Τι σημασία έχει να διευθύνεις τον Βig Ben; Ή ένα καμπαναριό; Ή περισσότερο ένα CD-player, την ώρα που αναδίδει την ψηφιακή του «τελειότητα»; Γιατί όσο κι αν «χτυπιόταν» ο πολύς Andris Nelsons, με τη μπακέτα του, τις γροθιές, τα ανοικτά δάκτυλα, τα επιτόπια άλματά του και τα πλάγια βήματά του πάνω στο σχεδιασμένο (για αυτόν, φαντάζομαι) πόντιουμ –το οποίο είχε και κάγκελο(!) παρακαλώ, ώστε να μπορεί να κρατιέται και χωρίς δυσκολία να υποδύεται και να δραματοποιεί τον ήχο με μεγάλη επιτυχία ως προς την οπτική παράσταση– εντούτοις η Βασιλική Ορχήστρα Concertgebouw από την Ολλανδία θύμιζε ένα τόσο καλά οργανωμένο σύνολο, ώστε με έκανε να σκεφτώ παράξενα πράγματα: ότι δηλαδή οι μουσικοί της ορχήστρας ζουν όλοι μαζί σε ένα κοινόβιο και ότι έχουν μάθει να εισπνέουν και να εκπνέουν με συγχρονισμό, να πηγαίνουν για ψώνια μαζί, να έχουν συγχρονίσει ακόμα και το καθημερινό τους πρόγραμμα. Γιατί αν κάποιος εξαιρέσει τα πρώτα μέτρα του έργου του Τσαϊκόφσκι Εισαγωγή-Φαντασία «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», όπου τα ξύλινα πνευστά ήταν κατά μια ιδέα ασύγχρονα σε σχέση με τα έγχορδα, όλα τα υπόλοιπα κύλησαν υπό καθεστώς απόλυτου και εκνευριστικού συγχρονισμού.

Ξέρω ότι κάποιοι μουσικοί μου έχουν πει να μην ξεχωρίζω μέρη/μέλη ενός συνόλου έναντι άλλων, όμως δεν μπορώ να μην κάνω ξεχωριστή μνεία στους ερμηνευτές των ξύλινων πνευστών της ορχήστρας, οι οποίοι επέδειξαν στο σύνολο των έργων ευαισθησία, ευλυγισία, αξιοπιστία αλλά και μαεστρία στη χρήση των δυναμικών τους. Εν προκειμένω, τα ξύλινα πνευστά αποτέλεσαν το μέτρο της συγκίνησης της εν συνόλω ακουστικής/ακροατικής εμπειρίας, σε συναρμογή με τα ορθώς ερμηνευμένα κρουστά όργανα.

Concertgebouw_3

Ως προς το πρόγραμμα που η ορχήστρα έπαιξε στο ελληνικό κοινό έχουμε να σημειώσουμε δύο πολυακουσμένα hit της «κλασικής» μουσικής, τα Εισαγωγή-Φαντασία «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Τσαϊκόφσκι (εκδοχή του 1880) και Πετρούσκα του Ιγκόρ Στραβίνσκι (εκδοχή του 1947), αλλά και το λιγότερο διάσημο έργο του Camille Saint-Saëns Κονσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 5 σε φα μείζονα, έργο 103 (1896). Στο τελευταίο, η ερμηνεία του Jean-Yves Thibaudet μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση: παίζοντας σε ένα «υπερμέγεθες» πιάνο με ουρά, διακρίθηκε όχι από τις εξάρσεις του αλλά από την ευαισθησία του. Ο ήχος του έμοιαζε με αυτόν ενός μουσικού κουτιού –με κάποιον τρόπο ήταν παιγνιώδης και αινιγματικός– πράγμα που αποδείχτηκε και στο σοπένιο ανκόρ που μάς χάρισε.

Το παιγνιώδες στη διεύθυνση της ορχήστρας Concertgebouw εκ μέρους του Nelsons θέλω επίσης να πιστεύω ότι βασίζεται στη βιωματική σχέση που έχουμε με τη μουσική, αλλά και στη βιωματική σχέση που μπορούν να αναπτύξουν οι ίδιοι οι μουσικοί μιας ορχήστρας με τον μαέστρο τους και –μέσω αυτού– με την ίδια τη μουσική. Γιατί, εφόσον η τεχνική είναι εξασφαλισμένη, το παιγνιώδες γίνεται τότε αποτελεσματικό ή είναι αποτελεσματικό ακριβώς γιατί είναι παιγνιώδες.

Concertgebouw_2

Οι Andris Nelsons και η Concertgebouw μάς άφησαν με δύο θορυβώδη ανκόρ και επέτρεψαν στους εαυτούς τους να πνιγούν μέσα στα χειροκροτήματα του κοινού. Τι ωραίο που θα ήταν αυτό το τόσο καλοδουλεμένο σύνολο να δοκιμαζόταν σε ένα λιγότερο προβλέψιμο πρόγραμμα!      
 
    
  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured