Τρίτη βράδυ και το μικρό φεστιβάλ που στήθηκε στην Αβραμιώτου προσέλκυσε αρκετούς ενδιαφερόμενους, αναλογικά με τη δυναμική των ονομάτων και τις γενικότερες συνθήκες. Οι συναυλίες εναλλάσσονταν μεταξύ του κεντρικού χώρου και της γκαλερί, με την περισσότερη λατρεία να συγκεντρώνεται τελικά στους Πολωνούς Tides From Nebula και δευτερευόντως στους Midas Fall από το Εδιμβούργο. Αλλά και οι Έλληνες μουσικοί τίμησαν τη θέση τους στο πρόγραμμα.
Οι We.own.the.sky ήταν οι πρώτοι που ανέβηκαν στη σκηνή του εξάσκυλου και έδειξαν ότι είναι εντυπωσιακά δεμένη μπάντα, αν κι αυτό δεν αποτελεί πανάκεια. Γιατί αφενός στις «ήρεμες» στιγμές τους ακολούθησαν –με εμμονική προσοχή– όλα τα βήματα της post-rock πεπατημένης, ενώ στις εξάρσεις τους άγονταν από metal-ίζοντες ήχους και ρυθμολογία. Μεταξύ αυτών υπάρχει τεράστιο κενό, έτσι ώστε η μετάβαση από το ένα στο άλλο να μοιάζει με το πέρασμα από μια βαθιά λακκούβα. Φαίνεται δηλαδή σαν να προσπαθούν να ταιριάξουν διαφορετικές προσλαμβάνουσες, αποτυγχάνοντας επειδή δεν ανοίγουν την ηχητική παλέτα τους και προσπαθούν να εκτελέσουν επακριβώς πράγματα τα οποία έχουν ειπωθεί πολλάκις. Πάντως διαθέτουν πραγματικές δυνατότητες εξέλιξης, αρκεί να δουν ότι το post-rock δεν είναι ορχηστικό ροκ, μα αποδόμηση.
Στην γκαλερί ήταν η σειρά του Sister Overdrive –δηλαδή του Γιάννη Κοτσώνη– ο οποίος εδώ και χρόνια κινείται στον χώρο της ηχητικής δημιουργίας (είναι και ένας εκ των υπευθύνων της Knot Gallery). Δεν μιλάμε δηλαδή για συμβατική μορφή μουσικής, με μελωδίες, μέτρα και φράσεις, αλλά ουσιαστικά για μια πειραματική σπουδή πάνω στο φαινόμενο του ήχου. Το σετ που παρουσίασε πέταγε τη μπάλα εκτός του υπόλοιπου κλίματος, με μηχανικούς ήχους από ηλεκτρονικό υπολογιστή και με επιτόπια κατασκευή επιπέδων και επαναλήψεων. Αυτού του είδους τη δημιουργία δεν την ακούς, αλλά την αισθάνεσαι –όπως είχε πει και σε ένα live ο ILIOS. Με αυτά τα δεδομένα ο Sister Overdrive φάνηκε να θέλει να ξεναγήσει τον ακροατή σε μια παρακολούθηση του άστεως, όχι ιδιαιτέρως προσιτή αλλά εξόχως προκλητική. Άλλωστε η ηχητική εγκατάσταση και η μορφολογία του χώρου δεν ήταν η ιδανική, οπότε το τελικό αποτέλεσμα αδικήθηκε ελαφρώς.
Πίσω πάλι στον κεντρικό συναυλιακό χώρο, όπου οι Σκωτσέζοι Midas Fall έδειξαν ότι αποτελούν το κοινό μυστικό αρκετών. Η μουσική τους όμως μοιάζει με την πόλη τους, το Εδιμβούργο. Έχουν όμορφη φωνή στο προσκήνιο και «πιασάρικους» ήχους που ρέουν από το δοχείο ανάδευσης της ποπ και του post-rock. Έχουν δηλαδή όμορφη εικόνα, σαν τις όμορφες προσόψεις κτιρίων, επί της ουσίας όμως λείπει η εμπειρία και το βαθύ συναίσθημα. Για παράδειγμα, η διασκευή στο “Hurt” των Nine Inch Nails ήταν απογοητευτική σε βαθμό απογύμνωσης ενός ύμνου από όλα τα ψυχικά φορτία του και υπαγωγής του στη μορφή μιας μοβ σούπας... Ο κόσμος βέβαια υπήρξε ενθουσιώδης με τα τραγούδια τους και πέρασε καλά. Αλλά για τον γράφοντα οι Midas Fall έδειξαν απλώς ότι το περιβάλλον είναι το πιο σημαντικό στοιχείο διαμόρφωσης της έκφρασής τους.
Στη συνέχεια η γκαλερί υποδέχτηκε τον Figurant ή αλλιώς Χρήστο Παναγιωτάκη, ο οποίος με μια ηλεκτρική κιθάρα στην αγκαλιά, με πλήθος εφέ και πεταλιών στο έδαφος, με δυο μικρόφωνα και άλλα ηχητικά εργαλεία διηγήθηκε τι είδε ανάμεσα στα δέντρα –όπως τουλάχιστον μορφοποιείται η εμπειρία στον πρώτο του δίσκο, A Home In The Trees. Παίζοντας και φτιάχνοντας λούπες ζωντανά δόμησε κομμάτια με αρκετές μελωδικές διαστρωματώσεις αλλά και με μια ισορροπία που εγγυούταν αμεσότητα και ευκρίνεια. Και πρόσφερε την οπτική του με συναισθηματισμό. Μπορεί να μην απογείωσε την ατομιστική λογική της μουσικής του έκφρασης, ωστόσο έκανε μια ειλικρινή και αγχώδη κατάθεση. Το τραγουδοποιητικό του ένστικτο πάντως μοιάζει να βρίσκεται ακόμα σε ανάπτυξη, οπότε μένει να δούμε τη συνέχεια.
Οι Tides From Nebula στάθηκαν οι αδιαμφισβήτητοι πρωταγωνιστές της Τρίτης στο 6 D.O.G.S. Οι Πολωνοί έκαναν πρόσφατα ένα μεγαλειώδες βήμα δια της συνεργασίας τους με τον Zbigniew Preisner και αν αυτό το όνομα δεν λέει και πολλά στους post rock θιασώτες, τότε το σαφώς διαφορετικό αποτέλεσμα δικαίωσε τη μπάντα, κάνοντάς τη γνωστή σε μεγαλύτερα ακροατήρια. Άλλωστε μια ευχαριστήρια φράση του ενός εκ των δυο κιθαριστών –του πιο εξωστρεφούς– ήταν χαρακτηριστική της εξέλιξης της μπάντας: τα όνειρά τους μοιάζουν να πραγματοποιούνται.
Το μουσικό τους πεδίο τείνει να διαφοροποιηθεί στη ζωντανή απόδοσή του από την post-rock σαβούρα που καίγεται εύκολα. Παίζουν με σκηνικό πάθος, αρκετές φορές υπέρμετρο και αναντίστοιχο της μουσικής τους, ενώ οι μελωδίες τους παρουσιάζουν εσωτερική ποικιλία. Δεν αναλώνονται δηλαδή σε μια μελωδική φράση την οποία τεντώνουν και ξεχειλώνουν, αλλά έχουν μουσικό λόγο που ρέει ευχάριστα. Βέβαια, ας μην φανταζόμαστε τις εποποιίες των ιερών τεράτων αυτού του πολύπαθου ιδιώματος. Οι Tides From Nebula είναι πάντως σεμνοί και αντιλαμβάνονται ότι δεν αποτελούν τους μεσσίες του post-rock. Γιατί, έτσι κι αλλιώς, μεσσίες δεν υπάρχουν.
Είναι λοιπόν παθιασμένοι, μελωδικοί, άγριοι στις εξάρσεις τους και σεμνοί οι Tides From Nebula. Κι όμως, αν και το μίγμα μοιάζει ιδανικό, κάτι λείπει. Φταίει το ότι οι μελωδίες τους δεν σε πιάνουν από τα μούτρα να σε σύρουν στο τσιμέντο. Και ο ήχος τους: είναι στομωμένος, δεν κόβει όπως θα έπρεπε. Η μπάντα τα δίνει μεν όλα, μα σφαδάζει να βγάλει τον ήχο που θέλει, χωρίς να το καταφέρνει. Είναι σαν να κάποιος να ωρύεται προκειμένου να ακουστεί και τελικά να του λένε να μιλήσει λίγο πιο δυνατά.
Κακά τα ψέματα όμως, οι Tides From Nebula στέκονται επί σκηνής πολύ πιο ψηλά από κάτι άλλες νυσταλέες μπάντες οι οποίες μπερδεύουν την ορχηστική μουσική με τη μούγκα στο μικρόφωνο. Και το headbanging εγγυώνται και την ουσία αναζητούν. Είναι καλή μπάντα. Απλά όχι αποκαλυπτική.