Το latin-jazz ιδίωμα, ιδιαιτέρως άγνωστο έως και παρεξηγημένο στη χώρα μας, αποτελούσε ανέκαθεν ένα οικείο και αγαπημένο μου μουσικό καταφύγιο. Και σε μια συνάντηση βιρτουόζων με ηχητικές δυναμικές και εμμονές, δεν γυρνάς εύκολα την πλάτη, ακόμη κι αν το τελικό αποτέλεσμα δεν αποδεικνύεται ανάλογο των προσδοκιών σου. Η Καμεράτα συνάντησε, όντως, τους αξιόλογους καλλιτέχνες –ο καθείς στο είδος του– Arturo Sandoval και Chico Freeman το βράδυ του Σαββάτου, όμως ο αυτοσχεδιασμός, η έκπληξη και οι ευφάνταστοι μουσικοί διάλογοι –απόντες στο μεγαλύτερο μέρος της συναυλίας– δεν «ταξίδεψαν» το μουσικό μας καράβι.
Τυπική στην ώρα έναρξης, η Καμεράτα-Ορχήστρα Φίλων Της Μουσικής ανέβηκε στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής λίγο μετά τις 20.30, υπό τη διεύθυνση του αρχιμαέστρου Αλέξανδρου Μυράτ. Την ακολούθησε το τετραμελές σχήμα των Ιvan Bridon (πιάνο), Felipe Cabrera Cárdenas (μπάσο), Julio Barretto (ντραμς) και Pibo Márquez (κρουστά), το οποίο και θα πλαισίωνε τους δυο πρωταγωνιστές. Ο πάντα πρόσχαρος κι ευγενικός Chico Freeman άνοιξε τη συναυλία με το “Passion Dance” του αγαπημένου φίλου του McCoy Tyner, για να βουτήξει κατόπιν με απέριττη μαεστρία και εσωτερική ένταση στο “The Essence Of Silence”. To σχόλιό του «Κυρίες και κύριοι, ήρθε η ώρα να σας παρουσιάσω έναν ταλαντούχο φίλο, τετράκις βραβευμένο με Grammy, σε αντίθεση με μένα που έχω μείνει μονάχα σε υποψηφιότητες... Δεν είναι άλλος από τον συνθέτη, παραγωγό, τρομπετίστα, πιανίστα, περκασιονίστα Arturo Sandoval», έδωσε την κατάλληλη πάσα για το κλασικό πλέον “One For Ahmad” –αφιερωμένο, βεβαίως, στον αγαπημένο πιανίστα του ιδίου όσο και του Miles Davis, Ahmad Jamal.
To φίνο jazz fusion απόχρωμα του Chico Freeman έδωσε έτσι τη σκυτάλη στο latin κέντημα της τρομπέτας του Κουβανού συνοδοιπόρου του, ο οποίος δεν μπορεί και σίγουρα δεν επιθυμεί να κρύψει τη σπιρτάδα και την ωριμότητα ενός μουσικού που κάνει το όργανό του ό,τι θέλει. Δυο συνθέσεις του πιανίστα και μπασίστα του σχήματος περιπλανήθηκαν σε πιο άνευρες jazzy διαδρομές, για να έχουμε ύστερα την πρώτη «έκπληξη»: τη σύνθεση “Everyday I Think About You”, γραμμένη και ερμηνευμένη από τον Sandoval – φόρος τιμής στον αιώνιο φίλο, μέντορα κι αστείρευτη έμπνευση Dizzy Gillespie.
Όσο όμως κι αν ήθελες να παρασυρθείς συναισθηματικά, κάτι σε εμπόδιζε μιας και αυτό που συντελούνταν μέχρι τότε στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής ήταν άχρωμο –δεξιοτεχνικό μεν, πλην ολίγον διεκπεραιωτικό. Την ίδια στιγμή, η περιβόητη ύπαρξη και μη της Καμεράτας δεν απέδωσε κάτι διαφορετικό: κατά τη γνώμη μου, χρειάζονταν γερές δόσεις αυτοσχεδιασμού για να αποτελέσει ένα πολυεπίπεδο ηχητικό μωσαϊκό. Οι bebop απόπειρες διασκευής του “Moment’s Notice” του John Coltrane από μεριάς του διάσημου σαξοφωνίστα, διέθεταν από την άλλη τη δική τους υποβλητικότητα και φυσικά ανέδειξαν για άλλη μια φορά τη χρωματική ευρυμάθεια του Freeman. Μια σύνθεση του Johann Sebastian Bach προετοίμασε στη συνέχεια το έδαφος για να πάει ο Arturo Sandoval στο πιάνο και να ξυπνήσουν λίγο τα αίματα, ώστε να νιώσουμε κι εμείς ζωντανοί. Η latin-jazz σπίθα του καταχειροκροτήθηκε, όπως ήταν φυσικό, κι εμείς νιώσαμε επιτέλους ότι κάτι δονείται επί σκηνής.
Χωρίς κορόνες εντυπωσιασμού, αλλά με απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών μέσων, το κουβανέζικο ταμπεραμέντο και η βιρτουοζιτέ του Sandoval απλώθηκαν στην εκτέλεση τού “Moon River” του Henri Mancini συνομιλώντας, ίσως για πρώτη φορά, ουσιαστικά με το λυρικό παίξιμο του σαξόφωνου του φίλου του. Η φρενήρης “Bonita Latina”, σύνθεση του Chico Freeman, ξεσήκωσε τον ψυχισμό του Sandoval που άρπαξε κυριολεκτικά τα πιατίνια, δίνοντας το αναμενόμενο πάθος στο κομμάτι και παρασύροντας μουσικούς και κοινό ώστε να βρεθούν για λίγο στην «εξωτική» γενέτειρά του. Τα δυο επίμονα encore είχαν τον ισορροπημένο latin και jazz αέρα που αναζητούσα στο σύνολο της βραδιάς, ολοκληρώνοντας μια συναυλία δυόμιση ωρών, η οποία, απ’ όσο φάνηκε, ικανοποίησε όλους τους υπόλοιπους.
Εν κατακλείδι, το πολυδιαφημισμένο jazz-latin άρωμα δεν με γονάτισε προσωπικά, ούτε και με παρακίνησε να αφήσω την πολύτιμη θέση μου –χωρίς βέβαια κάτι τέτοιο να αποτελεί πάντα μουσικό στόχο. Η συνάντηση Freeman, Sandoval και Καμεράτας δεν είχε αξέχαστους ή χορταστικούς καρπούς: κάτι, κάπου, κάποτε χάθηκε στον δρόμο... Η μαγεία άλλωστε της μουσικής θέλει τρόπο, όχι κόπο!