Πηγαίνω ν’ ακούσω την πολλά υποσχόμενη indie rock εκπρόσωπο, έχοντας κυρίως στο μυαλό δυο-τρεις στίχους της που κάτι μου είπαν και το 8,5 του Pitchfork. Το έργο το έχω ξαναδεί: θα συναντήσω πέντε-έξι γνωστές φάτσες, το live θα μου αφήσει μια αίσθηση ανικανοποίητου, ο θόρυβος θα παραμείνει στο κεφάλι μου μέχρι το μεσημέρι της επόμενης μέρας και τα ρούχα μου θα αεριστούν στο μπαλκόνι.
Το περασμένο Σαββατόβραδο το Bios ήταν σχεδόν γεμάτο. Οι Πατρινοί Monovine, το δυνατό support της βραδιάς, ανέβηκαν στη σκηνή στις 23.30 για να μας θυμίσουν πώς παίζεται το grunge. Μοιάζουν με τους Nirvana σε πολλά επίπεδα: γρήγορος και ικανότατος ντράμερ, ψηλός μπασίστας, cool frontman με βραχνή φωνή. Κανένας από τους τρεις δεν φαίνεται να χτενίζει επιμελώς τα μαλλιά του πριν βγει στη σκηνή και όλοι τους παίζουν μουσική σαν παιδιά που κάποτε διαμορφώθηκαν από το MTV και σήμερα στήνουν οι ίδιοι, με τα φτωχά τους μέσα, έναν μαγικό κόσμο ο οποίος δεν υπάρχει. Το καινούργιο κομμάτι που παρουσίασαν ήταν κάπως αδύναμο σε σχέση με εκείνα που περιλαμβάνονται στο ντεμπούτο τους, Cliche. Όμως οι Monovine δεν είναι τόσο τα τραγούδια τoυς, όσο ο τρόπος παιξίματος, η ενέργεια, ο θόρυβος, το κουτάκι της μπύρας δίπλα στο λερωμένο all-star. Το σετ τους έκλεισε με το “Lazy”, ένα κομμάτι που δείχνει πως, αν στο μέλλον ξεφύγουν από το grunge πλαίσιο, μπορεί να έρθουν κοντά σε κάτι ουσιαστικότερο. Για την ώρα είναι μέσα στις πέντε-έξι καλύτερες ελληνικές μπάντες της τελευταίας διετίας –ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
Αμέσως μετά, τη σκυτάλη πήρε η ΕΜΑ. Το μαλλί της ήταν πιο κοντό απ’ ότι είχαμε δει στις φωτογραφίες, αν και η φράντζα εξακολουθούσε να καλύπτει το αριστερό μάτι. Φορούσε ένα καλσόν με σκίσιμο κι από πάνω ένα τιγρέ σορτσάκι και παρ’ όλ’ αυτά κατάφερνε να μην είναι καθόλου σέξι. Ο ντράμερ, ο οποίος αμφιβάλλω αν είχε κλείσει τα 18 και δεν είμαι καν σίγουρος αν ήταν αγόρι ή κορίτσι, κρυβόταν πίσω από εξίσου μεγάλη φράντζα και περίεργα γυαλιά μυωπίας. Ο κιμπορντίστας πάλι θύμιζε περισσότερο φοιτητή ηλεκτρολογίας παρά ροκ μουσικό, ενώ αντίθετα η χαριτωμένη κιθαρίστρια μόστραρε ένα ανοιχτό πράσινο παντελόνι που ερχόταν σε τέλεια αντίθεση με την κόκκινη κιθάρα της.
Κι αν το κείμενο εδώ ξεφεύγει από το πλαίσιο ενός μουσικού site, οφείλεται πολύ απλά στο ότι η Εrika M. Anderson παρουσίασε ένα σετ αδιάφορο για τον αληθινό μουσικόφιλο, φιλικό περισσότερο προς κάποιον που βάζει πάνω απ’ όλα το στυλ και την πόζα. Τα συνεχή προβλήματα στον ήχο και κυρίως η εμφανής ανεπάρκεια των μουσικών, «έκαψαν» τη ζωντανή απόδοση ενός ντεμπούτο άλμπουμ το οποίο άνετα μπαίνει στα καλύτερα της χρονιάς. Ένα ηλεκτρικό βιολί που εμφανιζόταν πότε-πότε ήταν το μοναδικό άλλοθι πειραματισμού μιας καθ’ όλα συμβατικής ροκ μπάντας, χωρίς μπάσο αλλά και χωρίς ουσία.
Περιτριγυρισμένη από το χάος του ερασιτεχνισμού, για το οποίο μάλλον έφερε τη μεγαλύτερη ευθύνη (λόγω κακών επιλογών), η ΕΜΑ κατάφερε να σταθεί όρθια. Τραγουδούσε με καθαρότητα, έπαιζε κιθάρα πολύ πιο ουσιαστικά από τη συνάδελφό της δίπλα, επικοινωνούσε με τους μπροστινούς θεατές χωρίς υπερβολές. Κι αν παρέμεινε κάπως συγκρατημένη στα “Milkman”, “Butterfly Knife” και “Anteroom”, όταν ήρθε η ώρα του “California” κατέβηκε από τη σκηνή για να τραγουδήσει ανάμεσά μας, τύλιξε το καλώδιο γύρω από τον λαιμό της («I’m just 22, I don’t mind dying» λέει ο στίχος) και μετέδωσε σαν γνήσια indie πριγκίπισσα τη φόρτιση του τραγουδιού.
Για το encore άφησε το “Marked”, με τον στίχο «Ι wish that every time you touched me you left a mark» να επιβεβαιώνει ότι αυτό το κορίτσι έχει κάτι να πει –ασχέτως αν το επικοινωνεί με άγαρμπο τρόπο. Σε δύο χρόνια από τώρα, με ένα δεύτερο άλμπουμ ίδιας δυναμικής και με μια καλύτερη επιλογή μουσικών, δεν βλέπω το λόγο να μην δώσω στην indie rock εκπρόσωπο άλλη μια ευκαιρία. Ναι, το έργο το έχω ξαναδεί και δεν μου δίνει μεγάλες συγκινήσεις. Μονάχα έναν τρόπο να μην αισθάνομαι παλιομοδίτης.