Ανακάλυψα τους Schammasch το 2014 με το Contradiction και έκτοτε τους ακολουθώ στενά, θεωρώντας τους από τα πλέον ποιοτικά και ουσιώδη ακραία σχήματα του καιρού μας. Η ανακοίνωση των εμφανίσεών τους στην Ελλάδα ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη, δίνοντας στο εγχώριο κοινό τη δυνατότητα να παρακολουθήσει ένα συγκρότημα σε περίοδο δημιουργικού κοχλασμού: πέρα από το εντυπωσιακό Triangle πέρυσι (δείτε εδώ), ας μην ξεχνάμε πως και φέτος κυκλοφόρησαν ένα πολύ καλό EP.
Οι Κρητικοί Imperium Infernalis άνοιξαν τη βραδιά μπροστά σε ένα πολύ λακωνικά στελεχωμένο από κοινό An Club, όντας οπτικά βουτηγμένοι σε μια ευχάριστη γραφικότητα: κουκούλες, corpsepaint κι ένας frontman όμοιος με αλυσσοζωσμένο σαμάνο, που κράδαινε μια τραγοκέφαλη ποιμαντική ράβδο. Το στρωτό black metal τους με τις πολλές μελωδικές αλλά και νορβηγοπρεπείς απολήξεις ήταν μια ευχάριστη έκπληξη και βασιζόταν σε μακρόσυρτα κομμάτια με αποκρυφιστικό αέρα και ποικιλία ταχυτήτων, τα οποία ξεχώρισαν παρά τον μέτριο ήχο στο πρώτο μισό του set. Ο δε τραγουδιστής, με μια δυάδα μικροφώνων μπροστά του, επιδόθηκε σε φωνητικά κηρύγματα ποικίλων χροιών, εμπλουτίζοντας την απόδοσή του με θεατρικότητα. Συνολικά μια τιμιότατη εμφάνιση, η οποία ικανοποίησε τον παραδοσιακό μαυρομέταλλο μέσα μου.
Τα λιβάνια και τα κεριά που άρχισαν να στήνονται στο διάλειμμα (και έδωσαν μια πιο κατανυκτική αίσθηση στον χώρο) προϊδέασαν για μια σφιχτά occult εμφάνιση από τους επίσης «δικούς μας» Devathorn. Όμως η ανορθόδοξη παρουσία τους με τα δερμάτινα γιλέκα και τα μαντήλια που απέκρυπταν τα στόματα μάλλον λειτούργησε αρνητικά, όσον αφορά τη δική μου τουλάχιστον βύθιση στο τελετουργικό. Μουσικά απέδωσαν πάντως πολύ καλά το υλικό τους, το οποίο διαθέτει σαφή πατήματα στους Watain, κοινωνώντας παράλληλα και κάτι από το πνεύμα του Jon Nödtveidt των ύστερων Dissection. Στα θετικά συγκαταλέγω την παθιασμένη απόδοσή τους και το πόσο αποτελεσματικά συντελούν διανοίξεις οριζόντων μεγαλοπρέπειας εν μέσω κάποιων πιο heavy metal σημείων, όταν τα πριμαριστά riffs αναδύονται σαν κύματα πάνω στις ράχες των εμφατικών τυμπάνων της Mechblastess. Μια δεμένη μπάντα, η μουσική της οποίας μπορεί να μην εφάπτεται ακριβώς με τα γούστα μου, αλλά έχει επενδύσει πολλά σε αυτό που κάνει, καταφέρνοντας να πείσει.
Λίγο πριν την έναρξη του set των Schammasch η προσέλευση του κόσμου είχε αυξηθεί, χωρίς όμως να γεμίζει το An. Η σκηνή δεν είχε κάποιο αναγνωριστικό των Ελβετών, πέρα από πέντε κάθετες συστοιχίες πορτοκαλί φωτός που συνειρμικά ακολουθούν την προσεγμένη μοντερνιστική αισθητική των δίσκων τους. Το μακροσκελές intro έδωσε τη δυνατότητα στην ομίχλη του ξηρού πάγου να απλωθεί πηχτή σε ολόκληρο τον χώρο –θα παρέμενε εκεί για όλη τη διάρκεια της ωριαίας εμφάνισης. Αν λάβουμε υπόψιν τον ρασοφόρο frontman, του οποίου το κατάμαυρο βάψιμο έδινε την εντύπωση πως, αντί για πρόσωπο, στο κεφάλι του έχασκε μια μαύρη τρύπα, τις ψηλόλιγνες φιγούρες των υπόλοιπων μελών, καθώς και τον διαρκή καπνό, καταλήγουμε σε ένα μυστηριακό πεδίο, το οποίο αποτέλεσε την οπτική βάση για το τελετουργικό των Schammasch.
Μέρος της μαγείας του υλικού των Ελβετών είναι η δομική πολυπλοκότητά του, κάτι που ήμουν πολύ περίεργος αν θα κατάφερναν να αποδώσουν επί σκηνής. Η τετράδα απέδειξε πως μπορεί να πλοηγείται στα δαιδαλώδη κομμάτια με τεχνική σιγουριά και άνεση –χαρακτηριστικές οι μεθυστικές εκτελέσεις των “Metanoia” και “Above The Stars Of God”. Σε αυτό υποστηρίχθηκαν και από τον διαυγή ήχο, ο οποίος κράταγε την ενότητα του αποτελέσματος χωρίς να αποσιωπεί κάποιο όργανο. Όσον αφορά τη σκηνική παρουσία, οι Schammasch ήταν στυλιζαρισμένοι στο έπακρο, χωρίς ιδιαίτερη κινητικότητα: μονάχα ο frontman Christopher Ruf κατέβαζε το ανάστημά του διακριτικά στα σημεία όπου το βάρος έπεφτε στον ντράμερ, για να ανυψωθεί με ελαφρώς αφύσικο τρόπο, σαν σκιά, όταν τον καλούσε το μικρόφωνο.
Οι Schammasch περιπλανήθηκαν εντός της δισκογραφίας τους, ρίχνοντας αναμενόμενο βάρος στο Triangle, χωρίς να αμελούν το Contradiction (έπαιξαν λ.χ. το καταπληκτικό “Golden Light”) ή το πρόσφατο ΕΡ The Maldoror's Chants, από όπου ακούστηκε το “Chimeral Hope”. Η διάρκεια του set μπορεί να φάνηκε μικρή, ενώ εντύπωση έκανε και η απουσία encore (αν και η αλήθεια είναι πως ο κόσμος δεν το ζήτησε), αλλά θαρρώ πως η πυκνότητα του υλικού ήταν αρκετή για να χορτάσει τον θεατή. Το βασικότερο πάντως ατού του συγκροτήματος είναι η μαεστρία με την οποία δημιουργεί ατμόσφαιρα επί σκηνής, μετατρέποντας κάθε χώρο όπου παίζουν σε ναό. Το υλικό τους δεν είναι ακριβώς συναυλιακό, όμως καταφέρνει να γίνεται άκρως υπνωτικό και ύπουλα μεθυστικό, βοηθώντας το κοινό στο πέρασμα προς μια εναλλακτική συνειδησιακή κατάσταση –κάτι που οι Ελβετοί μοιράζονται με τους Oranssi Pazuzu.
Έχω την εντύπωση πως, αν κάτι άκουσε από τα Σόδομα η γυναίκα του Λωτ πριν γίνει στήλη άλατος, θα πρέπει να έμοιαζε με ό,τι μας έπαιξαν οι Schammasch το Σάββατο το βράδυ στο An Club.
{youtube}Av2gI5NqBbo{/youtube}