Φανερή ήταν η «απουσία» των James στο live του Σαββάτου, χωρίς, ωστόσο, να απογοητεύσει κιόλας η εμφάνιση του Tim Booth το πιστό αθηναϊκό κοινό. Το οποίο δεν γέμισε μεν, πάντως ταρακούνησε την Ιερά Οδό.
Είχα τις υποψίες μου για τον χώρο διεξαγωγής της συναυλίας και, όταν έφτασα εκεί, τις επιβεβαίωσα: ήταν πράγματι η γνωστή πίστα. Προβληματίστηκα αρχικά, αλλά δεν το ανέλυσα και πολύ. Όταν, μάλιστα, έγινε η σωστή παρατήρηση από την παρέα ότι «στις πίστες έχει πάντα καλό ήχο για να ακούγονται οι εκάστοτε αοιδοί», αναθάρρησα κιόλας. Δεν περιμέναμε και πολύ, άλλωστε, για να το διαπιστώσουμε –μόνο μέχρι τις 21.30, όταν ανέβηκε στη σκηνή ο Sillyboy για να ανοίξει το live.
Με τα support νομίζω πως πολύς κόσμος έχει την εξής στάση: ακούνε πού και πού κανένα τραγούδι και στα πηγαδάκια συζητάνε πότε θα τελειώσει για να δουν εκείνους για τους οποίους κι έχουν ουσιαστικά έρθει. Αλλά στην περίπτωση του Sillyboy, αν και αρχικά δεν υπήρξε η πρέπουσα ανταπόκριση, έβλεπες μόνο ενθουσιασμένα πρόσωπα από το δεύτερο κιόλας κομμάτι, τύπου «κοίτα να δεις που είναι καλοί τελικά!», ενώ το χειροκρότημα δυνάμωνε λεπτό προς λεπτό. Ο δίσκος Played, ο οποίος απέσπασε αρκετά θετικά σχόλια στη χρονιά που μας πέρασε, ξεδιπλώθηκε λοιπόν μπροστά μας κερδίζοντας τον κόσμο. Η μισή ώρα που αναλογούσε στον Sillyboy πέρασε χωρίς να το καταλάβει κανείς.
Τρία τέταρτα μας άφησε να περιμένουμε ο Tim Booth και –λίγο μετά τα σφυρίγματα που ακροβατούσαν μεταξύ καλέσματος και αποδοκιμασίας– έκανε την εμφάνισή του ακολουθούμενος από τους μουσικούς του. Από αλλού τον περιμέναμε και από αλλού μας ήρθε, αφού επέλεξε να βολτάρει στον εξώστη και στην πλατεία, παίζοντας το “As Far As I Can See” μέχρι να φτάσουν στη σκηνή. Το χειροκρότημα και πάλι δυνατό και το “Monkey God” που ακολούθησε δεν έκανε μόνο τον Booth να χορεύει στους γνωστούς ρυθμούς της μαριονέτας που από κάποιον βασανίζεται, αλλά και το κοινό να λικνίζεται μαζί του. Η «κοιλιά» που ακολούθησε στη συνέχεια τα κομμάτια του Love Life φαίνεται να έγινε αντιληπτή από τους επί σκηνής, αφού μετά το “Senorita” –το οποίο προκάλεσε πανικό– συνέχισαν με το “Laid”. Από την κλεφτή ματιά που έριξα στην playlist, το συγκεκριμένο δεν βρισκόταν στο πλάνο. Οπότε, προς αναπτέρωση του ηθικού έγινε μάλλον η παρέκκλιση αυτή –και πέτυχε, αφού στη συνέχεια με το “Bone” αλλά και με το “Down To The Sea” (όπου ο Booth περιπλανήθηκε ξανά στο κοινό), επανήλθε το προσωρινά χαμένο ενδιαφέρον.
Από τους μουσικούς, την παράσταση έκλεψε σαφώς ο Dan Leavers στα πλήκτρα και στο σαξόφωνο, ο οποίος μάλλον τράβηξε την προσοχή πάνω του επειδή το απόλαυσε περισσότερο απ’ όλους, αποτάσσοντας τον διεκπεραιωτικό επαγγελματισμό και δίνοντας ένα κομμάτι του εαυτού του στο live. Το encore έκλεισε με το “Sometimes”, φυσικά, και η αποχώρηση του Tim Booth και της μπάντας του έγινε με τον ίδιο τρόπο με τον οποίον είχαν έρθει, μέσα δηλαδή από τον κόσμο, σιγοτραγουδώντας ακόμα το τελευταίο κομμάτι.
Ικανοποίηση σίγουρα υπήρξε μετά το live: δεν μπορεί κανείς να πει ότι δεν ήταν καλό. Νομίζω, όμως, πως θα συμφωνήσει πολύς κόσμος στο ότι την επόμενη φορά που θα φωνάξουμε τον Booth στην Αθήνα, καλό θα ήταν να του ζητήσουμε να φέρει μαζί του και τους James...