητας, όπου η υπερπληροφόρηση φέρνει mental load, και το mental load προκαλεί συνεχή εγκεφαλική «βαβούρα». Και οι συνθήκες στο Σταύρος Νιάρχος τη Δευτέρα για να επιτευχθεί αυτή η αποσυμπίεση ήταν ιδανικές.
Σίγαση. Παύση ομιλιών. Κιθάρα και φωνή. Άνετα καθίσματα. Εκπληκτική ακουστική. Χρώματα και δέσμες φώτός. Ένα αναποδογυρισμένο δάσος στο background. Πουλάκια. Arcade σχηματισμοί που κινούνται σε λούπα βοηθώντας τη συγκέντρωση. Κλειστά κινητά. Κάποιες στιγμές, κλειστά μάτια. Τραγούδια στη σειρά. Κάποιοι στίχοι στα ισπανικά. Το "Crosses" (πόσες χιλιάδες φορές έχει παίξει στο ελληνικό ραδιόφωνο αυτό το κομμάτι). To "Line of Fire" των Junip (πάνε 10 ολόκληρα χρόνια μα θυμάμαι ακόμα όλους τους στίχους απέξω). Το "Blackbird" των Beatles. Μας βγαίνει αυθόρμητα ένα "Aaaw".
"Love, love is a verb
Love is a doing word
Fearless on my breath"
Έχω βυθιστεί στο κάθισμά μου, φωτογραφίζω εγκεφαλικά τη στιγμή. Υπάρχουν κάποια κομμάτια που με πιάνει ρίγος όταν τα ακούω live σε συναυλίες, κι αυτό είναι ένα από εκείνα. Εξάλλου η δική του εκδοχή στο "Teardrop" των Massive Attack δεν είναι απλά μία διασκευή, είναι ένα case study πάνω στο πώς πρέπει να προσεγγίζει κανείς μια διασκευή. Το backdrop γίνεται πορφυρό, η κιθάρα δυναμώνει, τελειώνει έτσι το σετ, πριν ξαναβγει για encore, το κοινό χειροκροτεί και ζητωκραυγάζει. Νιώθω τυχερή που τον είδα σε τέτοιες συνθήκες, ένα δικό του live είτε σε ανοιχτό χώρο, είτε σε ένα ορθάδικο γεμάτο κάπνα θα έχανε αφάνταστα σε ένταση και απόδοση. Είναι 22:30, βάζω το κλειδί στη μίζα του αυτοκινήτου, είμαι έτοιμη να επιστρέψω στην πραγματικότητα, μα η τσίτα που είχα όταν έφτανα στο ΚΠΙΣΝ έχει εξατμιστεί, τώρα νιώθω ήρεμη, ανέμελη και ελαφριά. Ιδανικό live για ξεκίνημα εβδομάδας.
Ευτυχία Διαμαντή: πρώτη φορά José González, πρώτη φορά Λυρική Σκηνή στο ΚΠΙΣΝ
Τη Δευτέρα 23 Ιανουαρίου βρέθηκα (για πρώτη φορά) στην Εθνική Λυρική Σκηνή που πλέον φιλοξενείται στις εγκαταστάσεις του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, για να παρακολουθήσω τη συναυλία του José González. Ο εκ Σουηδίας ορμώμενος μουσικός, μας ταξίδεψε κι άγγιξε όλες μας τις αισθήσεις, με μόνα του όπλα την κιθάρα του και τη φανταστική του χροιά, που έντυνε κάθε κομμάτι ιδανικά. Αν και δεν ακούσαμε το “Heartbeats”, κάτι που ίσως πολλοί περίμεναν καθώς αντιπροσωπεύει ένα από τα πιο φημισμένα κομμάτια του (κι ας μην είναι δικό του), δεν μπορείς σε καμία περίπτωση να κατατάξεις την indie-folk και τις συνθέσεις του J. González στην κατηγορία "one hit wonder" και τέλος.
Οι γλυκόπικρες, άλλοτε πιο δυναμικές, άλλοτε πιο αργόσυρτες κιθαριστικές γραμμές σε συνδυασμό με την τρυφερότητα της φωνής του μας χάρισαν μιάμιση ώρα γεμάτη αισθαντικές και θελκτικές μελωδίες, που μας μύησαν στη δική του πραγματικότητα, εκεί που η απλότητα της μουσικής είναι ο θεμέλιος λίθος για την άνθιση ενός μεγάλου καλλιτέχνη, εκεί που οι στίχοι ακόμα και γραμμένοι στη μητρική του γλώσσα σε κάποιες εκτελέσεις, τρυπώνουν στο νου κι εκεί όπου οι φωνητικές διακυμάνσεις «χαϊδεύουν» απαλά την ψυχή και την ακουστική σου.
Η πρώτη μου εμπειρία με το ηχόχρωμά του, ήταν πράγματι μοναδική κι ασύγκριτη. Έβλεπες έναν καλλιτέχνη να ξεπροβάλλει στο κέντρο της σκηνής, με τους προβολείς στραμμένους επάνω του κι ένιωθες πως οποιαδήποτε περαιτέρω συνοδεία ατόμων ή οργάνων θα ήταν περιττή. Ακούγεται πράγματι πολύ καλύτερος απ’ ότι στο ραδιόφωνο, κάτι που δε συναντάς συχνά. Μας έδωσε την πιο όμορφη εκδοχή του εαυτού του επί σκηνής κι εμείς την πήραμε, την αγκαλιάσαμε κι ανταποδώσαμε με το πιο ζεστό μας χειροκρότημα. Αυτή η βραδιά με έκανε να σκέφτομαι πως είναι απαραίτητο να βλέπουμε πιο συχνά τέτοιες «απλοϊκές» συναυλίες, γεμάτες ένταση και συναισθηματισμό.