Το Roadburn Festival αποτελεί event καθολικά καταξιωμένο στις τάξεις των μουσικόφιλων που ασχολούνται με fuzzy ψυχεδελικές μουσικές, οι οποίοι φέρουν πλήρη γνώση περί των όσων συμβαίνουν στο Tilburg της Ολλανδίας. Όσοι πάλι δεν έχουν εντρυφήσει στον ήχο, μάλλον δεν μπορούν να κατανοήσουν τη μαγεία του πριν το επισκεφθούν. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, κατά τα οποία τα ονόματα αποδεικνύονται ολοένα και πολυπληθέστερα σε αριθμό και είδη μουσικής, οπότε και το κοινό άρχισε να γίνεται αρκούντως πιο πολυσυλλεκτικό, δίχως πάντως να χάνεται η «οικογενειακή ατμόσφαιρα» που χαρακτηρίζει έναν θεσμό –γιατί περί θεσμού πρόκειται– ολοκληρωτικά εδραιωμένο στις συνειδήσεις των παλαιότερων οπαδών. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο υποφαινόμενος το επισκέφθηκε για 5η φορά, με πλήρη γνώση των συγκινήσεων, αλλά και των πρωτοφανών εκπλήξεων που δύναται να προκαλέσει.

Για όσους δεν έχουν όμως επαφή με τα της διεξαγωγής του Roadburn, κρίνεται απαραίτητη μια μικρή παρένθεση. Ο κυρίως χώρος, ονομαζόμενος 013, αποτελείται από 3 συνολικά σκηνές, στις οποίες εμφανίζονται και τα περισσότερα σχήματα. Το Stage01 (Bat Cave, για τους παλαιότερους), ουσιαστικά ένα μικρό bar που χωρά μόλις 150, το πολύ 200, ανθρώπους· το Green Room, χωρητικότητας 400-450 ανθρώπων και το Main Stage, που μπορεί να δεχτεί μέχρι και 2.000 άτομα –φανταστείτε το σαν διπλάσιο του δικού μας Gagarin. Το Het Patronaat, από την άλλη, βρίσκεται σε απέναντι κτήριο: είναι μια καθολική εκκλησία, ένας πραγματικά υπέροχος χώρος, με δυνατότητα να φιλοξενήσει 800-900 άτομα· αποτελεί τη δεύτερη σημαντικότερη επιλογή για τα μεγάλα ονόματα του φεστιβάλ. Και φυσικά υπάρχει και το Cul de Sac, στο οποίο ξεκίνησαν φέτος να εμφανίζονται συγκροτήματα: ένα cafe/bar σε κοντινή απόσταση, με πολύ μικρή χωρητικότητα, περισσότερο στοχευμένο σε νεοφερμένους καλλιτέχνες.

Μέρα 1, 9 Απριλίου

Η πρώτη μέρα αποδείχθηκε η πιο κοπιαστική από όλες, καθώς τα περισσότερα ενδιαφέροντα ονόματα κατέληξαν συγκεντρωμένα σε τέτοιον βαθμό, ώστε απαιτήθηκε να κόβουμε μέρη από τα ανάλογα set, τρέχοντας –κυριολεκτικά– από τη μία σκηνή στην άλλη. Πρώτους παρακολούθησα τους sludge/funeral doomsters Bell Witch (φωτό) με τον βαρύ και ασήκωτο ήχο τους. Εντυπωσίασαν από νωρίς, καταδεικνύοντας τον πανίσχυρο ήχο της σκηνής του Het Patronaat. Το επόμενο μισάωρο αφιερώθηκε στους Tower, που αποτέλεσαν και την πρώτη μεγάλη έκπληξη, αφού το καθ' όλα γουστόζικο stoner/bluesy rock τους μας απέτρεψε να συνεχίσουμε την πορεία προς τους Minsk, παρότι μας ήταν παντελώς άγνωστοι μέχρι εκείνη τη στιγμή. Θα αποτελέσουν λοιπόν σχήμα υπό παρακολούθηση τον ερχόμενο καιρό, μιας και ο ήχος αυτός παραμένει πολύ δημοφιλής και η καταγωγή τους φαίνεται να είναι από τη Σουηδία –σημαντικό για μπάντες αντίστοιχου ήχου στις μέρες μας.

Δεν χάσαμε πάντως τους Minsk, οι οποίοι έχουν αρχίσει να ακούγονται τόσο Neurosis, ειδικά στα φωνητικά, ώστε δεν θεωρούνται αδίκως σαν τα καλύτερα (πνευματικά) τους παιδιά. Έπειτα ωστόσο από την ισοπεδωτική τους εμφάνιση στο Roadburn του 2009 –όταν 20 Έλληνες στις μπροστινές σειρές φώναζαν σαν παλαβοί για ένα ανέλπιστο encore, κερδίζοντας επάξια το "Narcotics And Dissecting Knives", αν δεν απατώμαι– και παρότι ήρθαν στο Tilburg με έναν νέο δίσκο που τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από παλαιότερες δουλειές, εμφανίστηκαν τελικά σε μια σκηνή εμφανώς μικρότερη. Κίνηση αψυχολόγητη, καθότι το Green Room (για να μη πούμε το Het Patronaat) θα τους ταίριαζε πολύ καλύτερα, δεδομένης της απήχησής τους στο «παραδοσιακό» Roadburn κοινό. Παρ' όλα αυτά διέπρεψαν, συγκίνησαν και επανέφεραν μνήμες 6ετίας, προκαλώντας γλυκιά νοσταλγία και ίσως απογοήτευση για το γεγονός πως, παρά την επιτυχημένη τους πορεία, δεν έχουν ακόμα επισκεφθεί την Ελλάδα.

Η συνέχεια επιφύλασσε Salem's Pot και Subrosa, με τους δεύτερους να κερδίζουν κατά κράτος τις εντυπώσεις. Για την ακρίβεια, παρακολουθήσαμε λίγο Salem's Pot (φωτό) γιατί η ουρά έξω από το Het Patronaat ήταν τεράστια και έπρεπε να βγει κάποιος κόσμος προτού εισέλθουν νέοι παρευρισκόμενοι. Παίζουν ένα είδος doom/stoner που και ποτέ να μην ακούγαμε ζωντανά, δεν θα άλλαζε η ζωή μας. Οι Subrosa, από την άλλη, ήταν καταιγιστικοί, διαθέτοντας τον πιο ισοπεδωτικό –κυριολεκτικά– ήχο που έχω ακούσει ποτέ στο φεστιβάλ: καθαρός, συμπαγής και δυνατός, σε σημείο που έκανε να ρούχα σου να κυματίζουν κάθε που έσκαγε «εκείνο» το μαγικό riff, ικανό να σε τινάξει σε 10 μέτρα απόσταση. Θυμάμαι έντονα στις πίσω σειρές μια σύντομη συζήτηση να διακόπτεται τόσο ραγδαία, σε σημείο που νομίζαμε πως συνέβη κατολίσθηση στον χώρο. Κι όμως, το σχήμα έπαιζε απλά το επόμενο κομμάτι...

Ακολούθως, πήραμε δυνατή τζούρα από το sludgy black metal των Mortals, μας άφησαν λίγο αδιάφορους οι Floor κι ενώ απολαύσαμε τους Spidergawd (φωτό) νοσταλγήσαμε την επική εμφάνιση των Motorpsycho 6 χρόνια νωρίτερα, η ατμόσφαιρα των οποίων καθήλωσε ολοκληρωτικά το Main Stage. To alternative/shoegaze των Marriages ηχούσε πιο απολαυστικό από τους πρόσφατους Red Sparowes, σε σημείο που η Emma και ο Greg έμοιαζαν να έχουν κλίση προς το εν λόγω project κατά πολύ ισχυρότερη από την κύρια ασχολία τους. Και όλα αυτά για να φτάσουμε στο εντυπωσιακό άνοιγμα των Russian Circles, τους οποίους παρακολουθήσαμε επί 20 μόλις λεπτά, χάριν του τρίτου κατά σειρά μεγάλου highlight του φετινού Roadburn: το φαινόμενο Uzala.

Ενδεχομένως, οι οπαδοί των Uzala στην Ελλάδα να μετρούνται στα δάκτυλα των δύο χεριών. Πολύ πιθανό, επίσης, να παραμένουν εξίσου άγνωστοι σε πολλά μέρη του κόσμου. Η κακή διανομή και η ατυχής επιλογή δισκογραφικών εταιριών, όμως, δεν θα έπρεπε να αποτελούν κριτήρια για την ποιότητα της μουσικής τους. H Darcy Nutt και ο Chad Remains αποτελούν τους απόλυτους μύστες του doom, μια σύμπραξη ψυχών με πρωτοφανή έμπνευση πηγάζουσα από αγνή, ατόφια ανησυχία, σε βαθμό που ο χαρακτήρας τον οποίον υιοθετούν αποκτά τη δική του ξεχωριστή ταυτότητα –κάτι σπάνιο γενικά για το doom metal παρακλάδι. Η εμφάνιση αποδείχθηκε λοιπόν καθηλωτική, αγγίζοντας τις προσδοκίες μας, με τη διαφορά ότι δεν ακούσαμε το "Cataract" (βολευτήκαμε πάντως με το "Death Masque"). Αλλά και τα νέα κομμάτια που παρουσίασαν άφησαν πολύ ισχυρές υποσχέσεις για τον, άτιτλο ακόμα, τρίτο δίσκο, που θα έρθει καθώς φαίνεται για να ισοπεδώσει το σύμπαν.

Στη συνέχεια, οι black metallers Verbum Verus δεν μπόρεσαν να υποστηρίξουν το ρεπερτόριό τους με τόσο χαμηλό volume στις κιθάρες, ενώ οι Anthroprophh φάνηκαν ενδιαφέροντες, αλλά όχι για κάθε ώρα της ημέρας. Οι Woven Hand ήταν ως συνήθως καθηλωτικοί, εστιάζοντας κατά βάση σε νέο υλικό. Παρ' όλα αυτά, την παράσταση έκλεψαν οι Monolord, παίζοντας μια fuzzy/doom διασκευή στο "Fairies Wear Boots" των Black Sabbath, με τους σχιζοφρενείς Ken Mode να ακολουθούν από κοντά. Οι οποίοι, όντας υπερκινητικοί, έπαιζαν κάθε θέμα της πολύπλοκης μουσικής τους στην εντέλεια, σε σημείο που αναρωτιόσουν πώς γίνεται μια τόσο δύσπεπτη φαινομενικά μουσική να καταλήγει εξαιρετικά πιασάρικη. Η συνέχεια βέβαια επιφύλασσε τους Eyehategod, τους οποίους θα απολαύσουμε και σύντομα στην Αθήνα. Περιττό μου φαίνεται να σας περιγράψω το μεγαλείο που διέπει αυτή την τεράστια μπάντα επί σκηνής...

 

«Hey, we have a new record out. Anyone bought it»; ρώτησε χαρακτηριστικά ο πολύς Mike IX Williams τους παρευρισκόμενους, σαν να περίμενε κάποια απάντηση. Χέρια σηκώθηκαν στον αέρα και ευθύς ανταπαντά: «Two people. Thanks, man». Το χιούμορ που συνοδεύει τις εμφανίσεις των Eyehategod είναι κλασικά ανάλογο της sludgy party διάθεσης που μεταδίδουν στο κοινό, γιατί όσο η μουσική τους ηχεί βίαιη και νοσηρή στο στούντιο, άλλο τόσο ψυχαγωγική καταλήγει σε κάθε live εμφάνιση που έχουμε βιώσει. Οι Eyehategod είναι έτσι η απόλυτη μπάντα για να περάσεις μια τέλεια βραδιά γελώντας, ουρλιάζοντας και κάνοντας mosh –πιθανότατα ταυτόχρονα. Ελάχιστοι μπορούν να προσφέρουν αντίστοιχα επίπεδα ψυχαγωγίας.

Παρ' όλα αυτά, ξεκλέψαμε 10 λεπτά για δούμε τι εστί Helms Alee (ανούσιο ρίσκο), απολαύσαμε αρκούντως τους Lazer/Wolf και διαπιστώσαμε πως τα νέα κομμάτια των Bongripper (φωτό), καθότι έπαιζαν το Miserable στην ολότητά του, ηχούσαν πολύ καλύτερα ζωντανά –δεν είχα εντυπωσιαστεί διόλου την περίοδο που κυκλοφόρησε ο δίσκος... Αλλά η μεγαλύτερη έκπληξη της βραδιάς ήταν τελικά οι Ελβετοί Cortez, μια μπάντα που μου θύμισε πολύ τους Converge, με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο για τη ζωντανή τους παρουσία. Ενεργητικοί και συνάμα δυναμικοί, δεν σε άφηναν να ξεκολλήσεις το βλέμμα σου από πάνω τους. Σχεδόν μετανιώσαμε που έπρεπε να αποχωρήσουμε για να προλάβουμε δύο από τις προαναφερθείσες μπάντες του κλεισίματος.

Μέρα 2, 10 Απριλίου

Η δεύτερη μέρα ξεκίνησε ομολογουμένως πιο ήπια. Οι όποιες αντοχές έμοιαζαν εξαντλημένες, οπότε αποφασίσαμε να απολαύσουμε κατά κύριο λόγο τους Virus, που εγκαινίασαν με την εμφάνισή τους το Main Stage. Με μια κιθάρα αυτή τη φορά στη σύνθεση και τον πολύ Petter Berntsen των Audiopain να επιστρέφει στο μπάσο, στάθηκαν αδιαμφισβήτητα πιο πιστοί στο συναίσθημα της μουσικής τους, σε σημείο που –παρά το ότι τα πόδια του Carl Michael είναι ανεπανόρθωτα σακατεμένα– 3 άτομα  κατάφεραν να γεμίζουν μια τεράστια σκηνή, αποσπώντας το ηχηρό χειροκρότημα του κοινού. Ήταν με διαφορά η καλύτερη από τις τρεις φορές που τους έχω παρακολουθήσει, δίχως να υπολογίζουμε το απίστευτο νέο τραγούδι που παρουσίασαν, το οποίο κινήθηκε σε ρυθμούς τόσο ζωηρούς, ώστε σχεδόν σε ωθούσε να χορεύεις.

 

Η συνέχεια με τους Ισλανδούς black metallers Svartidauði εντυπώθηκε ικανοποιητική, μα όχι συγκλονιστική, όπως αναμέναμε. Βασική αιτία ο ήχος, ο οποίος, παρότι κυμάνθηκε σε αποδεκτά επίπεδα, κατέληγε σχετικά βρώμικος, αποσιωπώντας έτσι την ατμόσφαιρα της μουσικής τους. Στη σκηνή πάντως φαντάζουν εντυπωσιακοί, καλύπτοντας τα πρόσωπά τους ως πραγματικοί «goat gangstas», δείχνοντας παράλληλα την ευγνωμοσύνη τους προς τον κόσμο που τους στηρίζει.

Λυπηθήκαμε έτσι που έπρεπε να αποχωρήσουμε για τους Sólstafir, αλλά πώς αλλιώς θα βιώναμε τη μία από τις δύο εμφανίσεις που έκλεισαν στο Roadburn, ειδικά από τη στιγμή που έπαιξαν το "She Destroys Again", κομμάτι που δεν είχαμε τη χαρά να ακούσουμε στην πρόσφατη εμφάνισή τους στην Αθήνα; Για περισσότερα θα σας παραπέμψω στην ανταπόκριση που δημοσιεύθηκε στις σελίδες μας προ δύο μηνών (link), αφού κάθε εμφάνισή τους χαρακτηρίζεται από παρόμοια επίπεδα συγκίνησης.

 

Επιλέξαμε κατόπιν να προσπεράσουμε τους Der Weg Einer Freiheit, ώστε να προετοιμαστούμε για το φαινόμενο Fields Of The Nephilim. Για την ακρίβεια, οποιαδήποτε μπάντα κι αν εμφανιζόταν πριν θα φάνταζε πολύ μικρή, οπότε χρειαζόμασταν τις απαραίτητες ανάσες προκειμένου να τους απολαύσουμε. Η μπάντα ανέβηκε στη σκηνή με καθυστέρηση 10 λεπτών, γεγονός που μας γέμισε τόσο με εκνευρισμό, όσο και με ανυπομονησία. Αλλά στη συνέχεια μας επιφύλαξαν μια best of setlist, που μας αποζημίωσε στο έπακρο. Ακούσαμε δηλαδή τα "Dawnrazor", "Moonchild", "From The Fire" (από το αποκηρυγμένο Fallen, το οποίο και παίζουν σπάνια), "Love Under Will", "The Watchman", "For Her Light", "At The Gates of Silent Memory" και "Psychonaut", με απόδοση τέτοια που κάθε σχόλιο φαντάζει φτωχό. Η συναισθηματική έκρηξη του "Love Under Will", το διαχρονικό "Moonchild", το πολυεπίπεδο "Psychonaut", αποτελούν μόνο τρία παραδείγματα για το πώς κάθε κομμάτι έθετε το λιθαράκι του σε μια αψεγάδιαστη εμφάνιση στην οποία η ατμόσφαιρα, δεμένη με τη σκοτεινή φωνή του McCoy, σκορπούσε ρίγη στον χώρο.

 

Το ρολόι έδειχνε πως έπαιζαν 50 λεπτά κατά το κλείσιμο του "Psychonaut", με τη φόρτιση να μας ωθεί να αδημονούμε για τη συνέχεια. Εκεί ακριβώς αποφάσισαν όμως να μας αποχαιρετίσουν –έτσι απλά, χωρίς καμία προειδοποίηση. Κοίταξα ξανά το πρόγραμμα, μήπως συνέβη κάποιο λάθος. Κι όμως, οι Fields Of The Nephilim είχαν κλείσει να εμφανιστούν για 75 λεπτά. Μια μικρή απογοήτευση διαφαινόταν στα πρόσωπα πολλών από το κοινό, παρ' όλα αυτά κρατήσαμε τις αμφιβολίες μας για την επόμενη μέρα, μήπως τυχόν διαψευστούν. Και επιλέξαμε να συνεχίσουμε με Focus και Eyehategod, με τους Focus (φωτό) –αυτούς τους πραγματικούς προπάτορες των 1970s– να αποδίδουν εμπειρία ετών, παρά τα νέα μέλη στη σύνθεση. Οι Eyehategod, πάλι, πανομοιότυπα απολαυστικοί με την πρώτη μέρα, παρέδωσαν λάσπη, διασκέδαση και ανάλογη δόση χιούμορ, σε σημείο που όλοι κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον με απορία: «I wanna be somebody, be somebody... Chris Holmes was found dead today, man. 57 years old». Το αστείο ξέρετε ποιο είναι; Ο Chris Holmes είναι ακόμα ζωντανός!

 

Στη συνέχεια πήραμε δόσεις από Wardruna, The Heads και Tombstones. Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι ο μεγαλύτερος fan του νορβηγικού (dark) folk, γι' αυτό και δεν παρακολούθησα παρά λίγο από την εμφάνιση των Wardruna. Πάντως η ατμόσφαιρα που κάλυπτε τον χώρο σε συνδυασμό με το ότι έπαιζαν τα πάντα ζωντανά, προκαλούσε δέος ανάλογο του ονόματός τους. Οι Heads από την πλευρά τους μας χάρισαν σκληρές ψυχεδέλειες, με την εμπειρία τους να υποστηρίζεται από τον εκπληκτικό ήχο του Het Patronaat, που δυνάμωνε σταδιακά της εντυπώσεις: όποιος είναι βαθιά χωμένος σε αυτές τις μουσικές, δύσκολα δεν θα ενθουσιαζόταν. Οι Tombstones αποτέλεσαν την πρώτη ευχάριστη έκπληξη της 2ης ημέρας, με το fuzzy doom metal τους να πλαισιώνεται από μορφές ντυμένες με μανδύες και με τα σκαλωματικά τους riff ν' αφήνουν υποσχέσεις για τον επερχόμενο δίσκο. Ψιλομετάνιωσα που δεν αγόρασα το βινύλιο από το αντίστοιχο merch table, αλλά δεδομένα θα αποτελέσουν σχήμα υπό παρακολούθηση. Φέρουν όλες τις προδιαγραφές για μια λαμπρή πορεία.

 

Ο χρόνος μας κατόπιν μοιράστηκε μεταξύ των Downfall Of Gaia, Enslaved και Profetus. Οι πρώτοι έμοιαζαν αποπνικτικά στριμωγμένοι στη μικρή σκηνή του Cul de Sac, σε αντιπαραβολή με τη κοσμοσυρροή που έσπευσε να τους παρακολουθήσει. Ενδεχομένως βέβαια αυτό να αποτέλεσε και κινητήριο μοχλό για το ορμητικό τους crust/sludge/black metal, το οποίο –σε συνδυασμό με τον κατάλληλο φωτισμό– προξένησε εντύπωση ακόμη και σε όσους δεν είχαν μέχρι πρότινος επαφή με τη μουσική τους. Ο συναγωνισμός ήταν σκληρός παρ' όλα αυτά, ειδικά από τη στιγμή που οι Enslaved (φώτο) στο Main Stage έδιναν την καλύτερη με διαφορά εμφάνιση από τις πέντε που έχω παρακολουθήσει, παίζοντας μια setlist που βασίστηκε κατά το ήμισυ στην τρανή περίοδο του 1990s black metal υλικού· όταν άλλωστε αναφερόμαστε σε "Allfǫðr Oðinn", "Loke" και "Fenris", μιλάμε για black metal κόλαφο. Όλα παιγμένα στη σειρά, απ' ευθείας από τις πρώιμες μέρες τους, ειδικά προετοιμασμένα για την ξεχωριστή περίσταση του Roadburn 2015. Περιττό να σας πω ότι αυτή η εμφάνιση θα μείνει μυθική στους κύκλους που ασχολούνται με ανάλογες μαυρομεταλλικές μουσικές, καθότι οι Enslaved επιλέγουν πλέον να εστιάζουν στην «προοδευτική» τους περίοδο. 

Οι Profetus πάλι, ως σωστοί Φινλανδοί, ακολούθησαν το δόγμα που διέπει τις αντίστοιχες μουσικές της χώρας τους: επιβλητικό πένθος κατέκλυσε ασφυκτικά τον χώρο, με τις μπροστινές σειρές να τρίζουν κάθε φορά που τα αργόσυρτα riffs προσέλκυαν ολοένα και περισσότερους ενώπιον της σκηνής. Οι Skuggsja φάνηκαν απλά ενδιαφέροντες, ως μια σύμπραξη της μουσικής των Enslaved και Wardruna, οι Skeletonwitch ήχησαν κάπως περίεργοι με τον νέο –προσωρινό, ελπίζουμε– τραγουδιστή, ενώ οι Pyramidal αποτέλεσαν μία ακόμα ευχάριστη έκπληξη, με τις ταξιδιάρικες, ψυχεδελικές τους κιθάρες να κλείνουν τη δεύτερη μέρα σε ένα παντελώς trippy mood. Οι εναπομείναντες φίλοι βασικά παρέμειναν  για λίγο και μετά το τέλος του σετ, πιθανώς αποσβολωμένοι από το πώς ένα τόσο ποιοτικό συγκρότημα παραμένει άγνωστο στους ανάλογους μουσικόφιλους κύκλους...

(συνεχίζεται)

{youtube}4oK3f5_MjLE{/youtube} 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured