Ανήμερα των Χριστουγέννων κατέφθασε σαν δώρο η πολυαναμενόμενη βιογραφία «Υπάρχω» για τον Στέλιο Καζαντζίδη, σκηνοθετημένη από τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο. Δεδομένου ότι στην Ελλάδα ποτέ δεν υπήρξε και μάλλον ποτέ δε θα υπάρξει αθρόα παραγωγή - αν και αυτό είναι ένα θέμα που χαίρει πολυσέλιδης ανάλυσης – είναι σημαντικό να εμφανίζονται mainstream παραγωγές που κάνουν εισπρακτική επιτυχία και συντηρούν τις σκοτεινές αίθουσες. Για την ακρίβεια, η ταινία αυτή αποτελεί, όπως αναγράφεται στην αφίσα, αφιέρωμα στον Στέλιο Καζαντζίδη και αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία.
Σημαντικό «χαρτί» στην ομάδα αποτελεί το σενάριο της Κατερίνας Μπέη, η οποία υπέγραψε τα σενάρια και στα άλλα δύο εισπρακτικά ρεκόρ των τελευταίων χρόνων, την Ευτυχία του Άγγελου Φραντζή και τη Φόνισσα της Εύας Νάθενα. Επίσης, τα γυρίσματα έλαβαν χωρά με τη συχνή νουθεσία του Χρήστου Νικολόπουλου, του μουσικού alter ergo του μεγάλου βάρδου του λαϊκού τραγουδιού, με τον οποίο η δικαστική διαμάχη για την πατρότητα κάποιων τραγουδιών, τους μετέτρεψε στους μεγαλύτερους εχθρούς.
Πολλές είναι οι φορές που ανάλογες ταινίες, κυρίως εκτός συνόρων, μιας που στην Ελλάδα δεν έχουν δημιουργηθεί πολλές στο συγκεκριμένο είδος, έχουν προκαλέσει τη δυσφορία του κοινού, το οποίο κατά τα άλλα πάντα ενδιαφέρεται για τα παρασκήνια που διαμόρφωσαν τη ρουτίνα τέτοιων προσώπων, κάτι που είναι απολύτως φυσικό. Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός της ταινίας ως «αφιέρωμα» θέτει εξ αρχής κάποια όρια, τα οποία ομολογουμένως καλώς πάρθηκαν. Πρωτίστως, η αφήγηση επικεντρώνεται στην αδιαμφισβήτητη ερμηνευτική μοναδικότητα του Καζαντζίδη, ενός ανθρώπου που στο άκουσμά του κάποτε ενώθηκαν όλοι οι Έλληνες επί γης. Αυτό πιθανώς και να υποβοηθάει όποια απόπειρα μυθοποίησης ή αποστασιοποίησης από κάποια κρίσιμα σημεία της ζωής μιας προσωπικότητας που κυριολεκτικά λατρεύτηκε!
Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Τσεμπερόπουλος επέλεξε να πάρει στο πλευρό του έναν διακεκριμένο τραγουδιστή, τον Χρήστο Μάστορα, ώστε να «προσεγγίσει» με πιο αποτελεσματικό και προσεκτικό τρόπο τα συγκεκριμένα τραγούδια και να μην πρωταγωνιστήσει κάποιος ηθοποιός που μπορεί να απέδιδε υποκριτικά καλύτερα τον ρόλο, αλλά θα υστερούσε στην ξεχωριστή ερμηνεία. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Μάστορας επιτέλεσε εξαιρετικά τη δουλειά του. Με ευλάβεια και υπευθυνότητα, είναι προφανές ότι έθεσε τον εαυτό του στην κρίση του σκηνοθέτη και κινήθηκε με βάση αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα, να τραγουδάει και να «παίζει» με αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Όπως προαναφέρθηκε, πάντως, η λέξη «αφιέρωμα» οδηγεί την ταινία σε έναν συμβατικό δρόμο, καθώς συχνά παραλείπεται η συναισθηματική ένταση που λέγεται ότι υπήρχε σε πολλές σχέσεις και καταστάσεις της ζωής του. Η ταινία είναι ένα flashback του ίδιου του τραγουδιστή, που ουσιαστικά αφηγείται τη ζωή του σε μια συνέντευξη - που ξεκινάει καταμεσής της θαλάσσης εν ώρα ψαρέματος, για να λήξει αργά τη νύχτα - με τον νεαρό τότε δημοσιογράφο Γιώργο Λιάνη, όταν ο σπουδαίος ερμηνευτής έχει σταματήσει πια την πρακτική του ενασχόληση με τη μουσική και προχωρά αποκομμένος από τα «φώτα» της δημοσιότητας και της δισκογραφίας, ζώντας στο αγαπημένο του σπιτικό στον Άγιο Κωνσταντίνο Αττικής, μαζί με τη σύζυγό του Βάσω.
Από τη μία, υπάρχουν πολλές σημαντικές στιγμές στην καριέρα του μεγάλου τραγουδιστή, άρτια απεικονισμένες, όπως η δολοφονία του πατέρα του – που ξυλοκοπήθηκε στον εμφύλιο λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων μπροστά στα μάτια του μικρού Στέλιου - που στιγμάτισε ανεπανόρθωτα τον ψυχισμό του και συχνά δικαιολογεί τον έντονο και ασυμβίβαστο χαρακτήρα του, η αντιπαράθεσή του με τους μεγάλους παραγωγούς της εποχής, προκειμένου οι καλλιτέχνες να λαμβάνουν καλύτερες απολαβές και να μην πλουτίζουν μόνο εκείνοι, η απαξίωσή του για τον κόσμο της νύχτας που κάποτε τον κούρασε και δεν επέστρεψε ποτέ, οι περιοδείες του στο εξωτερικό, η συνεισφορά του Γιάννη Παπαϊωάννου στην ανάδειξή του, η μαγική συνταγή στην τραγουδοποιία με τον Χρήστο Νικολόπουλο στη σύνθεση και τον Πυθαγόρα στη στιχουργία και πολλά ακόμα Από την άλλη, η πλεγματική σχέση με τη μητέρα του αναφέρεται μέχρι ενός σημείου, ίσως για να μην προκληθούν αντιδράσεις για την υπόληψη ανθρώπων που δε βρίσκονται πια εν ζωή, όπως και η αντιπαράθεσή του με τον Νικολόπουλο, αλλά και οι ερωτικές του περιπέτειες, με τις δύο σπουδαίες ερμηνεύτριες αλλά και με την τελευταία του σύντοφο, αντιμετωπίζονται κάπως επιφανειακά, σαν να δικαιολογούνται οι ηθικές εμμονές του και οι εκρήξεις, που είναι ελαφριά δομημένες στην ταινία. Ειδικότερα, η προσωπική του ζωή μετά τη Μαρινέλλα παραγκωνίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά. Επίσης, αυτό που ίσως δε γνώριζε πολύς κόσμος πριν από την ταινία, είναι η απλότητα της καθημερινότητάς του. Η αλήθεια είναι ότι φαίνεται να μη βολεύτηκε στην πρωτοφανή του επιτυχία, εξού και αποσύρθηκε στο φτωχικό του σπίτι δίπλα στη θάλασσα, για να ζει ήσυχα, λιτά και να ψαρεύει.
Τα δυνατότερα στοιχεία της ταινίας είναι οι τρεις πρωταγωνιστές ως αυτούσιες οντότητες, ο ταπεινός μα παθιασμένος Χρήστος Μάστορας ως Στέλιος, η φλογερή Κλέλια Ρένεση ως Καίτη Γκρέυ και η αξιοπρόσεκτη Ασημένια Βουλιώτη ως Μαρινέλλα. Όπως και να έχει, ελάχιστα πρόσωπα έχουν απόλαυση τέτοιο συλλογικό εναγκαλισμό όσο βρίσκονται εν ζωή, γι’ αυτό και η αναμέτρηση με ένα τέτοιο διαμέτρημα, είναι σχεδόν άπιαστη. Δεν υπάρχει σίγουρη «συνταγή» για να διαμορφώσει τις σωστές συνθήκες που θα παρουσιάσει επαρκώς έναν τόσο λαμπρό δρόμο που ξεκίνησε από την εργατιά και τη φτώχεια, για να αγγίξει τα πέρατα του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο που αναφέρονται μεγάλες προσωπικότητες που έπλεξαν τα εγκώμια στον μοναδικό ερμηνευτή, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μίκης Θεοδωράκης, ακόμη και ο Frank Sinatra! Εν πάση περιπτώσει, εδώ, υπάρχει μια πολύ τίμια καταγραφή κυρίως της καριέρας του τιμώμενου προσώπου. Ίσως και τελικά αυτό να έχει σημασία, καθώς ό, τι έγινε και πλέον αιωρείται σαν σκόνη, υπάρχει μόνο στις αναμνήσεις των ζώντων προσώπων που τις φέρουν με τη δική τους οπτική. Συνεπώς, το πόνημα του Τσεμπερόπουλου είναι μια αρκετά αξιόλογηση προσπάθεια. Τέλος, το να τραγουδάει σύσσωμη μια αίθουσα ολόκληρη είναι χωρίς αμφιβολία μια συγκινητική, αισιόδοξη και σπάνια εικόνα!