Δεν υπήρχε κανείς που να πήγε στην Πλατεία Νερού την Τετάρτη και να μην έφυγε ικανοποιημένος, ακόμα και αν δεν ήταν όλο το line-up της αρεσκείας του. Ο πολύς και ενθουσιώδης κόσμος, η εκρηκτική εμφάνιση των Kasabian και το γενικά καλό επίπεδο όλων των συναυλιακών σετ δημιούργησαν τις συνθήκες μιας πολύ πετυχημένης βραδιάς, δείχνοντας ότι –ακόμα και στην εποχή της κρίσης– ένα καλό εγχώριο φεστιβάλ μπορεί να πετύχει τους στόχους του. Κάλλια Κακαλέτρη και Τάσος Μαγιόπουλος έδωσαν το παρών στο Φάληρο, καταγράφοντας όλες τις πτυχές του φετινού Ejekt. Και του χρόνου...
Wheatman
του Τάσου Μαγιόπουλου
Άχαρη δουλειά να εκτελείς χρέη πρώτου στη σειρά συγκροτήματος σε καλοκαιρινό φεστιβάλ. Πόσο μάλλον όταν αυτό γίνεται στην Ελλάδα, με τον ήλιο να βαράει κατακούτελα. Κάπου στις 5+ βγήκαν στη σκηνή οι συμπατριώτες μας Wheatman και προσπάθησαν να παρουσιάσουν τα τραγούδια τους. Όμως ο λιγοστός κόσμος και η ανυπόφορη ζέστη δεν φέρανε πολλούς μπροστά από τη σκηνή. Εντούτοις η μπάντα μας έδειξε πώς συνδυάζει το ατμοσφαιρικό ροκ των Madrugada με Calexico και Walkabouts αναφορές, ήχος που θεωρητικά θα ταίριαζε με τη ραστώνη της ώρας. Όμως, υπό τέτοιες συνθήκες, χρειαζόταν μάλλον κάτι πιο δυνατό για να κουνήσει τους θεατές από τις θέσεις τους.
Customs
του Τάσου Μαγιόπουλου
Οι Βέλγοι Customs φάνηκαν να κάνουν fashion statement, παρ’ όλη τη ζέστη που επικρατούσε την ώρα που εμφανίστηκαν. Κουστουμαρισμένοι όλοι τους, με γυαλί ηλίου και μαλλί κομμωτηρίου, οι συμπαθείς επισκέπτες από τον ευρωπαϊκό βορρά μοιάζαν σα να ξεπήδησαν από σελίδες ανδρικού περιοδικού μόδας. Όταν βέβαια άρχισαν να παίζουν τα όργανά τους, τα κοστούμια τους αντικαταστάθηκαν νοητά από μπλουζάκια The Back Room και Antics. Διότι ναι, ήταν τόσο εμφανής η επιρροή που έχουν ασκήσει πάνω στις συνθέσεις τους οι μουσικές των Editors πρωτίστως και των Interpol με μικρή διαφορά πιο πίσω. Κάτι σαν μια δεύτερη εκδοχή των Cinematics, οι Βέλγοι πραγματοποιήσανε μια καλή εμφάνιση, η οποία έβγαζε νεανική ορμή –πράγμα που έβαλε στο κλίμα από νωρίς όσο κόσμο είχε αρχίσει σιγά-σιγά να πυκνώνει μπροστά από τη σκηνή. Συνθετική πρωτοτυπία σίγουρα δεν διεκδικούν οι Customs, αλλά για τη δεύτερη θέση στο line-up του φετινού Ejekt αποδείχτηκαν μια χαρά.
Band Of Skulls
της Κάλλιας Κακαλέτρη
Λίγη ώρα μετά τους Customs, τη σκηνή κατέλαβε το τρίο των Βρετανών Band Of Skulls. Συγκρότημα γνωστό κυρίως για το επιχειρηματικό του πνεύμα (έχει ντύσει μουσικά μια πληθώρα ηλεκτρονικών παιχνιδιών και τηλεοπτικών σειρών), αλλά ακόμη περισσότερο για το μουσικό του ύφος, που είναι αναμφίβολα εξυμνητικό όλων των επιμέρους πρότζεκτ του Jack White ή της Alison Mosshart. Στην Αθήνα οι Band Of Skulls έσπευσαν να διασαφηνίσουν ότι σε μια ζωντανή εμφάνιση είναι σε θέση να μετονομάσουν το χαρακτηριστικό αυτό, που στους δίσκους τους θα το έλεγες «μετριότητα», σε «φεστιβαλική υπερεπάρκεια». Έτσι, από τις πρώτες κιόλας στιγμές η ομάδα των Hayward, Richardson & Marsden συνεπήρε με ευκολία το κοινό, αναδεικνύοντας τα σύγχρονα blues/garage στοιχεία της μέσα από παλιότερα τραγούδια από τον πρώτο δίσκο (όπως τα “I Know What I Am” και “Patterns”), αλλά και μέσα από πιο φρέσκα hits όπως τα “Sweet Sour” και “The Devil Takes Care Of His Own” (από τον δεύτερο, φετινό δίσκο). Μια σίγουρα αξιοπρεπής εμφάνιση από μια μπάντα με όση ενεργητικότητα χρειαζόταν ώστε να παραδώσει σκυτάλη και κοινό στον ακόμα πιο δραστήριο Miles Kane.
Miles Kane
του Τάσου Μαγιόπουλου
Όλοι περιμένανε να ακούσουν Last Shadow Puppets από τον Miles Kane, όμως τελικά δεν τους έκανε τη χάρη. Εντούτοις, του αξίζουν πολλά μπράβο για τη μαεστρία με την οποία χειρίστηκε το ελληνικό κοινό για όση ώρα έμεινε στη σκηνή της Πλατείας Νερού. Κλασική αγγλική προφορά στα λεγόμενά του, έκδηλο και αβίαστο κέφι/όρεξη για δυναμικές εκτελέσεις των τραγουδιών του, συν το ότι ο ήλιος είχε πια αρχίσει να πέφτει και η ατμόσφαιρα να «μυρίζει» καλή συναυλιακή βραδιά. Όλα αυτά σίγουρα τον βοήθησαν να φτάσει σε μία από τις αξιομνημόνευτες στιγμές του φετινού Ejekt. Στο εναρκτήριο “Rearrange” ο κόσμος σιγοτραγουδούσε μαζί του τα λόγια, ενώ στο κλείσιμο, όταν ακούστηκε το “Come Closer” (το μεγαλύτερό του μέχρι στιγμής hit), σύσσωμο το κοινό φώναζε τα επιφωνήματα του ρεφρέν. Η παρατεταμένη του δε εκδοχή έκανε τους παρευρισκόμενους να φωνάζουν όλο και πιο δυνατά τα «ahhhh, ohhhh», κάτι που οδήγησε σε μια οργιαστική εκτέλεση του κομματιού, ιδανική για να τελειώσει ένα τέτοιο σετ.
James
της Κάλλιας Κακαλέτρη
Τι μπορεί να πει κανείς πλέον για τον Tim Booth; Κατά την εναλλακτική κοινή γνώμη θεωρείται σχεδόν επιλήψιμο να ψελλίσεις έναν στίχο ή να κουνηθείς μια ίντσα στο άκουσμα των μεγάλων κλασικών που ανασύρουν και ερμηνεύουν οι James από το Gold Mother ή το Laid κάθε χρόνο στην Ελλάδα κατά την τελευταία περίοδο. Αυτό είναι όμως και το καλό με τα κλασικά μουσικά πράγματα: όσο και να ξενερώνει η μειοψηφία όταν η πλειοψηφία αρχίζει κι εκείνη να τα διεκδικεί, δεν χάνουν πόντο από τη δυναμική τους –ακόμα κι όταν χιλιοπαίζονται. Λίγο μετά τον Miles Kane, λοιπόν, τη σκηνή του Eject ανέλαβαν οι James, πολυάριθμοι και καλοδεμένοι, ερμηνεύοντας ένα σετ το οποίο ξεκίνησε ήσυχα –με τραγούδια όπως τα “Johnny Yen” και “Ring The Bells”– για να καταλήξει μέσω των “She's A Star” και “Tomorrow” στα γνώριμα επίπεδα μαζικής ψυχικής ανάτασης, υπό τους ήχους των “Laid” και “Sometimes”. Οι James του σήμερα ίσως να έχουν επαναπαυθεί στις ελληνικές δάφνες τους και να μην αγωνιούν για την προσοχή μας όσο π.χ. το 2007 στο ΟΑΚΑ (όπου ανέβασαν δέκα άτομα από το κοινό στη σκηνή), τίποτα όμως δεν μπορεί να αφαιρέσει από μεν εκείνους την ιδιότητα του σοβαρού συγκροτήματος και από δε ορισμένα τραγούδια τους την ιδιότητα του γνήσιου, βρετανοτραφούς 1990s χιτ.
Kasabian
της Κάλλιας Κακαλέτρη
Πρέπει να ήταν λίγο πριν ή λίγο μετά τα μεσάνυχτα όταν οι Kasabian και το “Days Are Forgotten” προσγειώθηκαν στη σκηνή του Eject. Το συγκρότημα που προ 15ετίας άρχισε να παίζει γνήσιο, ύστερο madchester με παράλληλα δομικά στοιχεία την ανάμειξη ροκ κλασικισμού και space-rock αισθητικής, έδωσε γλαφυρές εξηγήσεις στην πρώτη του εμφάνιση επί ελληνικού εδάφους για το πώς και γιατί έχει καταλήξει να θεωρείται σημαντικό ανάμεσα σε ένα εκατομμύριο βρετανικές μπάντες που από το ξεπατίκωμα χαρακτηριστικών των Oasis πετυχαίνουν μόνο τις φράντζες.
Μια έναρξη, λοιπόν, χωρίς περιστροφές, η οποία ακολουθήθηκε από τα “Shoot The Runner” και “Velociraptor”, δείχνοντας εξ αρχής τις προθέσεις των Kasabian να δικαιώσουν τους φανατικούς τους, ενώ παράλληλα συστήνονταν θορυβωδώς σε όλους εκείνους που είχαν έρθει στο φεστιβάλ για τους James. Με τη στομφώδη παρουσία του Tom Meighan να περιφέρεται σε όλο το μήκος και πλάτος της σκηνής και να αφιερώνει στο ελληνικό κοινό όλη την επανάσταση για την οποία κάνει λόγο το “Where Did All The Love Go?”, θα μπορούσε κανείς να ξεχάσει ότι ο πιο διακριτικός Sergio Pizzorno βρίσκεται πίσω από τραγούδια όπως το πρόσφατο “Re-wired” ή το θεσμικό “Empire”. Λίγο μετά, το “Fast Fuse” μετατράπηκε στα μισά σε “Misirlou”, με τη διασκευή να συναντά ξανά τον τελευταίο δίσκο των Kasabian στο όνομα του “Goodbye Kiss”, προσδίδοντας λίγο ρομάντζο σε ένα κατά τα άλλα στυγνά ισοπεδωτικό σετ.
Σε μια αναμενόμενη κίνηση, ο λυρισμός του “L.S.F.” έκλεισε την πρώτη φάση της εμφάνισης των Βρετανών, λίγο πριν ξαναβγούν για τρία τραγούδια, μα και για να χαιρετίσουν τις εκατόμβες που άφησαν πίσω τους με το “Fire” και δύο-τρία στιχάκια από το “She Loves You” των Beatles. Ένα γνήσια ροκ συγκρότημα σε μια γνήσια ροκ εμφάνιση, ό,τι και να σημαίνει αυτό...
{youtube}P7YfB_tztR8{/youtube}