Το σύνθημα είχε δοθεί πολλούς μήνες πριν: έρχονται οι Dream Theater για live στην Αθήνα! Μετά από 8 χρόνια, μάλιστα… Δεν χωρούσε λοιπόν η παραμικρή αμφιβολία για το πού θα βρισκόταν την Τρίτη το βράδυ οποιοσδήποτε αγαπάει την προοδευτική μουσική –και τους μεγαλύτερους αντιπροσώπους του progressive metal ειδικότερα. Η αλλαγή του μέρους διεξαγωγής του live έναν περίπου μήνα πριν, από το Θέατρο Άλσους (έναν ανοιχτό χώρο) στο Gazi Music Hall (έναν κλειστό χώρο), με είχε πάντως πραγματικά προβληματίσει· δεν μπορούσα να τον κατανοήσω. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που βρέθηκα στο Γκάζι μία ώρα πριν ανοίξουν επίσημα οι πόρτες, ώστε να πιάσω την καλύτερη δυνατή θέση, προκειμένου να ευχαριστηθώ τη συναυλία. Μια απόφαση που αποδείχθηκε σοφή, εν τέλει…
Οι πόρτες άνοιξαν με μισή ώρα καθυστέρηση (18.30), ενώ επικράτησε και μια μικρή σύγχυση σχετικά με το από πού θα εισερχόταν κάθε θεατής –ανάλογα με το εισιτήριο που είχε στην κατοχή του. Κατάφερα να μπω στον χώρο στις 18.40, βρίσκοντας κατόπιν τον δρόμο μου προς τη ζώνη του εξώστη με μηδενική βοήθεια από το προσωπικό που είχε αναλάβει να κατευθύνει το πλήθος σωστά. Η στάση τους, λίαν επιεικώς, κρίνεται ως μη φιλική· οι άνθρωποι αυτοί ήταν απρόθυμοι να βοηθήσουν, λες και έκαναν αγγαρεία.
Στις 18:45 ξεκίνησε το set του ο Jason Richardson (All That Remains, ex-All Shall Perish), όπως όριζε το ανακοινωμένο χρονοδιάγραμμα της βραδιάς, με πολύ κόσμο από αυτούς που είχαν μαζευτεί έξω από το Gazi Music Hall να μην έχει ακόμα προλάβει να μπει μέσα. Ο βιρτουόζος κιθαρίστας πλαισιωνόταν από έναν καταπληκτικό ντράμερ και, με τη βοήθεια κάποιων προηχογραφημένων σημείων, άρχισε να παίζει το μισής ώρας set του, το οποίο βασίστηκε στην προσωπική του δουλειά. Δεν είχα ιδιαίτερη επαφή με την τελευταία, αλλά μπορώ να πω ότι το ευχαριστήθηκα. Τεχνικός, ακριβής και άνετος στο παίξιμό του, ο μόλις 27 ετών κιθαρίστας κέρδισε άξια το χειροκρότημα όσων είχαν προσέλθει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Σειρά είχαν οι Minus One με το μελωδικό τους hard rock, όντας το λιγότερο ταιριαστό συγκρότημα του πακέτου, από άποψη ύφους. Αυτό από μόνο του, όμως, δεν έλεγε τίποτα, μιας και οι Κύπριοι ανέβηκαν κεφάτοι στη σκηνή και απέδωσαν πολύ καλά κομμάτια από το Red Black White, το οποίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες. Ο ήχος που έφτανε στον εξώστη ήταν πεντακάθαρος και ογκώδης, πράγμα που λειτούργησε υπέρ της μπάντας. Χωρίς το υλικό τους να διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, ήταν αρκετά καλό· συνδυαζόμενο έτσι με την όμορφη σκηνική παρουσία, άφησε άριστες εντυπώσεις στον κόσμο, ο οποίος εντωμεταξύ πλήθαινε. Αξιοπρόσεκτος φυσικά και ο ντράμερ των Minus One με τη δύναμη που έπαιζε, ενώ ο τραγουδιστής προσωπικά με εντυπωσίασε, ειδικά όταν στο τέλος του set έπαιξαν το “Bohemian Rhapsody” των τεράστιων Queen και κατάφερε να ακουστεί κατά πολύ παραπάνω από αξιοπρεπής. Πολύ καλοί, λοιπόν, ζέσταναν για τα καλά το κοινό, το οποίο προετοιμαζόταν πλέον για τη συνέχεια.
Οι Animals As Leaders είναι γκρουπ που έχει δημιουργήσει αρκετό ντόρο γύρω από το όνομά του. Όπως λοιπόν αναμενόταν, ήταν αρκετοί εκείνοι που περίμεναν με ενδιαφέρον το παρθενικό τους σόου στην Ελλάδα. Η μουσική τους είναι ξεκάθαρα αντι-συναυλιακή, αλλά για εμένα είναι μεγάλοι μάγκες, μιας και κατάφεραν να ξεπεράσουν αυτόν το σκόπελο από το πρώτο κιόλας κομμάτι. Το δε στήσιμό τους δεν το λες και το πιο ορθόδοξο, μιας και παίζουν με δύο κιθάρες και ντραμς· παρά ταύτα, το όλο σκηνικό λειτουργεί μια χαρά.
Στο δεύτερο ωστόσο τραγούδι, κι ενώ ο κόσμος είχε ήδη αρχίσει να γουστάρει, ξαφνικά ανέκυψε πρόβλημα με την πεταλιέρα του Matt Garstka, η οποία και αντικαταστάθηκε μετά από μερικά λεπτά. Πιτ στοπ και η μπάντα ξαναέπιασε το κομμάτι από την αρχή. Είναι εντυπωσιακές οι εκτελεστικές τους ικανότητες και ειδικά του Tosin Abasi, ο οποίος, με το χαμηλό προφίλ που διατηρεί, έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με τους παπάδες που παίζει στην κιθάρα. Το ορχηστρικό fusion το οποίο παρουσίασαν οι Animals As Leaders – με τα έντονα djent και jazz στοιχεία– ικανοποίησε στο έπακρο όσους ήρθαν να τους δουν στο Gazi Music Hall, αν και δυστυχώς το πρόβλημα με την πεταλιέρα κόντυνε τελικά τη setlist που είχαν ετοιμάσει. Πανάξιοι, πάντως!
Η μεγάλη στιγμή της βραδιάς που όλοι περίμεναν, να πατήσουν οι Dream Theater το σανίδι του Gazi Music Hall και να αρχίσουν να παίζουν, πλησίαζε ολοένα και περισσότερο. Όσο γίνονταν τα απαραίτητα στησίματα, σκεφτόμουν μερικά πράγματα. Δυστυχώς, είχα να δω τη μπάντα ζωντανά σχεδόν 20 χρόνια –και από τότε έχουν αλλάξει πάρα πολλά. Ο Mike Portnoy αποτελεί παρελθόν και είχα περιέργεια πώς θα ήταν δια ζώσης (γιατί από DVD ή βίντεο, δεν είναι το ίδιο…) η απόδοση του Mike Mangini και το αίσθημα που θα δημιουργούσε. Προβληματισμένος ήμουν όμως και για την τυποποιημένη και σύντομη setlist που το γκρουπ ακολούθησε ευλαβικά στις πρόσφατες ευρωπαϊκές συναυλίες. Αλλά περισσότερο εκείνη τη στιγμή με προβλημάτιζε το ότι η πλατεία, όπως φαινόταν από τον εξώστη, ήταν πλέον ασφυκτικά γεμάτη, με τη σκηνή να φαίνεται πολύ χαμηλά (έφτανε περίπου στο ύψος του γονάτου τους φωτογράφους που βρίσκονταν στον χώρο). Άρχισα έτσι να υποψιάζομαι ότι όσοι βρίσκονταν πίσω από την ειδικά διαμορφωμένη fanzone, δεν θα έβλεπαν καθόλου καλά.
Με αυτά και μ' αυτά η ώρα πέρασε, έγιναν τα αποκαλυπτήρια των πλήκτρων του Jordan Rudess και του drumset του Mike Mangini και όλα ήταν έτοιμα να απολαύσουμε το Θέατρο των Ονείρων. Το “Atlas” intro που συνηθίζει να παίζει η μπάντα πριν την έναρξη, μας μετέφερε οπτικά σε ένα φουτουριστικό περιβάλλον, γεμάτο από τα άλμπουμ του συγκροτήματος. Αφού τελειώνει, τα φώτα σβήνουν και οι Dream Theater βγαίνουν με το "Untethered Angel". Οι αντιδράσεις του κόσμου, σχεδόν παροξυσμικές: γινόταν εύκολα αντιληπτή η προσμονή του να ξαναδεί ζωντανά τους Αμερικανούς.
Ο ήχος στον εξώστη φτάνει διαυγής και ογκώδης, δημιουργώντας τις καλύτερες προϋποθέσεις για το live. Η μπάντα σκοτώνει, ακόμα δε και ο James LaBrie ακούγεται αξιοπρεπής, χωρίς πάντως να λείπουν κάποια φαλτσάκια –ειδικά όταν προσπαθεί να ανέβει κλίμακα. O John Myung ποτέ δεν ήταν αυτό που λέμε αεικίνητος (κάθε άλλο), όμως με τον τρόπο του έδειχνε να απολαμβάνει τη συναυλία. Ο Rudess, πάλι, στριφογύριζε τα πλήκτρα του συνέχεια γύρω από τον άξονά τους και γενικά έκανε τα μαγικά του με τα διάφορα gadgets που πλαισίωναν το φαρδύ Korg του. O δε John Petrucci δεν ήταν τίποτα λιγότερο από υπέροχος, μη χάνοντας ούτε μία νότα, κάνοντας βέβαια και τις προβλεπόμενες γκριμάτσες του στα σόλο. Καταπληκτικός επίσης στάθηκε ο Mangini, ο οποίος λυσσομανούσε πάνω στο …«καστράτο» του drumkit: προσωπικά με εντυπωσίασε τόσο με τη δύναμη, όσο και με την ακρίβεια που έπαιζε.
“A Nightmare Τo Remember” για τη συνέχεια, σε μια καταπληκτική εκτέλεση, και επιστροφή στα καινούργια με το "Fall Into The Light", το οποίο έχει ένα από τα πιο όμορφα lead του φετινού δίσκου Distance Over Time, κατά τη διάρκεια του οποίου όλοι κρέμονταν από τον Petrucci. Δυστυχώς, αυτή ήταν ταυτόχρονα και η πιο αδύναμη στιγμή του LaBrie στο live, μιας και φαινόταν να μην έχει ανάσες μέσα στο κομμάτι. Το αγαπημένο μου από το Falling Into Infinity (1997) είναι το “Peruvian Skies” και χάρηκα έτσι ιδιαίτερα που το άκουσα ζωντανά, σε μια απλά καταπληκτική εκδοχή. Μετά το πέρας του ο LaBrie απευθύνθηκε στο κοινό και εξέφρασε τη χαρά του για την επιστροφή των Dream Theater στην Ελλάδα, προσθέτοντας ότι ελπίζει να ξαναέρθουν πολύ σύντομα. Δεν ξέρω αν αυτή ήταν κάποια σπόντα για το φθινόπωρο (πριν λίγες μέρες ο Petrucci μας επιβεβαίωσε ότι έρχονται ξανά στην Ευρώπη, για να παίξουν ολόκληρο το Metropolis Pt. 2: Scenes From A Memory του 1999 –δείτε εδώ). Ελπίζουμε, αλλά προσωπικά θα εκπλαγώ ιδιαιτέρως αν μας επισκεφθούν τόσο σύντομα.
Σε αυτό επίσης το σημείο, ο LaBrie απεύθυνε και θερμή παράκληση να μην καπνίζει ο κόσμος στον χώρο, μιας και ταλαιπωρείται από ίωση και δεν θα ήθελε να επιδεινωθεί. Μάλιστα είδε σχετικά κοντά του κάποιον να καπνίζει εκείνη τη στιγμή και είπε του Petrucci να πάει να τον συνετίσει. Ο Petrucci άφησε λοιπόν την κιθάρα του, έφυγε εκτός σκηνής και επέστρεψε μετά από κανά δίλεπτο, διαβεβαιώνοντας τον frontman ότι είχε κανονίσει το θέμα… Πέρα πάντως από τον χαβαλέ που έκαναν οι Dream Theater –αποδεικνύοντας ότι δεν είναι καθόλου «δυσκοίλιοι»– το θέμα με το τσιγάρο στους κλειστούς χώρους, έχει παραγίνει. Οι καπνίζοντες θα πρέπει να δείχνουν τον δέοντα σεβασμό, όχι μόνο στον καλλιτέχνη που ευγενικά το ζητάει, αλλά και στους μη καπνίζοντες που βρίσκονται τριγύρω τους. Το αστείο της υπόθεσης είναι πως την ώρα που ο LaBrie έκανε την εν λόγω παράκληση, υπήρχαν διάφοροι οπαδοί, αλλά και μέλη του προσωπικού, που επιδεικτικά άναβαν καινούργιο τσιγάρο. Μαγκιά; Εντωμεταξύ, όσοι βρίσκονταν στον εξώστη έφαγαν όλη την κάπνα του Gazi Music Hall…
Πίσω στα της μουσικής, όμως! Το "Barstool Warrior" είναι ένα από τα καλύτερα τραγούδια του Distance Over Time και η εκτέλεσή του έσπειρε ρίγη, μαζί με το "In The Presence Of Enemies pt. 1", το οποίο ακολούθησε. Στο δε "Dance Οf Eternity" οι Dream Theater έδειξαν απλά, όμορφα και ωραία γιατί είναι οι βασιλιάδες του progressive metal. Προσωπικά ταξίδεψα πίσω στο 2000 και στην τότε συναυλία τους στο Πάρκο Τρίτση, όταν και είχαν παίξει ολόκληρο το Metropolis Pt. 2: Scenes From A Memory. Απίστευτη στιγμή! Στο “Lie” η μπάντα απλά έσπερνε, αν μάλιστα εξαιρέσουμε τα χαμηλά του LaBrie (που δεν κατάφερα να τα ακούσω), είχε και αξιοπρεπή ερμηνεία. Επιστροφή κατόπιν στο Distance Over Time, με το "Pale Blue Dot" να κλείνει την κανονική διάρκεια του set. Κομματάρα και εξαιρετική επιλογή για το πέσιμο της αυλαίας. Φυσικά η υπόθεση θα είχε και encore –με το “As I Am” να εκστασιάζει τον κόσμο.
90 λεπτά είχαν περάσει νεράκι και η εμφάνιση των Dream Theater είχε ήδη περάσει στην ιστορία. Αν αφήσουμε στην άκρη το σύντομο του set –το οποίο βέβαια είναι το ίδιο που παίζουν σε όλους τους σταθμούς της ευρωπαϊκής περιοδείας– οι Αμερικανοί έδωσαν μια όμορφη συναυλία στην Αθήνα, την οποία κι ευχαριστήθηκα πραγματικά. Αδικία θα ήταν να μην αναφέρω και πως καθ' όλη τη διάρκειά της έπαιζαν γραφικά/βίντεο στη γιγαντοοθόνη στο πίσω μέρος της σκηνής, γεγονός που προσέθετε στην όλη εμπειρία.
Κάπου εδώ, ωστόσο, ερχόμαστε στα δυσάρεστα της βραδιάς… Βγαίνοντας από το Gazi Music Hall συνάντησα φίλους και συνομίλησα μαζί τους, όπως και με άλλους ανθρώπους, που στην πλειονότητά τους είχαν βρεθεί στον χώρο που αντιστοιχούσε στα εισιτήρια γενικής εισόδου. Οι άνθρωποι αυτοί, λοιπόν, δεν είδαν, ούτε και άκουσαν το set των Dream Theater. Εκτός του ότι ήταν παστωμένοι σαν τις σαρδέλες –υπό συνθήκες μάλιστα μηδενικού εξαερισμού– έβλεπαν μόνο τα κεφάλια της μπάντας (κι αυτά από μακριά), επιβεβαιώνοντας όσα είχα αναλογιστεί φευγαλέα, από τη δική μου θέση, για την πολύ χαμηλή σκηνή. Επίσης το μόνο που άκουγαν ήταν το μπάσο του Myung και τη μπότα του Mangini. Δυστυχώς, είχαν τοποθετηθεί ηχεία μόνο αριστερά και δεξιά της σκηνής και αυτά ψηλά (όπως δηλαδή σε ανοιχτούς χώρους)· ταυτόχρονα, είχαν αφαιρεθεί τα ηχεία που υπήρχαν κάτω από τον εξώστη. Αυτόματα, λοιπόν, όλοι όσοι κάθονταν κάτω από τον εξώστη δεν άκουσαν επ’ ουδενί αυτό που άκουγαν όσοι βρίσκονταν μπροστά στη fanzone, αλλά και ψηλά.
Επιπροσθέτως, φαίνεται ότι η διοργάνωση έδωσε αρκετά παραπάνω εισιτήρια γενικής εισόδου από τις πραγματικές δυνατότητες του Gazi Music Hall, με αποτέλεσμα να στριμώχνεται ο κόσμος μέχρι τις σκάλες που οδηγούσαν στην έξοδο –και ήταν και η μοναδική διαδρομή φυγής. Δυνητικά επικίνδυνες καταστάσεις... Κάτι ανάλογο παρατηρήθηκε μάλιστα και στον εξώστη όπου υπήρχαν τα VIP εισιτήρια ορθίων: και πάλι, είχαν διατεθεί αρκετά περισσότερα απ’ ότι μπορούσε να υποστηρίξει το τμήμα αυτό. Αποτέλεσμα; Όσοι δεν είχαν κάτσει στο κάγκελο, δεν μπόρεσαν να δουν τίποτα.
Πραγματικά, με όσο περισσότερα άτομα μιλούσα στην έξοδο, τόσο περισσότερο ένιωθα σαν να είχα βρεθεί σε διαφορετική συναυλία. Ταυτόχρονα, αισθάνθηκα πολύ τυχερός που πήγα αφενός νωρίς και αφετέρου που βρέθηκα στον εξώστη. Έμαθα επίσης ότι δεν ήταν λίγοι όσοι έφυγαν στο 2ο ή στο 3ο κομμάτι των Dream Theater, είτε γιατί ξενέρωσαν με την όλη κατάσταση, είτε γιατί φοβήθηκαν μην συμβεί το οτιδήποτε. Κάποιοι από αυτούς που έφυγαν αρκετά νωρίς απαίτησαν μάλιστα από τη διοργάνωση να αποζημιωθούν –και, πράγματι, τους επιστράφηκε χωρίς ιδιαίτερες αντιρρήσεις το πλήρες αντίτιμο του εισιτηρίου που είχαν πληρώσει.
Συνοψίζοντας, όπως εύστοχα σχολίασε ένας φίλος, η συναυλία αυτή ήταν για πατρίκιους και πληβείους. Όσοι βρέθηκαν στον εξώστη μπροστά, σε όλα τα VIP καθήμενων και στη fanzone, απόλαυσαν μια όμορφη βραδιά από όλες τις μπάντες και ιδιαίτερα από τους headliners. Όλοι οι υπόλοιποι, όμως, βίωσαν μια κατάσταση πολύ δυσάρεστη, νιώθοντας δικαίως αδικημένοι από τη διοργάνωση. Ο συγκεκριμένος χώρος κρίνεται ακατάλληλος για να χωρίζεται σε ζώνες με κάγκελα (όπως έγινε), αλλά και για να φιλοξενεί τόσο μεγάλο αριθμό κόσμου.
Στο μουσικό σκέλος, όλες οι μπάντες έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό, με τους Dream Theater να αποδεικνύουν για ακόμα μία φορά πόσο μεγάλη μπάντα είναι. Σαφώς δεν υπάρχει άνθρωπος που έμεινε ικανοποιημένος από τη διάρκεια του set, μιας και κανένας δεν θα είχε πρόβλημα να ακούει και να βλέπει τους Αμερικανούς ακόμα και για τετράωρο. Καλώς ή κακώς, όμως, ξέραμε ότι παίζουν το δεδομένο set, ειδικά όσοι τους παρακολουθούμε και όσοι χρησιμοποιούμε το τρομερό εργαλείο που ακούει στο όνομα «ίντερνετ». Μέσα σε αυτά λοιπόν τα πλαίσια, έφυγα απολύτως ικανοποιημένος από τους ίδιους τους Dream Theater. Κι ας ελπίσουμε ότι τα κακώς κείμενα θα διορθωθούν στις συναυλίες που η διοργάνωση έχει προγραμματίσει για το φθινόπωρο, αλλά και ότι δεν θα περάσουν πάλι 8 χρόνια για να απολαύσουμε ξανά τους Dream Theater…
{youtube}P_f16w9qAlc{/youtube}