Ο Robert Eggers αφήνει πίσω του τα άγρια αχανή τοπία της Σκανδιναβικής γης και το art house καταβολών εκδικητικό κρεσέντο του (άνισου εν τέλει) The Northman, επιστρέφοντας γεμάτος εμπειρίες σχετικά με τη διαχείριση (ακόμα πιο) σύνθετων εικόνων σκηνογραφικής αρτιότητας (και αυξημένου budget) σε κάτι πιο κοντά στον φολκλορικό τρόμο του The Witch και The Lighthouse - με το remake του εμβληματικού Nosferatu του 1922.

Θαυμαστής της πρωτότυπης ταινίας του Murnau (ένα από τα διαχρονικότερα κομψοτεχνήματα του βωβού κινηματογράφου), ο Eggers έχει καθιερωθεί πλέον ως ένας εκ των σημαντικότερων πιονέρων του … κάπως πιο εστέτ σύγχρονου σινεμά τρόμου (εκείνου του τρόμου που ανιχνεύει το Κακό πίσω από τους παγανιστικούς μύθους και απευθείας στην ατέλεια της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης). Στο Nosferatu αφήνεται ολοκληρωτικά στην πρωτόλεια λαϊκή δοξασία του βρικόλακα: αφηγείται, μέσω ενός εικονοκλαστικού μανιφέστου γοτθικού τρόμου μια χιλιοειπωμένη ιστορία με… πάνω κάτω τα ίδια στοιχεία που αλίευσε ο Murnau από το κλασσικό μυθιστόρημα του Bram Stoker -και με τη σειρά του δεκαετίες αργότερα ο Copolla, ο οποίος και πάντρεψε το βικτωριανό μπαρόκ με τον ρομαντισμό αλλά και τον σκοταδισμό του 18ου αιώνα και ερμήνευσε την κεντρική ιστορία του Δράκουλα ως ένα ρομαντικό παραμύθι καταραμένων εραστών και οπερατικού τρόμου.

Η τεχνική αρτιότητα και επιμέλεια με την οποία έχει οικοδομηθεί η ταινία διαστέλλει ολοκληρωτικά τον αμφιβληστροειδή, καθώς η παρατεταμένη ακρίβεια στην παραμικρή λεπτομέρεια που δείχνει ο Eggers στα κάδρα του συναντά μια καλλιτεχνική διεύθυνση που όμοιά της δεν βλέπουμε συχνά στο σημερινό σινεμά – ένα σύγχρονο ονειρικό κολλάζ παραισθησιογόνων εικόνων μεγάλης κλίμακας και παλλόμενης έντασης, με αισθητές πινελιές Γερμανικού εξπρεσιονισμού και εμφανέστατα υφολογικά δάνεια από το Dracula του Copolla, το Ευρωπαϊκό σινεμά του φανταστικού τρόμου εκείνης της περιόδου όπως πχ. το Company of the Wolves του Neil Jordan ή το αργόσυρτο Nosferatu The Vampyre του Herzog και φυσικά το Possession του Andrei Zulawski (το οποίο και πρωτοστατεί ποικιλοτρόπως). Η ανασύσταση της Βαυαρικής επαρχίας του 18ου αιώνα είναι ένας θρίαμβος σκηνογραφίας, ενώ ο φωτισμός (του σταθερού του συνεργάτη Jarin Blaschke) συμβάλλει τα μέγιστα ώστε η σκιά του ομότιτλου βρικόλακα να φαντάζει απειλητική καθώς καλύπτει τα πάντα στο πέρασμά της. Ο ίδιος ο Eggers σκηνοθετεί με τη γνωστή του ένταση και ενίοτε αργόσυρτη διάθεση μερικά από τα πιο καλοδουλεμένα πλάνα της καριέρας του, γνωρίζοντας για τα καλά πλέον πως να μην γίνει δέσμιος του τεχνικού τμήματος παραγωγής – αλλά απόλυτος κυρίαρχος αυτού.

Και εν τέλει, όλη αυτή η υπερβατική δουλειά στο οπτικό σκέλος της ταινίας είναι που δημιουργεί, κατά κύριο λόγο, την απαραίτητη συνθήκη που χρειάζεται η ταινία για να καθηλώσει τον θεατή και να τον βυθίσει ολοκληρωτικά στο ερεβώδες σύμπαν της – ο οποίος δεν θα βρει κάτι στο αφηγηματικό κομμάτι της ταινίας που δεν έχει ξαναδεί (πολλές φορές και ουσιωδέστερα) στο παρελθόν, καθώς το Nosferatu είναι εμφανές πως στερείται ξεκάθαρης «οξύτητας» πάνω στο τελικό του όραμα. Ο Eggers είναι αποδεδειγμένα δημιουργός με προσωπική σκηνοθετική ταυτότητα, αλλά το προσωπικό δημιουργικό όραμα πίσω από εκείνη ακόμα μάλλον αναζητείται εν προκειμένω: πολλές φορές η ταινία μοιάζει δέσμια των πολλών, οργανικά ενταγμένων στο σενάριο αλλά προφανέστατων αναφορών της, ενώ κάθε θεματική ενότητα που προσεγγίζει (ξενοφοβία, φροϋδισμός, γυναικεία χειραφέτηση, σεξουαλικότητα, υπαρξισμός κτλ) διαβάζεται σε πολύ βασικό επίπεδο – τόσο όσο χρειάζεται να πάει η ιστορία μπροστά με οργανικό τρόπο. Η αφήγηση αγκαλιάζει πλήρως τη folklore της φύση αλλά λείπει εκείνο το στοιχείο που θα έκανε τον Nosferatu ξεχωριστό – και για κάποιους, ίσως να δικαιολογούσε την ύπαρξή του το 2024 ως remake. Με παρόμοιο τρόπο που και το The Northman δίστασε να «πάει» εκεί που πολλές φορές υπονόησε ή σε κάθε περίπτωση όφειλε, το Nosferatu είναι και αυτό μια ταινία υψηλής αισθητικής και στιβαρής σκηνοθεσίας, η οποία «κυλάει» ικανοποιητικά μέσω ενός πολύ-θεματικού σεναριακού ιστού αλλά αδυνατεί να κάνει το παραπάνω βήμα– να στοχαστεί δηλαδή ουσιαστικά πάνω σε μια από εκείνες τις θεματικές που διαπραγματεύεται (όπως έκανε πχ ο Copolla πάνω στον ατελέσφορο αιώνιο καταραμένο έρωτα, για τον δικό του Δράκουλα) για να εξυψωθεί ολοκληρωτικά. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο «αγκάθι» της ταινίας, η ατολμία να στοχεύσει υψηλότερα από τους αρχικούς της στόχους και να γίνει, όχι ένα ρεβιζιονιστικό remake απαραίτητα αλλά ένα remake με δική του φωνή.

Ερμηνευτικά, τα εύσημα πάνε στη Lilly Depp Rose και την Adjani-ική πολύπλευρη ερμηνεία της, ο Nicolas Hoult συνεχίζει να περνάει μια παρατεταμένη εξαιρετική ερμηνευτική περίοδο (ωρίμανσης και σωστών επιλογών), η Emma Corrin (για πρώτη φορά) περνάει μάλλον απαρατήρητη και ο Aaron Taylor Johnson είναι (σταθερά) εντελώς εκτός τόπου και (κυρίως) χρόνου. Ο Willem Dafoe από την άλλη έρχεται να προσθέσει μια καρτουνίστικη εκκεντρικότητα στην ταινία που ίσως «πετάξει» μερικούς θεατές εκτός – αλλά στην πραγματικότητα είναι ακριβώς αυτό που χρειαζόταν εκείνη τη χρονική στιγμή το Nosferatu για να «ξεκολλήσει» από τη μουντή ζοφερή ατμόσφαιρά του. Τέλος, ο Bill Skarsgård, χαμένος κάτω από τους τόνους make-up του ομότιτλου χαρακτήρα δεν έχει πολλά πράγματα να κάνει – ο χαρακτήρας του ζει και αναπνέει αποκλειστικά λόγω της αριστουργηματικής δουλειάς του make up department της ταινίας και εκείνο του ήχου (που προσθέτει στον δικό του Κόμη Orlok ένα ηλεκτρίζον και απόκοσμα μπάσο φωνητικό εφέ). Η επιλογή δε του Eggers να παρουσιάσει το «τέρας» του, όσο πιο κοντά γίνεται στην «πραγματική» του διάσταση (ένας νεκραναστημένος παλαιός ευγενής της Τρανσυλβανίας) και όχι σε αυτό που ίσως θα αποζητούσε η pop mainstream μαζική κουλτούρα, κρίνεται άκρως πετυχημένη και συμβάλλει τα μέγιστα στην αυθεντική ανασύσταση της εποχής.

To Nosferatu του 2024 θα ήταν λάθος να χαρακτηριστεί ως ένα αχρείαστο remake, ή μια άνιση αναμέτρηση με κάτι το οποίο μοιάζει άχρονα κλασσικό. Η ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο Eggers σε συνδυασμό με τη δουλειά που έχει γίνει σε κάθε σχεδόν τμήμα της παραγωγής είναι στοιχεία ικανά να καθηλώσουν τον θεατή και να τον εντάξουν 100% μέσα στο κλίμα της ταινίας – και αυτό δεν είναι κάτι ούτε εύκολο, αλλά ούτε αυτονόητο τη σημερινή εποχή. Η ταινία δεν έχει να προσφέρει κάτι καινούριο επί της ουσίας στον θεατή που έχει μια εξοικείωση με τον βαμπιρικό μύθο, ούτε όμως και κάτι ανανεωτικά αναζωογονητικό στο κινηματογραφικό αυτό genre. Είναι μια κλασσικού ύφους ανάγνωση ενός επίσης κλασσικού βιβλίου που στέκεται στα πόδια της, αλλά παράλληλα στερείται εκείνου του δημιουργικού οράματος που θα την έκανε να «ανθίσει» ολοκληρωτικά.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured