Όσοι βρεθήκαμε στον χώρο της Τεχνόπολης για την πρώτη μέρα της πανδημικής εκδοχής του Plisskën Festival ήμασταν πολύ τυχεροί γιατί συναντηθήκαμε με την ιστορία: πολύ απλά θα μπορούμε να λέμε πως ήμασταν κι εμείς μέρος μιας rock 'n’ roll συναυλίας που διακόπηκε γιατί η μπάντα δεν υπάκουσε τους νέους νόμους, θυμίζοντας παλαιότερες δεκαετίες όταν αυτός ο διαβολικός θόρυβος στα αυτιά της εξουσίας ξεσήκωνε και έβαζε λόγια στο μυαλό της νεολαίας. Όσοι ήταν υποψιασμένοι (όλοι δηλαδή) για το πόσο αδύνατη ήταν η εξίσωση La Femme live και μουσικές καρέκλες, ήξεραν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τηρηθούν τα (παράλογα, αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία) μέτρα περί καθήμενων καθ’ όλη την διάρκεια του φεστιβάλ, όμως με κάποιον μαγικό τρόπο βρεθήκαμε να γινόμαστε μάρτυρες εικόνων που μόνο κοσμογονικά γεγονότα όπως μια πανδημία θα μπορούσαν να επαναφέρουν στις ζωές μας.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Σάββατο βράδυ και η Αθήνα είχε τον αέρα μιας πόλης που έχει επουλωθεί πλήρως από τις πληγές του πρόσφατου παρελθόντος θυμίζοντας κάτι από τα παλιά. Παρέες από πιτσιρίκια που κατέβαιναν κατευθείαν από το Pride, cosplay ζευγάρια με τσάντες γεμάτες κόμικ από το Comicdom, ζωηρά μπουλούκια γάλλων τουριστών και γνωστοί-ύποπτοι συναυλιάκηδες άρχισαν να μαζεύονται σιγά σιγά όσο οι Born In Flamez ξεκινούσαν το DJ set τους (πληθυντικός, γιατί ο/η καλλιτέχνης της σκηνής προσδιορίζεται ως non binary). Και αν η λέξη “άχαρη” χαρακτηρίζει την εμφάνιση όσων δίνουν το εναρκτήριο, φεστιβαλικό λάκτισμα στις κανονικές εποχές, φανταστείτε τώρα, που το βερολινέζικης φύσεως κοπάνημα είχε ως αποδέκτες παρέες που έψαχναν τις θέσεις τους. Έτσι, τα ανατολίτικα vibes, η club ενέργεια και το πιασάρικο sample από “Bitter Sweet Symphony” των Born In Flamez αναλώθηκε ως ένα πρωτάκουστο ηχητικό χαλί, όχι τόσο για τις πρώτες παραγγελίες μπύρας, αλλά γι’ αυτές των “6 καλαμάκια χοιρινά, 3 κοτόπουλο και 2 πίτες κομμένες” στα πίσω, τραπεζωμένα, διαζώματα.
Κάπως έτσι, μέχρι να βγει η πρώτη, eurovision-ική συμμετοχή του ανεξάρτητου κρατιδίου της Κρήτης στη σκηνή (ο λόγος για τη Marina Satti), τα πράγματα είχαν κάπως ζωντανέψει στο χώρο - είχαν γεμίσει δηλαδή κι άλλες θέσεις και μερικοί ξεκίνησαν να πηγαίνουν τουαλέτα, οπότε δινόταν η αίσθηση μιας κινητικότητας. Το φαινόμενο Satti δικαιολόγησε το όνομα του, φέρνοντας, λευκοφορεμένη, μαζί με τις Φωνές και την μπάντα της, με πανηγυρικό τρόπο το ελληνικό, δημοτικό τραγούδι με μία βαλκανική ορμή στο σήμερα και μπλέκοντας το με σύγχρονη, λατίνα pop και "αισθητική Rosalia" (το clopy paste σε άλλο level) και κάνοντάς μας να νιώσουμε για πρώτη φορά πως δεν συμμετέχουμε σε μία φεστιβαλική φαρσοκωμωδία. Φυσικά, το πρόγραμμα είχε “Κούπες”, “Μάντισσα” και το τελευταίο της hit “Πάλι”, αποχαιρετώντας μας τελικά με τη διασκευή της στο “Crystalline” της Bjork, έχοντας όντως προσπαθήσει με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο να ανατρέψει αυτή την τόσο ανοργασμική συνθήκη της καθιστικής, συναυλιακής εμπειρίας.
Έχοντας πλέον νυχτώσει για τα καλά, το στιλάτο, δροσερό και σέξι synth pop show του Kid Francescoli και των κοριτσιών του, ήταν ό,τι έπρεπε γι αυτή την βραδιά αποκαλόκαιρου. Ο Γάλλος μουσικός μπορεί να βρισκόταν στο κέντρο της σκηνής, καταστρώνοντας με φινέτσα τις μελωδικές του περιπέτειες και δίνοντας την εντύπωση ενός nouvelle vague Baxter Dury που ψάχνει τη τύχη του στη Γαλλική Ριβιέρα, αλλά στο επίκεντρο της προσοχής βρισκόταν η ερμηνεύτρια/performer Andréa Durand η οποία τραγουδούσε, χόρευε, λικνιζόταν και ανεβοκατέβαινε τη σκηνή με χειμαρρώδη, ερωτική ενέργεια - χάρμα οφθαλμών που έκλεψε την παράσταση. Το κοινό έψαχνε τρόπους να κουνήσει το σώμα του κατά την διάρκεια του hit “Blow Up” και του “The Player”-στην ουρά για τις τουαλέτες ή το ποτό ας πούμε, εκεί βλέπεις επιτρεπόταν- ενώ το ατμοσφαιρικό, μεσογειακό “Moon(And It Went Like)” σκορπούσε μία νοσταλγική ευφορία. Εν τέλει, το σαραντάλεπτο set τους μας άφησε με μία αίσθηση αυθεντικής φεστιβαλικής ανεμελιάς κάνοντας μας να αποδράσουμε για λίγο από την αβάσταχτη πραγματικότητα.
Πριν οι La Femme καταλάβουν τη σκηνή, έσκαγαν στο μυαλό μου εικόνες από την προ τετραετίας θεόμουρλη εμφάνιση τους στον ίδιο χώρο και σκεφτόμουν πως μόνο στην περίπτωση που έπαιζαν unplugged εκτελέσεις των τραγουδιών τους, το νεανικό κοινό με την τόση συσσωρευμένη, καταπιεσμένη ενέργεια θα μπορούσε να μείνει βιδωμένο στη θέση του. Φυσικά, τίποτα από αυτά δεν συνέβησαν: αφού η γαλλική επτάδα έφτιαξε ατμόσφαιρα με την παραισθησιογόνα αφήγηση μιας ιστορίας στα ελληνικά (στην οποία κάπως χώρεσαν το LSD, ο Μίκης Θεοδωράκης και η Ακρόπολη), ξεκίνησαν να γκαζώνουν με το single “Cool Colorado” από το φοβερό, φετινό τους άλμπουμ Paradigmes τραγουδώντας στα αγγλικά, κράτησαν το momentum με το αγαπημένο, ever so cool, τραγούδι των fans τους “Où Va Le Monde” και μετά όλα έγιναν “Foutre Le Bordel” κυριολεκτικά (για ψάξτε τη μετάφραση), όταν το έκφυλο αγόρι, frontman της μπάντας, Marlon Magnée, ούρλιαξε “rock n’ roll is not dead”, όρμηξε μέσα στο καθισμένο πλήθος και μέχρι να επιστρέψει πίσω στη σκηνή, όλες οι πρώτες σειρές χόρευαν εκστατικά. Μετά ανέλαβε ο ίδιος την πυρόσβεση της φωτιάς που είχε βάλει, παρακαλώντας μας να καθίσουμε και δείχνοντας αστειευόμενος πως γίνεται ο χορός εν έτει 2021, κάνοντας στροφές στις καρέκλες μας.
Το show συνεχίστηκε κανονικά με την έμφαση πλέον να δίνεται στη φοβερή χημεία της μπάντας σε κομμάτια όπως τα “It’s Time To Wake Up” και “Sur La Planche” από το ντεμπούτο τους, ενώ εξέπληξαν το κοινό τραγουδώντας σε ελληνική μετάφραση την μπαλάντα “Va”. Ο ηλεκτρισμός στην ατμόσφαιρα ήταν τεταμένος και η αίσθηση πως όλα βρίσκονταν στο χείλος της απόλυτης εκτόνωσης ήταν παραπάνω από διάχυτη. Αυτό συνέβη τελικά στο επεισοδιακό και βαθιά πολιτικό-κάλεσμα “Antitaxi”: ένα μεγάλο μέρος του κοινού έτρεξε αφηνιασμένο μπροστά και ως αποτέλεσμα η παραγωγή σταμάτησε αρχικά το show, προειδοποιώντας μας πως αν δεν συμμορφωθούμε, θα αναγκάζονταν να διακόψουν οριστικά. Μετά από πολλές διαβουλεύσεις, παρακάλια της μπάντας, ρυθμικά συνθήματα της μοδός (“Μητσοτάκη γ…,.ι”) και μελωδικές ιαχές του τραγουδιού από το κοινό σαν πρόσκληση να συνεχίσουν, οι La Femme εκδιώχθηκαν από τη σκηνή στην μία ώρα της εμφάνισης τους, ευχαριστώντας και ζητώντας μας συγγνώμη με χαρακτηριστικές χειρονομίες σε ένα κλίμα ενότητας, αλλά και αμοιβαίας ξενέρας.
Όλοι οι συνδιοργανωτές της βραδιάς αντιλήφθηκαν μάλλον εκ των υστέρων το ρίσκο που πήραν με την κανονική διεξαγωγή της πρώτης ημέρας του φεστιβάλ (ενόσω γραφόταν το κείμενο αυτό, ανακοινώθηκε η αναβολή της δεύτερης ημέρας), γιατί πολύ απλά δεν το στήριξαν: θα έπρεπε να γνώριζαν πως η διονυσιακή, εκστατική, ηλεκτρισμένη, πωρωτική, καυλωτική, μεθυστική ενέργεια του rock n’ roll δεν καταλαβαίνει από κανόνες και απαγορεύσεις (πόσο μάλλον μετά από μήνες αποχής), ανεξάρτητα με την ορθότητα ή τη λογική τους, έτσι ώστε να διαχειρίζονταν με πιο κομψό τρόπο το πιο προβλέψιμο, τελικά, σενάριο. Και οι La Femme με τον εκ φύσεως αντιεξουσιαστικό τους κοινωνικοπολιτικό λόγο και την εμπρηστική τους διάθεση ήταν βέβαιο πως δεν θα αυτοπεριορίζονταν σε μία διεκπεραιωτική εμφάνιση για τσάι και συμπάθεια.
Ζούμε σε πολύ περίεργες εποχές που κάθε μέρα προκαλούν πόλωση για κάθε μα κάθε ζήτημα της πραγματικότητας, αλλά ας συμφωνήσουμε στα κοινώς λογικά: η μουσική - πόσο μάλλον η live μουσική - είναι κάλεσμα στο ένστικτο και δεν μπορείς, ποτέ μα ποτέ, να το ελέγξεις. Είναι βαθιά ανθρώπινο. Ευτυχώς.