Είναι κοινή παραδοχή πως η συναυλία των Brian Eno και Roger Eno στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού ήταν ήδη σημαντική για όσους θα την παρακολουθούσαν, πριν καν γίνει. Την ακολουθούσαν, άλλοτε ηθελημένα κι άλλοτε άθελά της, μια σειρά από ειδικού βάρους νοηματοδοτήσεις. Δεν ήταν πως απλώς (απλώς;) θα βλέπαμε μια τρομακτικής σημασίας μορφή που γνώρισε η μουσική τις τελευταίες δεκαετίες, σε ένα από τα ελάχιστα live που ούτως ή άλλως έχει δώσει στην καριέρα του, αλλά και πρώτο στην Ελλάδα και συνυπάρχοντας στη σκηνή με τον αδερφό του. Ήταν πως, συγκυριακά, αυτή η εμφάνιση αναμενόταν από πολλούς να βιωθεί ως ένα διάλειμμα νοητής ανακούφισης από το δυστοπικό σκηνικό στο οποίο είχε μετατραπεί η μπαρουτοκαπνισμένη χώρα τα τελευταία 24ωρα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: 100 Λεπτά Με Τους Αδερφούς Eno
Υπό αυτή την έννοια, κάποιοι είχαν πιστώσει ήδη το θέαμα ως φοβερό (και τίποτα δε θα μπορούσε να τους αλλάξει τη γνώμη). Έντονη κινητικότητα, λοιπόν, στις κερκίδες του Ηρωδείου (κι όχι μόνο απ’ τις βεντάλιες που έμοιαζαν με σμήνος πεταλούδων που προσπαθούσαν να ξορκίσουν τον καύσωνα), σε μια αναμονή που απέδειξε, τσεκαρισμένα από διάφορα μέτωπα του θεάτρου, πως ίσως και περισσότεροι από τους μισούς παρευρισκόμενους ήταν τουρίστες ή/και βρέθηκαν στην Αθήνα γι’ αυτή την εμφάνιση. Ακόμα κι αν ο Roger Eno βγαίνοντας στη σκηνή είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου πως «απόψε παίζουμε για τους θεούς», πάντως θα έπαιζαν μέχρι και για ταξιδιώτη από το ιρλανδικό Τιπερέρι, όπως επιβεβαίωσε αργότερα ο Brian Eno.
Ήταν το κατακόκκινο παντελόνι του Roger Eno αυτό που τράβηξε πρώτο το μάτι, δίνοντας μια αίσθηση «αταξίας» ανάμεσα στα αρχαία μάρμαρα, όταν τα δύο αδέρφια βγήκαν στη σκηνή. Θα έπαιρνε, συγχρόνως, πάνω του επικοινωνιακά το πρώτο κομμάτι της συναυλίας, πίσω απ’ το πιάνο του, με μια αίσθηση σχεδόν ανάγκης από πλευράς του για χιουμοριστική αποφόρτιση και «χαβαλέ» ανάμεσα στα ατμοσφαιρικά κομμάτια του Mixing Colours (χρώματα που είδαμε και κυριολεκτικά πάνω στα μάρμαρα του θεάτρου).
Μπορεί να ήταν αυτός ο φαινομενικός «περφόρμερ» στο πρώτο μισό της συναυλίας, όμως, για τους πιο παρατηρητικούς, ήταν ο Brian Eno εκείνος που δε σταμάτησε στιγμή το δικό του περφόρμινγκ. Αφήνοντας αρχικά στο προσκήνιο τον αδερφό του, λες και δε γνώριζε πως όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα με θαυμασμό πάνω του, επέμενε να είναι ο στωικός εργάτης πίσω από τα πλήκτρα και τα κουμπιά του, ο άνθρωπος του στούντιο που πάνω στη σκηνή ήθελε να δείχνει πως, για κάποια ώρα, σχεδόν αδιαφορούσε να μιλήσει ιδιαίτερα, σχεδόν τα έντονα «ελληνικά» χειροκροτήματα τον έκαναν να νιώθει συστολή.
Κόντρα, όμως, με όλα αυτά, έμοιαζε να έχει πλήρη αίσθηση της παρουσίας του στη σκηνή. Θα έπαιρνε άλλωστε σιγά-σιγά τη σκηνική «κυριαρχία» και θα φρόντιζε να δώσει στο κοινό κάτι από αυτό που ήθελε (λέγε με “By The River” από το Before And After Science ή “Everything Merges With The Night” από το Another Green World). Θα γινόταν η κεντρική φιγούρα της βραδιάς, εναρμονισμένα με το γεγονός πως, καλώς ή κακώς, όλοι είναι εκεί γι’ αυτόν. Και το ξέρει. Όταν παίρνει το μικρόφωνο, είτε για να τραγουδήσει, είτε για να παρουσιάσει τον “bro” του (δικά του λόγια), είτε τον Leo Abrahams στην κιθάρα, είτε το δεξί του χέρι στα πλήκτρα, Peter Chilvers, είτε την ανιψιά του, Cecily Eno, που ακούσαμε σε κύρια ή δεύτερα φωνητικά σε πολλά κομμάτια αλλά και στο γιουκαλίλι.
Η παρουσία της κόρης του Roger Eno στη σκηνή επισφράγιζε λίγο παραπάνω πως αυτή η βραδιά ήθελαν να ιδωθεί ως μια οικογενειακή υπόθεση, που ξεκίνησε ήδη με την κυκλοφορία του Mixing Colours. Με αποκορύφωμα την επίκληση στο συναίσθημα που έκανε ο Roger Eno προσφωνώντας φορτισμένα «Η κόρη μου», πριν την πάρει αγκαλιά. Ήθελαν ο κόσμος να μιλάει για τους «αδελφούς Eno» κι ας επιμένει αυτός αμετανόητα να μιλά για τον «Brian Eno και τον αδερφό του».
Αν κάτι, όμως, κρατάμε από αυτή την αδελφική σχέση, όπως τη ζήσαμε στο Ηρώδειο, είναι ο τρόπος που ο καθένας τους οριοθέτησε τον δικό του, αντιθετικό στον άλλο, ρόλο του επάνω στη σκηνή, σε μια, τελικά, κάπως γλυκιά ισορροπία που μαλάκωσε το δυνητικά σοβαροφανές δέος της συνθήκης με χαμόγελο. Μια σχέση που ζέστανε και χαρακτήρισε με τον τρόπο της τη βραδιά, μαζί με την αδιαμφισβήτητη μοναδικότητα της περίστασης και τη βαρύτητα του ονόματος Brian Eno.
Ακούσαμε κομμάτια από το Mixing Colours, από το παρελθόν κι από το (ακυκλοφόρητο) μέλλον, με τη στόφα του παρθενικού ως προς το άκουσμά τους ζωντανά. Ένα από αυτά κι εκείνο που έκλεισε την 80λεπτη εμφάνιση, μιλούσε για την καταστροφή του κόσμου, κάτι που ο Brian Eno συνέδεσε με τη στάχτη που έβρεξε στην πρόβα τους μια μέρα πριν, λέγοντας πως «Εδώ που γεννήθηκε ο Δυτικός Πολιτισμός ίσως και να πεθάνει».
Ως τότε, δε θα κρατάμε τόσο τι ακούσαμε σε αυτή τη συναυλία. Αλίμονο, όμως, για όποιον πει πως δε θα καυχιέται «Ήμουν κι εγώ εκεί»....