Μαζί με πολλές, πολλές γυναίκες όλων των ηλικιών –οι άντρες φαίνεται ότι είχαν προτιμήσει τον ποδοσφαιρικό αγώνα– χωρίς από την άλλη πλευρά να λείψουν και τα ραδιοφωνάκια που μετέδιδαν το ματς για τους αγωνιούντες θεατές που μοιράζονταν τόσο την ιδιότητα του φιλάθλου, όσο και του «οπαδού» της όπερας, βρέθηκα κι εγώ την Τρίτη στο σχεδόν γεμάτο κοίλον του Ηρωδείου. Λίγο μετά τις 9, οι γυναικοπαρέες, τα ποδοσφαιρικά νέα και τα κινητά (αν και όχι όλα) σιώπησαν. Και, μέσα στο περιβάλλον ενός υποβλητικού σκηνικού, άρχισαν να κινούνται οι σκιές των πρωταγωνιστών.
Για να είμαι ειλικρινής, επικεντρώθηκα πολύ (για ακόμη μία φορά) στην αισθητική της παράστασης και λιγότερο στο μουσικό μέρος της –οπότε επιτρέψτε μου να αρχίσω με αυτήν. Η σκηνή απαρτιζόταν από τρία ευμεγέθη σύμβολα: από το χέρι σε στάση δείξεως/αρπαγής/απειλητικής κίνησης, από ένα γυναικόμορφο δέντρο –το οποίο συνδυάζεται (ως οπτικό κείμενο) με τη βιβλική υπόμνηση που αναφέρει η γυναικεία χορωδία κατά την είσοδο της Λεωνόρας στο μοναστήρι (συνδέοντας τη γυναικεία φύση με την αμαρτία της Εύας)– και από μια σφαίρα από πρόσωπα-μάσκες. Η τελευταία παραπέμπει στην υποτίμηση της ανθρώπινης ζωής, στον χρόνο που γυρνά σαν σφαίρα και φθείρει, παίρνοντας στο διάβα του ανθρώπους, αδικώντας, και οδηγώντας στην πυρά όσους διαφέρουν.
Ανάμεσα στο κέντρο της σκηνής δέσποζαν δύο τάφροι με ανακυκλούμενο νερό. Αυτό, σε συνδυασμό με τα ενδύματα τα οποία έκρυβαν εντελώς τα πόδια, δημιουργούσε την αίσθηση ότι οι πρωταγωνιστές του Τροβατόρε βαδίζουν πάνω στο νερό. Γενικότερα, η εντέχνως αργή περιδιάβαση του χώρου από τους πρωταγωνιστές έδινε την εντύπωση της αιώρησης και όχι του βαδίσματος, σαν οι ήρωες να είναι ονειροφαντασιές και όχι σαρκωμένες υπάρξεις. Η χρήση των κομπάρσων από τον Στέφανο Πόντα ήταν πολύ ξεχωριστή. Με αυτή τη χρήση οπτικού slow motion στην κίνησή τους, ο Πόντα –ο οποίος υπέγραψε τη σκηνοθεσία, τα κουστούμια, τα σκηνικά και τους φωτισμούς της παράστασης– έφτιαχνε εικαστικά παίγνια-δράσεις παράλληλες και υποστηρικτικές της κυρίως πλοκής: το αδιέξοδο, η συντριβή, η πλεονεξία, η επιθετικότητα, αναπαριστάνονταν ανάγλυφα από τους κομπάρσους μέσω ενός σωματικού θεάτρου. Η κινησιολογία της χορωδίας είχε επίσης ενδιαφέρον, γιατί οι κινήσεις που απέδιδαν τον ρυθμό ήταν πλήρεις νοήματος και πολύ ενδιαφέρουσες. Παρέπεμπαν ταυτόχρονα στις πολεμικές τέχνες και στη χρήση του στιλέτου, δένοντας πολύ έξυπνα με την πλοκή.
Το γεγονός ότι ο Σαλβατόρε Καμαράνο έχει γράψει για την όπερα του Βέρντι ένα λιμπρέτο με αναφορές τόσο στον μύθο του Οιδίποδα, όσο και σε εκείνο των Ετεοκλή και Πολυνείκη αλλά και της Μήδειας, οδήγησε τον σκηνοθέτη να καθοδηγήσει τους πρωταγωνιστές περισσότερο προς τα υποκριτικά μονοπάτια της τραγωδίας και λιγότερο προς τα γνωστά χνάρια της ιταλικής όπερας του 19ου αιώνα. Για παράδειγμα, είναι χαρακτηριστική η εικόνα της Λεονόρας, η οποία βρίσκεται στο νερό πάνω από 20 λεπτά αναζητώντας(;) να καθαρθεί, τελικά όμως καταλήγει στον βάλτο της ακινησίας και της απροθυμίας.
Στο μουσικό μέρος, ο Λουκάς Καρυτινός οδήγησε προσεκτικά την ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ), η οποία, χωρίς να εντυπωσιάσει, υπήρξε επαρκής και με το παραπάνω. Η χορωδία πάλι της ΕΛΣ –ιδιαίτερα το ανδρικό της ημιχόριο– δεν διακατεχόταν πάντοτε από ομοιογένεια και ρυθμική ακρίβεια. Αναγνωρίζω πάντως ότι ο σκηνοθέτης την είχε επιφορτίσει με έναν αρκετά απαιτητικό κινησιολογικό αλλά και υποκριτικό ρόλο. Από τους μονωδούς ξεχώρισε ο Δημήτρης Πλατανιάς στον ρόλο του Ντι Λούνα, με τις γνωστές φωνητικές δυνατότητες αλλά και με την προσεκτική άρθρωσή του, καθώς και ο Ρούντυ Παρκ, ο οποίος (ως Μανρίκο) διέθετε σταθερότητα, αποκαλύπτοντας συνάμα μια ενδιαφέρουσα χροιά φωνής. Επιβλητικοί και συνεπείς στα υποκριτικά τους καθήκοντα υπήρξαν επίσης οι Tichina Vaughn (Ατσουτσένα) και Δημήτρης Καβράκος (Φερράντο), όντας υποβλητικοί απλά και μόνο με την παρουσία τους.
Ως κατακλείδα, το δυνατό κομμάτι της παράστασης ήταν η ίδια η αισθητική της και όχι τόσο πολύ η μουσική πλευρά της. Η σκηνοθετική παντοπτική παρουσία και όχι το σφρίγος των ερμηνειών.
Οι συντελεστές:
Τροβατόρε/ Τζουζέπε Βέρντι & Σαλβατόρε Καμαράνο (λιμπρέτο)
Διεύθυνση
Λουκάς Καρυτινός
Σκηνοθεσία, Σκηνικά, Κοστούμια & Φωτισμοί
Στέφανο Πόντα
Διανομή
Κόμης Ντι Λούνα: Δημήτρης Πλατανιάς
Λεονόρα: Τσέλια Κοστέα
Ατσουτσένα: Τιτσίνα Βων
Μανρίκο: Ρούντυ Παρκ
Φερράντο: Δημήτρης Καβράκος
Ινές: Γιούλη Καραγκούνη
Ρουίθ: Χαράλαμπος Αλεξανδρόπουλος
Ένας γέρος Τσιγγάνος: Θεόδωρος Μωραΐτης
Ένας αγγελιαφόρος: Χαράλαμπος Βελισάριος
Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής