Οι Carcass ήταν και παραμένουν μια τεράστια μπάντα. Το απέδειξαν άλλωστε και πέρυσι με τον εμφατικότερο τρόπο, κυκλοφορώντας το Surgical Steel, άλμπουμ που επιστέγασε ένα από τα πιο επιτυχημένα reunion του metal. Αν συνυπολογίσεις και τα 17 χρόνια απουσίας, ο άθλος αυτός –γιατί περί τέτοιου πρόκειται– λαμβάνει επικές διαστάσεις.
Μέχρι στιγμής τους είχαμε απολαύσει εις διπλούν, αλλά μόνο στα πλαίσια φεστιβάλ και ποτέ σε κλειστό χώρο. Κάπου εδώ ήρθε λοιπόν το πλήρωμα του χρόνου να συμβεί κι αυτό, γιατί καλά και χρυσά τα φεστιβάλ, αλλά ο ήχος, ο παλμός και η ένταση ενός club προσδίδει άγρια ομορφιά στο νεκρομεταλλικό ιδίωμα. Όλα τα παραπάνω έκαναν τη συναυλία των Carcass ίσως την πιο πολυαναμενόμενη για φέτος. Πριν όμως από τους πιονέρους της ακραίας βρετανικής μουσικής, προηγήθηκαν δικά μας παιδιά…
Τον δύσκολο ρόλο να ζεστάνουν το κοινό στο Gagarin ανέλαβαν οι πιτσιρικάδες Chronosphere. Το γεμάτο γωνίες thrash metal τους ήταν ιδανικό όχημα για να ξεκινήσουν να μπαίνουν σε κίνηση τα κεφάλια των λιγοστών (δυστυχώς) παρευρισκομένων εκείνη τη στιγμή. Οι μάγκες όμως με τα… «κόκκινα παντελόνια» δεν κώλωσαν! Γεμάτοι ενέργεια, νεανική ορμή, τεστοστερονάτοι και με σύμμαχο τον πολύ καλό ήχο, απέδωσαν ένα όμορφο σετ, το οποίο βασίστηκε στους δύο δίσκους που έχουν κυκλοφορήσει μέχρι τώρα. Αδικήθηκαν μόνο από τον λιγοστό κόσμο που υπήρχε από κάτω…
Μετά τους Chronosphere σειρά είχαν οι Mortal Torment και το brutal death metal τους. Ο ήχος μπόμπα πάλι! Μάλιστα, δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που βρέθηκα σε συναυλία και όλες οι support μπάντες είχαν τόσο καλό ήχο. Πίσω στα των Mortal Torment, αποδείχθηκαν θεριζοαλωνιστική ακριβείας. Δεμένοι, παρ' όλο που ο ένας κιθαρίστας αντικαθιστούσε τον «γιατρό» που έχει ντυθεί στο χακί, μας… ίσιωσαν τόσο με τα γκρουβάτα, όσο και με τα γρήγορα μέρη τους. Ο Νάκος, frontman καρικατούρα: μορφή της ελληνικής σκηνής, «γλεντάει» με άνεση το κοινό κερνώντας απλόχερα σαπίλα. Εκτός από το υλικό τους, μας χάρισαν και μια διασκευή στο “From Womb Τo Waste” των Dying Fetus. Στο δε “Decomposition In Vomit” έγινε ωραίος τζέρτζελος, με όλα τα μέλη των Chronosphere να βρίσκονται μέσα στο pit… Άξιοι όλοι τους!
Θανάσης Μπόγρης
Οι Carcass, δηλαδή η μπάντα των Bill Steer & Jeff Walker και όχι του Michael Amott (όπως ίσως νομίζει μεγάλη μερίδα του κοινού εδώ στην Ελλάδα), πάτησε σανίδι με το "Buried Dreams" και προς στιγμήν ένιωσα τα όνειρά μου για μια ανεπανάληπτη συναυλία να θάβονται κάτω από τον κάκιστο ήχο: ενώ φωνή, ντραμς, μπάσο ακούστηκαν τέλεια, οι ρυθμικές κιθάρες πνίγηκαν πίσω από μια βαβούρα, φρενάροντας έτσι την ηχητική απόλαυση. Ευτυχώς για όλους μας, ο ηχολήπτης διορθώνει τη μίξη μετά το “Incarnated Solvent Abuse”, με αποτέλεσμα όλη η υπόλοιπη setlist να ακουστεί καθαρά.
Το υλικό από το πρόσφατο Surgical Steel αποτέλεσε για μένα το highlight της τρίτης επίσκεψης των Carcass στην Ελλάδα, μιας και τα τραγούδια ακούγονται ακόμα πιο ενδιαφέροντα σε ζωντανό περιβάλλον. Το “The Granulating Dark Satanic Mills” ειδικά, είναι κομματάρα –άσχετα αν το ελληνικό κοινό δεν ανταποκρίνεται εξίσου θερμά στα καινούργια τραγούδια, φαίνεται ότι «νιώθει» περισσότερο την αλληλουχία των grind years “Reek Οf Putrefaction”, “Pyosisified (Rotten Τo Τhe Gore)”, “Genital Grinder” και “Exhume Τo Consume”. Η στρατολόγηση επίσης των Ben Ash (κιθάρα) και Daniel Wilding (ντραμς) από τους Trigger The Bloodshed, πρόσθεσε καλής ποιότητας λιπαντικό στη μηχανή των Λιβερπουλιανών, με την έννοια ότι οι εν λόγω μουσικοί δεν έχουν μια ψυχρή session παρουσία, αλλά είναι πλήρως ενταγμένοι στο ύφος του γκρουπ.
Υπέρ το δέον καλοδιάθετος, ο Jeff Walker γέμισε τα κενά με χιουμοριστικά σχόλια, αν και προσωπικά θα επιθυμούσα μια πιο σφιχτή ροή στο σετ. Καίρια πάντως ατραξιόν της εικόνας των Carcass, είναι με διαφορά η περσόνα του Bill Steer. Ένας προικισμένος κιθαρίστας, που ενώ κινησιολογικά το παίξιμό του φλερτάρει έντονα με τα 1970s, ο ήχος που έχει ανακαλύψει αποτελεί την επιτομή του μελωδικού death metal. Με πάθος που συγκινεί κάθε φίλο του γκρουπ που γνωρίζει ότι είχε παραστρατήσει για πολλά χρόνια στο vintage rock, ο Steer μοιάζει με αναγεννημένο έφηβο…
Το “Heartwork”, από το ομώνυμο αριστούργημα, έβαλε τέλος σε μια απολαυστική συναυλία, που εάν είχε και λίγο μεγαλύτερη διάρκεια (μόλις 75 λεπτά), θα ξεπερνούσε στο προσωπικό μου ranking εκείνη την πρώτη φορά που τους είδα live, στο Rockwave του 2008, με τον ήλιο ντάλα…
Αλέξανδρος Τοπιντζής
{youtube}ZoIx9xkJlz4{/youtube}