Δεν είναι λίγες οι φορές που ευχόμαστε να βλέπαμε κάποιο συγκρότημα ή καλλιτέχνη σε διαφορετικό χώρο από εκείνον όπου επιλέχθηκε να εμφανιστεί –είτε από τον ίδιο, είτε από τη διοργάνωση. Όμως η Julia Kent δεν θα μπορούσε να παίξει σε καλύτερο και περισσότερο ταιριαστό μέρος από την Αγγλικανική Εκκλησία. Μια άγνωστη σε πολλούς εκκλησία, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε κεντρικότατο σημείο της Αθήνας, σε απόσταση αναπνοής από το Σύνταγμα, διαθέτοντας εξαιρετική ακουστική και επιβλητικό (κι υποβλητικό) περιβάλλον. Κι εγώ, αν την ξέρω, είναι επειδή είχα παρακολουθήσει εκεί παλιότερα (2005) μια συναυλία των Raining Pleasure, όταν παρουσίασαν για πρώτη φορά τη νέα τους τότε ηχογράφηση, τη μετασκευή τους στο Reflections του Mάνου Χατζιδάκι.

079Kent_2.JPG

Καθιστοί λοιπόν σε πάγκους, μέσα σε κατανυκτικό κλίμα, με κανέναν να μην καπνίζει ή να μιλάει –πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, που τους είναι αδύνατον να μη σχολιάσουν σε μάκρος και με λεπτομέρειες κατά τη διάρκεια των κομματιών και που ασφαλώς θα έχουν καθίσει δίπλα μου...– με ακρίβεια στην ώρα έναρξης, χωρίς κάποιο support να εκμεταλλευτεί εκβιαστικά την ευκαιρία που του δόθηκε παίζοντας παραπάνω από όσο θα ήθελε κανείς (πλην των φίλων και συγγενών του). Με συνθήκες τέλειες, για να μην τα πολυλογούμε, οι οποίες σε κάνουν να θέλεις να πάψεις πια να πηγαίνεις σε «ροκ» συναυλίες. Που λέει ο λόγος…

079Kent_3.JPG

Αυτή η μουσική απαιτούσε την προσήλωσή σου και την κέρδιζε επάξια, χωρίς φανφάρες από τη μεριά της καλλιτέχνιδας. Και παρότι δεν είχα παρά ελάχιστη οπτική επαφή με τη σκηνή –όντας καθισμένος στα πλαϊνά καθίσματα– δεν με ένοιαξε καθόλου που δεν θα είχα την ευκαιρία να βλέπω την Καναδέζα που ζει πια στην Αμερική τσελίστρια εν δράσει, τον τρόπο με τον οποίον έχτιζε μπροστά στα μάτια μας μικρές συμφωνικές ηχητικές πράξεις, στέλνοντάς μας σε μακρινά ταξίδια του μυαλού με τις έγχορδες ελεγείες της. Ίσως και καλύτερα τελικά, τώρα που το σκέφτομαι…

079Kent_4.JPG

Γνωρίζω ότι κάπου εδώ θα πρέπει να προσέξω να μην κυλήσω σε όλα τα λεκτικά κλισέ στα οποία μπορεί να καταφύγει κανείς ώστε να περιγράψει ένα είδος μουσικής όπως αυτό που πραγματεύεται η Kent. Αναπόφευκτα, όμως, θα χρειαστεί να αναφερθώ στον ρομαντικό της χαρακτήρα, έτσι όπως το δοξάρι σύρεται επάνω στις μπάσες χορδές (δημιουργώντας ένα πλήρους βαρύτητας ηχητικό πλαίσιο) και στις πρίμες (για να το χρωματίσει με φαντασία). Όπως και στην κινηματογραφικής υφής πλοκή των συνθέσεων, που λειτουργούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως οι κατά παραγγελία μουσικές που αναλαμβάνουν να ντύσουν μια ταινία, αλλά και στη μετα-κλασική οπτική που φέρνει το έργο της αντιμέτωπο με τους κολοσσούς του αντίστοιχου ρεπερτορίου –μέχρι να σωθεί από έναν σωρό νεωτερισμούς, όσους την επαναφέρουν θριαμβευτικά στο σήμερα– καθώς και στις έσχατες επιρροές, που κάνουν όλη τη διαφορά και καμία διαφορά εν τέλει, εφόσον δεν ψάχνεις για πολλές λεπτομέρειες πίσω από κάτι που ακούς και συμφωνείς ότι είναι, πέρα και πάνω απ’ όλα, συναρπαστικό και όμορφο.

079Kent_5.JPG

Τι κάνει λοιπόν η Julia Kent και είχε μια (μεγάλη) χούφτα ανθρώπων να κρέμονται, θα ορκιζόσουν, από το δοξάρι της; Ξεκινάει τα κομμάτια παίζοντας μικρές φράσεις στο τσέλο, τις οποίες ανακυκλώνει ηλεκτρονικά σε λούπες, όπου επάνω τους αργότερα κεντάει τις αλλούτερες συνθετικές της εφορμήσεις, τόσο οικείες σαν ακούσματα –σαν 10 βιολιά να πλέουν επάνω σε μια θάλασσα από μέλι– και τόσο ανοιχτές σε ερμηνείες προσωπικές: σαν ένας λευκός καμβάς επάνω στον οποίον προβάλλεις εκείνο που επιθυμείς ή εκείνο που αποτελεί τη δική σου συναισθηματική αντανάκλαση.

Θα ήθελα να είχα επαφή με τη φιγούρα της, να βλέπω καλύτερα τα ξυπόλητα πόδια της να εκτελούν τη δική τους χορογραφία επάνω στα πετάλια και στα samplers, διαμορφώνοντας ένα αισθητικό πεδίο πυκνής κι ευφάνταστα δομημένης γραφής. Ή τα χέρια της, τον τρόπο με τον οποίον έκανε το δοξάρι να γλιστράει, άλλοτε γλυκά και ούρια κι άλλοτε –λιγότερο συχνά– απειλητικά, σαν πριόνι που θα ήθελε να πετσοκόψει τις χορδές βγάζοντας φριχτούς θορύβους. Κατέληγα όμως να τα βλέπω σαν σκιές που προβάλλονταν στον πλαϊνό τοίχο, χωρίς ωστόσο να έχω ιδιαίτερο πρόβλημα: ούτως ή άλλως, τα πάντα (ή τουλάχιστον τα βασικότερα), ήταν στο μυαλό μας.

079Kent_6.JPG

Όλα αυτά μαζί με ελάχιστα προηχογραφημένα, ένα πιανιστικό μέρος εδώ, ένας επαναλαμβανόμενος βιομηχανικός βόμβος εκεί, ένα σπασμένο ηλεκτρονικό beat παραπέρα –γνώριμα πράγματα για όσους γνωρίζουν το δισκογραφικό της έργο κι οπωσδήποτε τίποτα που θα μπορούσε να σε βάλει σε σκέψεις κι αμφισβητήσεις για τον ζωντανό χαρακτήρα του θεάματος– συνέθεσαν ένα σύνολο ήχων μαγικών, που για μία ώρα και κάτι μετέτρεψαν τη βραδιά σε μια καλοστημένη και ταυτόχρονα ανεπιτήδευτη παράσταση κλασικότροπης ομορφιάς. Απ' αυτές που δεν ζούμε συχνά (ή, έστω, δεν κυνηγάμε να ζούμε όλοι εμείς οι παρεπιδημούντες της ροκ σκηνής, με όλα τα παρακλάδια της, καλώς ή κακώς έτσι έχουν τα πράγματα), μα που είναι λυτρωτικό να επισκεπτόμαστε μια στις τόσες, για να καθαρίζει το κεφάλι μας από λογής-λογής σκουπίδια. Ηχητικά και άλλα.

079Kent_7.JPG

Η Julia Kent, όσο χρειάζεται επικοινωνιακή με το ακροατήριό της και σεμνή παρά το μεγαλείο της Τέχνης της, μας αποζημίωσε με μία ξεκάθαρα χαρισματική performance, που ήθελε αληθινά προσπάθεια να μην εκτιμήσεις για το περιεχόμενο και την εκτελεστική της δεινότητα. Μακάρι να έχουμε την ευκαιρία να την ξαναδούμε στη χώρα μας (αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που μας επισκέφθηκε, ούτως ή άλλως), κατά προτίμηση σε έναν χώρο τόσο απρόβλεπτα καταπληκτικό, όσο και η Αγγλικανική Εκκλησία της Φιλελλήνων.

{youtube}i7paibUAC5w{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured