Ο Νίκος Καραγιαννίδης από τότε που ξεκίνησε την αθλητική εφημερίδα «Φίλαθλος», το 1982, έκανε πραγματικότητα τη δέσμευσή του ότι ήταν η πρώτη μη-οπαδική εφημερίδα της χώρας. Κάθε φορά λοιπόν που ερχόταν ένας νέος (και φέρελπις, όπως συνηθίζουμε να λέμε εμείς οι δημοσιογράφοι) συντάκτης στην εφημερίδα, τον ρωτούσε πριν καν πιάσει δουλειά: «τι ομάδα είσαι ρε;». Αν ο συντάκτης του έλεγε ότι είναι Ολυμπιακός, τον έστελνε να καλύψει το ρεπορτάζ του ΠΑΟ. Αν του έλεγε «είμαι βάζελος», έφευγε από την επόμενη κιόλας μέρα και πήγαινε στου Ρέντη να καλύψει το ρεπορτάζ του Ολυμπιακού. Αν του έλεγε «ΑΕΚ», τον έστελνε στη Νέα Σμύρνη για τα του Πανιωνίου κτλ κτλ.
Αυτή την ιστορία-τακτική σκεφτόμουν την ώρα που καθόμουν στα βραχάκια του Ηρωδείου περιμένοντας να βγουν οι Tiger Lillies. Οπότε, για να συνδεθώ με την προηγούμενη ιστορία, ας εξηγηθώ από νωρίς: δεν υπήρξα, ούτε είμαι οπαδός των Tiger Lillies. Το ενδιαφέρον μου γι’ αυτούς παραμένει ελάχιστα μουσικό και κινείται περισσότερο στο δίπολο «αισθητική μπάντας / κοινωνικός σχολιασμός». Όπως αντίστοιχα και το ενδιαφέρον μου για τον Frank Zappa που ναι μεν έχω 3-4 δίσκους του (και πολλοί είναι, αν θέλετε την γνώμη μου), αλλά ο Frank υπήρξε ένας τόσο δεινός σχολιαστής της μουσικής και κοινωνικής πραγματικότητας, ένας μουσικολόγος του ανωτάτου επιπέδου, που αξίζει να τον ακούς να σου μιλάει για μουσική περισσότερο από το να τον ακούς να ΠΑΙΖΕΙ μουσική. Οπότε, και ο Τάσος ο Βογιατζής σκέφτηκε σαν Καραγιαννίδης και είπε «ας στείλω και μια φορά σε αυτούς και κάποιον που δεν το πολυέχει με την μουσική τους να δω τι ψάρια θα πιάσουμε».
Αυτή είναι λοιπόν η σχέση μου με τους Tiger Lillies, τους οποίους έχω δει άλλη μια φορά, το μακρινό 2008 αν δεν απατώμαι. Τους παρακολουθώ σε κοινωνικό, αλλά όχι σε μουσικό επίπεδο. Κάπως έτσι, ήταν περίπου αναμενόμενο ότι, και μετά τη ζωντανή τους εμφάνιση στο Ηρώδειο, θα συνέχιζα να θεωρώ τους Tiger Lillies όχι τόσο ως ένα μουσικό combo με το ένα πόδι στο Λονδίνο και το άλλο στο Βερολίνο του Μεσοπολέμου (με το οποίο, σας διαβεβαιώνω υπευθύνως ότι το μόνο που μοιράζονται είναι ότι σε αμφότερες τις περιόδους, σήμερα και τότε, μείναμε όλοι στην ψάθα), αλλά περισσότερο κάτι σαν Αίσθηση. Κάτι σαν Συναίσθημα.
Όχι κατά τη γνωστή και εμετική κλισεδιά «η ροκ δεν είναι μουσική, είναι τρόπος ζωής» (που ΔΕΝ είναι, αλλά αυτό είναι θέμα συζήτησης για κάποια άλλη στιγμή), αλλά, πώς να το κάνουμε, ένα Συναίσθημα - καλό, μέτριο ή κακό, αυτό είναι ζήτημα του καθενός από εμάς – είναι εν μέρει (ή μάλλον, ΕΙΔΙΚΑ σήμερα) προτιμότερο απ’ ότι μια συναυλία μιας μπάντας που θα παίξει τέλεια τα τραγούδια του τελευταίου της album –αλλά με την γνωστή αποστασιοποίηση που, καλώς ή κακώς, διαχωρίζει κοινό και καλλιτέχνες.
Οι Tiger Lillies δεν είναι κάτι τέτοιο. Δεν σε απομακρύνουν από αυτούς. Ή καλύτερα, μπορεί να σε απομακρύνουν από αυτούς σε πρώτο επίπεδο, αλλά σε δεύτερο επίπεδο δια της εκουσίας αυτής απομάκρυνσης, ουσιαστικά και πανούργω τω τρόπω, σε φέρνουν κοντά τους: είτε με την πρόζα τους, είτε με τις αλλαγές στην επί σκηνής θεματική τους, είτε εντέλει με την ίδια αυτή, την νομοτελειακή τους αβάν-γκαρντίλα του καμπαρετζίδικου σώου τους. Αυτό τους το δίνω – το καταφέρνουν όντως.
Πάντως, για μένα, εξακολουθεί να αποτελεί ένα ιδιότυπο μουσικό case study το πώς η μουσική των Tiger Lillies κατάφερε να εισχωρήσει τόσο βαθιά μέσα στο ελληνικό μουσικό dna. Να είναι η έμφυτη μιζέρια που αποπνέουν οι (στα όρια του απολύτως basic) συνθέσεις τους; Να είναι η επίκτητη θεατρικότητα που συχνά γειώνει (αλλά σπανίως απογειώνει) την εν γένει σκηνική τους παρουσία; Να είναι αυτό το συναισθηματικό παζάρεμα που κάνουν με το κοινό τους, εν γνώσει τους, με τα βαψίματα, που σχεδόν σε κανέναν δεν βγήκε σε καλό, πλην των KISS, δηλαδή των Scorpions των ΗΠΑ;
Η αλήθεια είναι ότι δεν το κατάλαβα τότε (το 2008) και δεν το κατάλαβα ούτε τώρα, αν και περίπου συνειδητοποίησα το τι επακριβώς παίζει με την μουσική τους, η οποία πατάει γερά και με τα δυο της πόδια πάνω στην έννοια του πρωτόλειου, σχεδόν επιπέδου ωδείου (και αυτό, αυτοστιγμεί, τους καθιστά σχεδόν πανκ που επίσης είναι κουβέντα για άλλη ώρα): ο εσωτερικός μινιμαλισμός των συνθέσεών της (ένα πιάνο ή μια κιθάρα, συνοδεία κοντραμπάσου και ενός ένας-θεός-να-το-κάνει-τύμπανο) βρίσκει τον στόχο του (στο θυμικό των θεατών) μόνο όταν αυτό το μινιμάλ μετουσιώνεται και επί σκηνής. Όταν ο Martyn Jacques πιάνει το ηλεκτρικό του μπαγλαμαδάκι ή κάθεται απλά στο πιάνο, σαν να ήταν ο Tom Waits αν αποφάσιζε να κάνει street performance, τότε οι Tiger Lillies σχεδόν μεγαλουργούν. Γιατί η μουσική τους είναι (και πρέπει να είναι) αχνή, σχεδόν διάφανη, χωρίς περιττά φτιασίδια.
Όταν όμως το ακορντεόν (ένα όργανο που ουδέποτε διεκδίκησε κεντρικό ρόλο σε μια ορχήστρα) αναγκάζεται σχεδόν ετσιθελικά να γίνει το πρωτεύον όργανο, με τα υπόλοιπα απλώς να σιγοντάρουν, και τα πνευστοέγχορδα να συμπλέκονται ως πλίνθοι, λίθοι, κέραμοι ατάκτως ερριμένοι, εκεί οι Tiger Lillies ακούγονται όχι απλώς σαν παρωδία μιας καμπαρέ μπάντας, αλλά σαν μια παρωδία του ίδιου τους του εαυτού [το οποίο σχεδόν είναι οξύμωρο, αλλά ίσως και όχι τόσο].
Οπότε, το συμπέρασμα που εξήγαγα μετά από σχεδόν δυο ώρες μαζί τους είναι αυτό που μας περιέγραψαν και οι προγονοί μας, μέσα στην καλλιέπεια της σοφίας τους: ουκ εν τω πολλώ το ευ. Κάτι που, νομίζω, ότι κατανόησαν μέσα στην απέραντη σιωπή του Ηρωδείου και οι λίγοι (με βάση πάντα την εγχώρια δημοφιλία τους) θεατές.