Είναι τρελοί αυτοί οι Νορβηγοί. Εντάξει, δεν μπορώ να μιλήσω για όλους τους Νορβηγούς, μόνο για τους τρεις που αυτοαποκαλούνται 1982, των οποίων την εμφάνιση παρακολούθησα την περασμένη Τρίτη στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Παύλου. Τώρα πάλι που το σκέφτομαι, μόνο ο ένας φαινόταν πραγματικά τρελός, ο ντράμερ Øyvind Skarbø. Κι όταν βέβαια μιλάω για τρέλα, δεν εννοώ τίποτα το απειλητικό, απλά μια παιχνιδιάρικη –ίσως και πειραχτική– διάθεση από μέρους του· μια συνολική προσέγγιση και περφόρμανς, η οποία αποτέλεσε το σημείο εστίασης μεγάλου μέρους του σετ των 1982.
Θα ήταν δύσκολο, φαντάζομαι, να παρακολουθήσει κανείς τη μουσική των 1982 αν δεν υπήρχε η προαναφερθείσα πληθωρική παρουσία του Skarbo. Κι αυτό διότι ο ελεύθερος αυτοσχεδιαστικός δρόμος που ακολουθεί το τρίο δεν έχει ιδιαίτερα απότομες στροφές, ούτε περνάει μέσα από πολύ διαφορετικά μεταξύ τους τοπία. Αντιθέτως, κινείται μέσα σε αργά μεταβαλλόμενα μέρη, με το βιολί του Nils Økland και το εκκλησιαστικό όργανο του Sigbjorn Apeland να στήνουν μυσταγωγικές αρμονικές και μελωδικές ράγες, πάνω στις οποίες μπορεί εύκολα το αφτί να πιαστεί και σταδιακά να αφεθεί. Κι εδώ έρχονται τα κρουστά του τρελού της παρέας να προσδώσουν άλλοτε τον ρυθμό, άλλοτε την αντίστιξη κι άλλοτε την ίδια την αμφισβήτηση του όλου πράγματος· νοηματοδοτώντας έτσι περαιτέρω την ύπαρξή του.
Χρησιμοποίησε όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή του ο Νορβηγός ντράμερ εκείνο το βράδυ: τα σκουπάκια και τις μπαγκέτες του, τα γυμνά του χέρια, το στόμα του, τα πόδια του, κάτι βίδες που αφαίρεσε από το κιτ του, ακόμα και μέλη του κοινού, τα οποία οργάνωσε σε διάφορες θέσεις ισορροπίας πάνω και γύρω από τα ντραμς του και μετά έφυγε για να χαζέψει από μακριά τον τρόπο που παλλόταν το κινούμενο «γλυπτό» του. Μέσα από όλα αυτά φανέρωσε τη φαντασία, τη φρεσκάδα και το χιούμορ του, το οποίο είχαμε βέβαια εξ αρχής καταλάβει, μέσω του ξεκαρδιστικού προλόγου του.
40 λεπτά κράτησε όλα κι όλα το σετ των 1982. Σε συνδυασμό όμως με τον κρύο αλλά υποβλητικό ναό στον οποίο πραγματοποιήθηκε η συναυλία, η μουσική τους αποδείχθηκε πραγματικά ζωντανή, βαθιά και ουσιαστική, ανοιχτή στην επικοινωνία και όχι κλειστή σαν στρείδι. Ειδικά τα τελευταία λεπτά της έφεραν μια τέτοια κάθαρση, ώστε από μόνη της μπορούσε να σου ξεκλειδώσει όλα τα μυστικά που μέχρι εκείνη τη στιγμή ένιωθες να ξεγλιστρούν οριακά από την αντίληψή σου.
Υπήρχαν όμως και δύο «δικοί μας» μουσικοί εκείνο το βράδυ στο ναό της Φιλελλήνων, ο Χρίστος Χονδρόπουλος και ο Πάνος Αλεξιάδης. Ο δεύτερος άνοιξε τη βραδιά με ένα 20λεπτο ηχοτοπίο, το οποίο «έστησε» φέρνοντας σε επαφή μεταλλικούς σωλήνες και τεντωμένες χορδές, αλλά και με τη βοήθεια κάποιων φίλτρων και ενισχυτή. Ήταν ιδιαίτερα υποβλητικός ο ήχος του και αρκετά... «δρακουλιάρικος»: αν δηλαδή κάποιος έσβηνε τα φώτα του ναού, θα τα κάναμε πάνω μας στα σίγουρα.
Ο Χονδρόπουλος, από την άλλη, μέσα στα 10 λεπτά που βρέθηκε επί «σκηνής», μάς παρουσίασε την απίστευτη τεχνική του πάνω σε ένα «ενισχυμένο» σετ τυμπάνων, δίνοντας βάση στη λεπτομέρεια και στις εναλλαγές των δυναμικών και των «χροιών». Και οι δυο τους είχαν πραγματικά ενδιαφέρουσα και καθηλωτική παρουσία και αποτέλεσαν ιδανικό συμπλήρωμα μιας αληθινά περιπετειώδους βραδιάς.
{youtube}tkKKKo3HYds{/youtube}