Ο Stephen Drury δεν έχει μόνο φήμη και ταλέντο, μα και χάρη: έχει έναν αέρα που θα ταίριαζε περισσότερο σε ροκ σταρ. Κάτι που έγινε άμεσα φανερό τη Δευτέρα το βράδυ, όταν παρουσιάστηκε μπροστά μας η ξερακιανή φιγούρα του ντυμένη σε κατάμαυρο κάζουαλ στιλ, με ένα σκουλαρίκι να γυαλίζει στο αυτί κι ένα μειδίαμα το οποίο φευγαλέα μου έφερε σε Κιθ Ρίτσαρντς. Είχε άνεση με το κοινό και αίσθηση του χιούμορ, που δημιούργησε κάμποσο γέλιο καθώς μας έμπαζε στα μυστικά του Etudes Australes του John Cage (με το οποίο έμελλε να ασχοληθεί στο πρώτο μέρος της συναυλίας), στο σημείο που μας είπε ότι –ανάμεσα σε άλλους θορύβους– συχνά ακούς κι εκείνους από τα βήματα όσων σηκώνονται να φύγουν, μην αντέχοντας το έργο.
Όμως ο Stephen Drury, όπως πολύ σύντομα θα καταλαβαίναμε, δεν ήταν μόνο ένας επικοινωνιακός, συμπαθέστατος τύπος μα κι ένας δαίμονας του πιάνου. Ο οποίος καταδυόταν βαθιά στα μυστικά της τέχνης και του οργάνου του καθώς έπαιζε, σχεδόν σαν να έχανε την επαφή με το γύρω περιβάλλον. Καθισμένος κάπως πλάι προς τη «σκηνή» του κάτασπρου, μινιμάλ και φιλόξενου χώρου πολιτισμού About στου Ψυρρή έχανα αρκετά από όσα έκαναν τα χέρια του, αλλά είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω τις εκφράσεις του προσώπου του να γίνονται σκληρές, σχεδόν πονεμένες κατά σημεία –δίνοντας την εντύπωση ότι ο Αμερικανός χανόταν σε έναν δικό του κόσμο, όσο τα δάχτυλά του έδιναν ανεπανάληπτο ρεσιτάλ.
Στο Etudes Australes είχαμε λοιπόν την ευκαιρία να θαυμάσουμε πόσο καλά κατείχε ο Drury ένα αφάνταστα δύσκολο έργο –τόσο για τον ακροατή, όσο και για τον εκτελεστή. Από τον δεύτερο απαιτούνται συχνά κινήσεις που θα έλεγες ότι αρμόζουν σε ακροβάτη παρά σε πιανίστα: ο Cage επεδίωξε το αδύνατο συνθέτοντας αυτό το έργο, παράγοντας νότες και συγχορδίες με βάση τους αστρικούς χάρτες του στερεώματος του νοτίου ημισφαιρίου. Και δεν είναι μόνο αυτό, το έχει γράψει έτσι ώστε το δεξί με το αριστερό χέρι του εκτελεστή να πρέπει να κινούνται ανεξάρτητα στην έκταση του πιάνου, κάποιες φορές στο τσακ αποφεύγοντας στιγμιαία συμπλέγματα και μπουρδουκλώματα.
Ο Drury όμως πέτυχε σε όλα του. Δεν τιθάσευσε μόνο τον ωκεανό από διάσπαρτες νότες και όσους φθόγγους προέβλεπε η κάθε σπουδή να συνηχούν «συμπαθητικά» στη χαμηλότερη περιοχή του οργάνου –αυτό μπορείτε να πείτε ότι οποιοσδήποτε δουλευταράς πιανίστας θα μπορούσε να το πετύχει. Εγώ τον θαύμασα περισσότερο για το ότι μπόρεσε να πείσει στο πιο μεταφορικό επίπεδο, σε αυτό δηλαδή που ο Cage ήθελε να μεταμορφώσει τον ερμηνευτή ενός τέτοιου έργου: σε ένα πρότυπο ατόμου, ικανό να σταθεί με παρρησία μπροστά στην ουτοπία και να προσφέρει λύσεις που φαντάζουν ανέφικτες εμπρός στις μεγάλες πολιτικο-κοινωνικές προκλήσεις κάθε εποχής. Παρότι ο Cage δεν είναι του γούστου μου, μπόρεσα ξανά –μέσω του Drury– να θαυμάσω την πρωτοπόρα ιδιοφυΐα του.
Το δεύτερο μέρος της συναυλίας είχε επίσης αμερικάνικο περιεχόμενο, μα διαφορετικό χαρακτήρα –επιτρέποντάς μας να δούμε και μία ακόμα όψη του Stephen Drury ως πιανίστα. Εδώ πρωταγωνίστησε η δεύτερη σονάτα του Τσαρλς Άιβς για πιάνο, ονόματι Concord, στα 4 μέρη της οποίας συνοψίστηκαν σε μουσική το έργο και οι προσωπικότητες 4 σπουδαίων Αμερικανών συγγραφέων/στοχαστών, οι οποίοι έζησαν όλοι στην ομώνυμη κωμόπολη της Μασαχουσέτης στα μέσα του 19ου αιώνα. Και στα τέσσερα μέρη, ο Drury υπήρξε καταπληκτικός. Απέδωσε το υπερβατικό και συμπαντικό του Ralph Waldo Emerson, το πολυσχιδές του Nathaniel Hawthorne –όπου συμπλέχθηκαν ragtime και θρησκευτικοί ύμνοι της εποχής– το ήρεμο, γαλήνιο και γήινο πνεύμα της Louisa May Alcott και της οικογένειάς της και τέλος το μυστηριώδες, άπιαστο και μανιώδες του Henry David Thoreau. Σε ένα έργο δηλαδή με πολύ διαφοροποιημένες εκτελεστικές και συναισθηματικές απαιτήσεις από εκείνο του Cage, ο Drury έλαμψε με ισάξια δύναμη, υποχρεώνοντάς μας να τον καταχειροκροτήσουμε –τρεις φορές τον γυρίσαμε πίσω στη σκηνή.
Χωρίς υπερβολή, η εμφάνιση του Stephen Drury στην Αθήνα ανήκει στα σπουδαιότερα συναυλιακά στιγμιότυπα της φετινής χρονιάς –και το βρήκα κρίμα που δεν υπήρχε ούτε ένας συνάδελφος ανάμεσα στα 40-50 άτομα που είχαν καταλάβει κάθε διαθέσιμη καρέκλα στην αίθουσα του About. Σκέφτηκα φεύγοντας ότι ήταν μια συναυλία η οποία αντικατόπτριζε τέλεια το πώς έχουν τα συναυλιακά δρώμενα στην Ελλάδα του 2011: από τη μία, υπάρχουν ενεργοί πυρήνες ικανοί να φέρουν τέτοιες μουσικές προτάσεις σε απόσταση δύο λεπτών από ένα κεντρικό μετρό και με φτηνό εισιτήριο –τα συγχαρητήρια εν προκειμένω πάνε στη Λορέντα Ράμου και την Pianoscapes σειρά της, όπως βέβαια και στους ανθρώπους του χώρου πολιτισμού About (Μαρία Αλούπη & Ανδρέας Δικτυόπουλος). Από την άλλη, ένας πιανίστας σαν τον Drury –συνηθισμένος σε κατάμεστα παριζιάνικα φεστιβάλ και Carnegie Hall– έρχεται στην Αθήνα για να παίξει σε μια μικρή, εναλλακτική γκαλερί, έμπροσθεν μερικών μόνο ψυχών. Κάπως έτσι όμως προχωρούν τα πράγματα και ως προς το «προχωρούν» δεν μου έμεινε αμφιβολία: το κέρδος της εμπειρίας ήταν πέρα για πέρα σαφές.