Για ακόμα μία χρονιά, το Borderline Festival επέστρεψε με το καθιερωμένο του, κεντρικό ερώτημα, αυτό που το έχει κάνει έναν από τους πιο ιδιαίτερους συναυλιακούς σταθμούς στην ατζέντα της πόλης: υπάρχουν όρια στη μουσική;
Έχοντας αυτήν τη σκέψη στο μυαλό κατά την παρακολούθηση των διάφορων ηχητικών δρώμενων, η κατανόηση και η διάδραση μαζί τους αποκτά νέο περιεχόμενο. Η 3η ημέρα της φετινής διοργάνωσης στη Μικρή Σκηνή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση, ήταν μία από εκείνες που μπορεί να περηφανεύεται πως όχι μόνο κατέστησε απαραίτητο το νόημα ύπαρξης της παραπάνω ερώτησης, αλλά διεύρυνε και το πεδίο ισχύος της, δοκιμάζοντας πράγματι τα εν λόγω όρια, μέσα από 4 εντελώς διαφορετικές παραστάσεις. Οι οποίες συνδέονταν μεταξύ τους μόνο από την ανάγκη εξερεύνησης των μαγικών δυνατοτήτων της μουσικής.
Alan Courtis, μαζί με ομάδα ενηλίκων με νοητική υστέρηση
Το πρόγραμμα ξεκίνησε με ένα εντελώς ξεχωριστό γεγονός, η συμπερίληψη του οποίου στον κεντρικό κορμό της ζωντανής δράσης τιμάει αναμφίβολα τους διοργανωτές του Borderline –κάτι που δεν ισχύει για τα γέλια ορισμένων, απαράδεκτων θεατών σε κάποιες περιστάσεις. Όσοι (λίγοι) παραβρέθηκαν από τις 8 στη Μικρή Σκηνή της Στέγης είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν μία ομάδα πανέμορφων ανθρώπων κάθε ηλικίας, που πάσχουν από νόσους νοητικής υστέρησης (κυρίως από σύνδρομο Down), να μας παρουσιάζουν με όλη τους την ψυχή τις συμβολικές τους συνθέσεις, τις οποίες είχαν ετοιμάσει για εμάς μαζί με τον Αργεντινό δάσκαλό τους Alan Courtis. Έναν μεγαλόψυχο, πραγματικά αξιοθαύμαστο άνθρωπο, που έχει αφιερώσει το σύνολο της ζωής του σε κάτι τόσο σπουδαίο.
Οι πρωταγωνιστές μας εναλλάσσονταν στους ρόλους τους και στις θέσεις πίσω από τα διάφορα όργανα –πιάνο, κιθάρα, ντραμς, pads, πνευστά– με τη συμβολή του καθενός να αποδεικνύεται το ίδιο πολύτιμη. Η πλήρης ευτυχία για τη συμμετοχή τους σε κάτι τόσο απλό για εμάς, αλλά τόσο σημαντικό για τους ίδιους, ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους· και η συγκίνηση που ακολουθεί μετά από ένα τέτοιο, πανέμορφο θέαμα είναι οπωσδήποτε βαθιά. Συγχαρητήρια σε όλους όσους συνέβαλαν στη δημιουργία αυτής της γλυκιάς παρατονίας, η οποία μας υπενθύμισε την αξία της μουσικής ως μέσου που μπορεί να χαρίσει απλόχερα ευτυχία σε όλους τους ανθρώπους.
Francisco Meirino
Σειρά είχαν κατόπιν οι μεταλλικοί, ψυχροί βόμβοι του Ισπανού πειραματιστή Francisco Meirino, ο οποίος αντλεί το υλικό του από παράδοξες ηχητικές πηγές, όπως αστοχίες εξοπλισμού και νεκρά ηχοσυστήματα. Μέσα σε αυτήν την προσέγγισή του ενέχει μία φιλοσοφικής φύσεως πρόκληση, αφού οι ηχογραφήσεις προέρχονται από το ίδιο τους το τέλμα, σημαδεύοντας έτσι το εγχείρημά του με έναν φαταλισμό.
Στην πράξη, παρακολουθήσαμε ένα αποπνιχτικό 40λεπτο set, στο οποίο κυριάρχησαν τα strobing lights, οι ακραίες συχνότητες και οι υπόγειες ρυθμολογίες. Οι τελευταίες μάλιστα ήταν αυτές που λειτουργούσαν ως η αναγκαία, συνεκτική κόλλα ανάμεσα στις ασφυκτικές, απροσδιόριστες λούπες τις οποίες μας σέρβιρε ο Ισπανός –άλλοτε με μία λογική ροή και άλλοτε με εντελώς απρόβλεπτο τρόπο. Συμπερασματικά, ήταν μία performance που στην αρχή εξίταρε μα γρήγορα έχασε τη δυναμική και μαζί το ενδιαφέρον της. Γεγονός που ίσως επισφραγίζει τη «μηδενιστική» χρησιμότητα του ηχογραφημένου του υλικού και κατ’ επέκταση τον επιτυχημένο αυτοσκοπό της ίδιας του της εμφάνισης.
Angharad Davies & Tisha Mukarji
Λίγο πριν την εμφάνιση του τρίο των Outwash, μας ανακοινώθηκε πως η Ελληνίδα σαντουρίστρια Δήμητρα Λαζαρίδου-Χατζηγώγα δεν θα ήταν δυνατόν να παίξει, με αποτέλεσμα να παρακολουθήσουμε ένα set βασισμένο στο βιολί της Ουαλής Angharad Davies και στο ξεχαρβαλωμένο πιάνο της Σύριας Tisha Mukarji.
Η παράστασή τους εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία του μουσικού διαλόγου μεταξύ δύο οργάνων: το κοφτό παίξιμο και το απότομο ξύσιμο του βιολιού της Davies έχτιζε μία υπόκωφη ένταση και απειλητική ατμόσφαιρα, η οποία άλλοτε ενισχυόταν και άλλοτε μετριαζόταν από το ψηλάφισμα των σωθικών του πιάνου από τη Mukarji. Ειδικότερα η τελευταία, βάσιζε το παίξιμό της στην πλήρη εκμετάλλευση του ανοιγμένου, σχεδόν «κακοποιημένου» οργάνου της, εφευρίσκοντας απρόσμενους, έγχορδους ήχους, μα και κάποιους άλλους απροσδιόριστης φύσεως, μέσα από τη ρίψη πινεζών ή βόλων μέσα στο εσωτερικό του πιάνου –πράξη που πολλές φορές φάνταζε με χειρουργική επέμβαση.
Η οργανική αυτή συνομιλία παρουσίασε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ειδικότερα ως προς το θέμα των έξυπνων παύσεων, των αυξομειωμένων εντάσεων και των ελεύθερων χώρων. Θεωρώ, όμως, ότι έλειψε το απαραίτητο βάθος που θα έδινε διαφορετικές διαστάσεις στην όλη προσπάθεια, το οποίο ίσως υπήρχε με την προσθήκη της απούσας Λαζαρίδου-Χατζηγώγα. Ήταν εν τέλει μία απαιτητική και κάπως μονότονη ακρόαση, εξαιρετικά ανταποδοτική πάντως για εκείνους που κατάφεραν να βυθιστούν στο πυκνό σύμπαν των δύο αυτών ιδιαίτερων μουσικών.
Richard Dawson
«Σας παρακαλώ μην περιμένετε να βιαστώ: θα πάω με τους δικούς μου ρυθμούς. Θα παίξω μουσική από τα βάθη της ψυχής μου». Αυτήν την απάντηση μου έδωσε ο Richard Dawson, όταν τον ρώτησα για το τι θα πρέπει να περιμένουμε από την εμφάνισή του στο Borderline 2018 (ολόκληρη η συνέντευξη εδώ). Απ' ότι φαίνεται το εννοούσε και μάλιστα με το παραπάνω. Ένας άνθρωπος ολομόναχος πάνω στη σκηνή, με μόνα όπλα μία φωνή που κατέφθανε από τα έγκατα της ύπαρξής του και μία επιτηδευμένα ξεκούρδιστη ηλεκτρική κιθάρα, έδωσε για περίπου 1 ώρα ένα από εκείνα τα live που θα στοιχειώνουν όσους τυχερούς το παρακολούθησαν για μία ολόκληρη ζωή, χωρίς ίχνος υπερβολής.
Ο αυτοδίδακτος κιθαρίστας από το Νιούκαστλ έδωσε το στίγμα του από την αρχή: αφού υπέδειξε ποια σημεία της σκηνής επιθυμούσε να φωτιστούν περισσότερο, ζητώντας πάντοτε ευγενικά εντονότερο φωτισμό για να μπορεί να αντικρίζει το κοινό, άρχισε να μας εξηγεί ότι δεν έχει απολύτως καμία ιδέα για το πώς να ξεκινήσει το live, αλλά όλη αυτή ακριβώς τη διαδικασία την έχει επαναλάβει στα 15 προηγούμενα sets του, αναιρώντας έτσι με πνευματώδη τρόπο τις ίδιες του τις λέξεις. Αμέσως μετά ακολούθησε μία ανατριχιαστική, φρικιαστική θρηνωδία, σαν κέλτικο μοιρολόι από τα σπλάχνα των αιώνων, το οποίο πήρε από πάνω μας όσες σκέψεις κουβαλούσαμε για να μπορέσουμε να αφεθούμε ολοκληρωτικά στον μαγεμένο του κόσμο.
Αυτά τα 10 πρώτα λεπτά μπορούν να συνοψίσουν και το τι ακολούθησε στη συνέχεια, ένα σόου δηλαδή το οποίο ισορροπούσε συνεχώς και εντελώς αβίαστα ανάμεσα σε δίπολα: στο προφανές και στο ανερμήνευτο, στο οικείο και στο παράδοξο, στο ασφαλές και στο αλλόκοτο, στο προσιτό και στο πειραματικό, στο βρετανικό χιούμορ και στη βαθιά θλίψη. Και, τελικά, στον συνειδητοποιημένο αυτοσαρκασμό και στην πλήρη σοβαρότητα για όλα όσα είχε να μας διηγηθεί ο εκπληκτικός αυτός τραγουδοποιός. Κάθε αστείο που προηγούταν των τραγουδιστών παραμυθιών του Dawson, βρισκόταν εκεί για να αντισταθμίσει το βάρος κατά την παράδοσή τους. Και ήταν πραγματικά τρομαχτική η μετάλλαξη του πρωταγωνιστή μας, αφού μία ευγενική και πράα φυσιογνωμία μετατρεπόταν σε αγρίμι που κοκκίνιζε, γρύλιζε, χτύπαγε το έδαφος, ανεβοκατέβαινε οκτάδες και κυνηγούσε μέχρι τελικής πτώσεως το απόλυτο συναισθηματικό αποτύπωμα των συνθέσεών του.
Το πυκνό χρονικό των πεπραγμένων της παράστασης δημιουργεί δυσκολίες στην αποτύπωσή του, αλλά είναι μερικές στιγμές που ξεχώρισαν και χαράχθηκαν στο μυαλό μου. Ο ηλεκτρισμός που διαπέρασε τις ραχοκοκαλιές μας κατά την ερμηνεία του “Soldier”, το αστείο πριν από το συγκλονιστικό “Weaver” («θα είναι ανάλογα με την εξέλιξή του είτε το highlight της βραδιάς, είτε μία από εκείνες τις στιγμές που θα είχατε ευχηθεί να πηγαίνατε για ένα γρήγορο τσιγάρο»), ο συναισθηματισμός στην απόκοσμη μπαλάντα "We Picked Apples Ιn Α Graveyard Freshly Mowed", το t-shirt με τη φώκια που αγόρασε στην Αθήνα δηλώνοντάς μας ότι «seal is my animal spirit». Και βέβαια η αφοπλιστικά ευγενική του απάντηση στο αίτημα μίας γυναίκας να παίξει κάτι από Nirvana, καθώς η φωνή του μοιάζει με του Kurt Cobain: «καλός είναι αυτός, αλλά το set μου είναι βασισμένο στη φωνή μου και θα πρέπει να παραμένω πιστός στο πλάνο μου». Τελικά, ωστόσο, προς τιμήν του, έπαιξε για κλάσματα του δευτερολέπτου το “Smells Like Teen Spirit”, αλλά και το “Video Games” της Lana Del Rey στα «DVD extras», όπως τα αποκάλεσε. Δεν γίνεται επίσης να μην αναφερθούν οι occult νύξεις του “Scientist” ή το λυσσασμένο φινάλε της συναυλίας, με τα μανιασμένα ποδοπατήματα, το κατακόκκινο πρόσωπο του Dawson και την αστείρευτη δύναμη της φωνής του.
Κλείνοντας, δεν φοβάμαι να ομολογήσω πως οι λέξεις που επέλεξα για να περιγράψω το live, μάλλον ωχριούν μπροστά στο τι πραγματικά συνέβη –μοιάζουν πολύ λίγες για να αποδώσουν τον αληθινό αντίκτυπο αυτής της εμπειρίας. Αλλά όπως μου είπε και ο ίδιος ο Dawson στην προαναφερθείσα συνέντευξη, «στη μουσική, θα πρέπει να αναζητούμε όσα δεν χρειάζονται να εξηγηθούν με λόγια». Και στη μουσική αυτού του σύγχρονου συνεχιστή της βρετανικής πολιτισμικής κληρονομιάς, τα λόγια είναι περιττά.
{youtube}G54_PYN1Sp4{/youtube}