Για κάποιον λόγο, περίμενα ότι η ταράτσα του Ρομάντσο θα «έβλεπε» Ακρόπολη και Λυκαβηττό. Καμία σχέση, όμως, καθώς το θερινό συναυλιακό πεδίο της οδού Αναξαγόρα περιστοιχίζεται από πολυκατοικίες, δίνοντας στα events που φιλοξενεί το μαγαζί ένα φόντο αστικής επιβλητικότητας. Κάτι που, από μια άποψη, λειτουργεί υπέρ της μουσικής, αφού σε αναγκάζει να συγκεντρωθείς σε αυτήν και όχι στην όποια γραφική, φεγγαρόλουστη εικόνα.

Το βράδυ της Παρασκευής μαζεύτηκε πολύς κόσμος στο Ρομάντσο, με το δροσερό αεράκι να βοηθά ομολογουμένως να υπομείνουμε τη σχεδόν μιάμιση ώρα καθυστέρησης της έναρξης. Η οποία έναρξη βρήκε τον Άγγελο Κράλλη –μέλος των Chickn, Jack Heart και Dream Warriors– να παίρνει θέση πίσω από το μικρόφωνο για να παρουσιάσει, «για πρώτη φορά μπροστά σε κόσμο» όπως μας προειδοποίησε, τα τραγούδια του επερχόμενου σόλο δίσκου του. Όπως εξήγησε, απέδρασε στην ορεινή Αρκαδία για να ηχογραφήσει κάτι που θα βασιζόταν αποκλειστικά στην κιθάρα, αλλά αυτό που του προέκυψε τελικά ήταν να βρει τη φωνή του –καθότι «στα βουνά συμβαίνουν παράξενα πράγματα».

Hawck_2.jpg

Πότε με τη dobro και πότε με την ακουστική του κιθάρα, ο Κράλλης αποδείχθηκε επαρκέστατος σε αυτήν τη σόλο εμφάνιση και χειροκροτήθηκε θερμά. Σίγουρα υπήρχε άγχος και αμηχανία από την πλευρά του, όμως ο μουσικός βρήκε τα αποθέματα για να παρουσιάσει τα φολκ και μπλουζ υφής τραγούδια του με πειθώ, δημιουργώντας κλίμα κατάνυξης. Ανάμεσα σε όσα ακούσαμε ήταν τα δικά του “Pick A Part” και “I Could Live In Hope”, αλλά και εκτελέσεις σε τραγούδια των Dave Van Ronk (“Hang Me, Oh Hang Me”) και Reverend Gary Davis (“Death Don't Have No Mercy”). Το σετ του έκλεισε με μια οργανική, τραχιά και ελαφρώς κακόφωνη βερσιόν της “Μισιρλούς”.

Hawck_3.jpg

Το κυρίως πιάτο της βραδιάς, οι A Hawk And A Hacksaw από την Αλμπουκέρκη του Νέου Μεξικού, δεν άργησαν να λάβουν θέσεις στη σκηνή. Το ντουέτο –και ζευγάρι στη ζωή– του Jeremy Barnes (πρώην ντράμερ των Neutral Milk Hotel) και της Heather Trost (με θητεία στους Beirut) εμφανίζεται με διάφορους μουσικούς στις ανά τον κόσμο συναυλίες του: στην Αθήνα είχαν μαζί τον Αμερικανοπαλαιστίνιο Issa Malluf (επίσης από την Αλμπουκέρκη), ο οποίος τους συνέδραμε με το τουμπελέκι και τα λοιπά κρουστά του.

Hawck_4.jpg

Στο σύντομο εναρκτήριο λογύδριό του, ο Barnes σύστησε το σχήμα και προέτρεψε το κοινό να θέτει στα μέλη τις όποιες ερωτήσεις προέκυπταν. Προλόγισε επίσης με χιουμοριστικό τρόπο το πρώτο τραγούδι, το “I Am Not A Gambling Man”, αναδεικνύοντας την προφητική διάστασή του και δίνοντας την εντύπωση ότι είχε διάθεση για επικοινωνία. Κάτι τέτοιο, πάντως, δεν επαληθεύτηκε στη συνέχεια, καθώς το γκρουπ μεταπηδούσε από το ένα κομμάτι στο επόμενο χωρίς χρονοτριβές. Έτσι, οι μόνες άλλες κουβέντες που ακούσαμε από τα χείλη τους ήταν τα τυπικά ευχαριστώ και οι διαμαρτυρίες του Barnes προς τον ηχολήπτη Νίκο Τριανταφύλλου σχετικά με τον φωτισμό, που τον εμπόδιζε να δει καλά.

Οι A Hawk And A Hacksaw μάς παρουσίασαν ένα σετ με ό,τι τους έχει κάνει γνωστούς διεθνώς την τελευταία δεκαετία: ένα χαρμάνι από παραδοσιακά και ορίτζιναλ κομμάτια, ορμώμενα από τις παραδόσεις των Βαλκανίων, της Τουρκίας και λοιπών περιοχών. Το έκαναν μάλιστα με μουσικότητα, γνώση και δέσμευση που μαρτυρούσαν ότι οι τρεις τους έχουν επενδύσει πολύ κόπο και χρόνο στη μελέτη των τόσο μακρινών για αυτούς πολιτισμών.

Hawck_5.jpg

Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, βέβαια, θα πρέπει να αναφέρω ότι το τρίο έπεισε σαφώς περισσότερο όσο έμεινε στην οργανική διάσταση της μουσικής του. Διότι στις (πολύ λίγες ευτυχώς) φορές που η Trost τραγούδησε –στο δικό μας “Μανάκι Μου”, ας πούμε– το αποτέλεσμα ήταν μάλλον άβολο: τα φωνητικά προσόντα της Αμερικανίδας ήταν, δυστυχώς, αντιστρόφως ανάλογα της δεξιοτεχνίας της στο βιολί, ενώ και η τοποθέτησή τους στο συγκεκριμένο ηχητικό κλίμα τα εξέθετε ακόμα περισσότερο. Στο μεγαλύτερο μέρος της παρουσίας τους, πάντως, οι A Hawk And A Hacksaw ακολούθησαν αποκλειστικά οργανικούς δρόμους, προς τέρψη του μαγνητισμένου ακροατηρίου.

Hawck_6.jpg

Ηγέτης του όλου πράγματος αναδείχθηκε ο πολυοργανίστας Jeremy Barnes, του οποίου η παρουσία δέσποζε στη σκηνή. Πότε με το ακορντεόν στους ώμους, πότε σκυμμένος πάνω από το hammer dulcimer, ο Barnes είχε έναν ...διαβολικά ήρεμο τρόπο, ο οποίος ερχόταν σε αντίθεση με τους ...παπάδες που ενίοτε έπαιζε. Με μακρύ μαλλί και μουστάκι που παρέπεμπαν έντονα στον Nick Cave, ο Αμερικανός μουσικός οδήγησε με μαεστρία τους συνεργάτες του στα (κακοτράχαλα για τους Δυτικούς) μελωδικά και ρυθμικά μοτίβα των δικών μας και των γειτονικών παραδόσεων. Για το τελευταίο μάλιστα κομμάτι, έπαιξε κι ένα τρίτο όργανο: ένα τύμπανο που ευχαριστήθηκε δεόντως να κοπανάει, συνοδεύοντας το περασμένο από παραμορφωτικά φίλτρα βιολί της συντρόφου του.

Hawck_7.jpg

Το μόνο πραγματικό παράπονο από την εμφάνιση των A Hawk And A Hacksaw ήταν η διάρκειά της: μόλις 50 λεπτά έπαιξαν και δεν συζήτησαν καν το ενδεχόμενο ενός encore. Αυτή η εξέλιξη δυσαρέστησε πολλούς (οι οποίοι έσπευσαν να αποχωρήσουν γρήγορα), αν και, εδώ που τα λέμε, από ένα δωρεάν event δεν μπορεί κανείς να περιμένει πολλά περισσότερα.

Προσωπικά απόρησα περισσότερο για κάτι άλλο: πόσο κόσμο θα μάζευε μια αντίστοιχη συναυλία, στην οποία αυτού του ύφους και περιεχομένου ρεπερτόριο θα παρουσιαζόταν όχι από μια πολυσυζητημένη μπάντα (από Pitchfork και λοιπούς οδηγούς), αλλά από ένα «αυθεντικό» εγχώριο ή βαλκάνιο σχήμα. Μπορείτε να δώσετε τη δική σας απάντηση. Η δική μου αίσθηση είναι ότι λίγοι θα είχαν ασχοληθεί.

* Οφείλω μια συγγνώμη στον Kid Flicks, που δεν κατάφερα να παρακολουθήσω το DJ set του, το οποίο ήταν προγραμματισμένο για τη συνέχεια. Δυστυχώς μια έντονη αδιαθεσία με ανάγκασε να αποχωρήσω.

{youtube}aYjfBZxhUzU{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured