Τη συγκεκριμένη συναυλία κανονικά δεν την κάλυπτα εγώ. Ένα απρόοπτο γεγονός σε μια συνάδελφο, όμως, μου πρόσθεσε στην ατζέντα και την εμφάνιση των Buzzcocks –όχι ότι είχε και πολλές καταχωρήσεις για το Σάββατο, αλλά κουβέντα να γίνεται. Η αρχική μου αντίδραση στο μαντάτο δεν ήταν και η καλύτερη, μιας κι έχω ένα θέμα με μπάντες οι οποίες ανεβαίνουν στη σκηνή δεκαετίες μετά από τη δισκογραφική τους ακμή. Όμως η έξοδος των δίσκων της μπάντας από τη δισκοθήκη μου έδωσε θάρρος, μιας και τα τραγούδια τους είχαν βρει ιδιαιτέρως πρόσφορο έδαφος στα, τότε, νεανικά μου αυτιά τα οποία γυρεύανε punk κιθάρες και γρήγορους ρυθμούς. Τα άλμπουμ των Buzzcocks προσφέρανε ακόμα μια γερή δόση νεανικής ορμής και, με αυτά στο μυαλό, κατηφόρισα λοιπόν για το Κύτταρο.
Βλέποντας τους Βρετανούς να ανεβαίνουν στη σκηνή, κοντοστάθηκα: τα χρόνια είχαν κάνει αισθητή την εμφάνισή τους στο παρουσιαστικό του Pete Shelley και του Steve Diggle. Αρκετά μάλιστα. Όμως ο στιγμιαίος σκεπτικισμός έδωσε τη θέση του στην ανακούφιση, καθώς, με το που ακούστηκαν οι πρώτες νότες, καταλάβαινες πως τα τραγούδια τους δεν είχαν χάσει τη μαγεία τους και ότι το συγκρότημα συνέχιζε να παράγει εκείνο το αβίαστο κέφι που πάντα διέθετε επί σκηνής. Ο κόσμος άρχισε να χορεύει και να χαμογελάει με την αρχική δυάδα των “Boredom” και “Fast Cars”, παρόλη όμως την ένταση το σκηνικό ήταν αυτό ενός πάρτυ και όχι του κοπανήματος. Άλλο εάν προς το τέλος της βραδιάς αυτό θα άλλαζε, για λίγο.
Η κεφάτη διάθεση συνεχίστηκε όσο τα τραγούδια κυλούσαν. “Autonomy”, “Why She’s The Girl From The Chainstore”, το επηρεασμένο από τις punk pop μπάντες των 1990s “Sick City Sometimes”, το “Noise Annoys” συνενωμένο με το “Breakdown”, το “Promises”, το “What Do I Get” και αρκετά ακόμα. Σε όλη τη διάρκεια της εμφάνισης των Buzzcocks στο Κύτταρο, τρία πράγματα έγιναν σαφή: πρώτον, πως ο Pete Shelley έχει «πέσει» λόγω ηλικίας. Δεν ήταν ιδιαιτέρως ενεργητικός και γενικά αποσυρόταν από το κέντρο της σκηνής, αφήνοντας τον Steve Diggle να βγάζει τα κάστανα από τη φωτιά. Το οποίο μας φέρνει στο δεύτερο point: πως, δηλαδή, όσο είχε πέσει ο Pete άλλο τόσο ο Mr. Diggle διέθετε αποθέματα ενέργειας με τον κουβά, παίζοντας με το κοινό καθ’ όλη τη διάρκεια του live. Όσο για το τρίτο, ήταν αυτός ο λεπτοκαμωμένος drummer που είχαν φέρει μαζί τους. Όσος όγκος του έλειπε, άλλο τόσο ψυχή έβγαζε στο παίξιμό του. Ήταν υπεύθυνος για να «κρατάει» τα μπόσικα και να παρασύρει το υπόλοιπο γκρουπ στο να αποδίδει τους πανκ δυναμίτες του, όπως τους αρμόζανε.
Και, όπως συνηθίζεται μετά την απόσυρση για το καθιερωμένο encore, η επιστροφή των Βρετανών στη σκηνή επιφύλασσε τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους. Τουτέστιν, “Harmony In My Head” –όπου το μικρόφωνο στράφηκε στο κοινό, που το τραγούδησε επακριβώς!– “Oh Shit!”, το “Ever Fallen In Love” φυσικά, όπου το pogo και το stage diving υπήρξαν συνήθη φαινόμενα και, για το κλείσιμο, το “Orgasm Addict”. Και κάπου εκεί έκλεισε, χωρίς πολλές φανφάρες και θεατρολογίες, μια εμφάνιση με τα απολύτως βασικά συστατικά μια συναυλίας τα οποία όμως φτάνουν και περισσεύουν για ένα πετυχημένο live. Στιβαρές συνθέσεις, διάθεση από το συγκρότημα και κέφι για τη μουσική αλλά και το ίδιο το live performance. Απλά πράγματα, τα οποία όμως έκαναν τη δουλειά και με το παραπάνω.
Υ.Γ.: Ζητώ συγγνώμη από τους Dead Dranks, που δεν πρόλαβα το support σετ τους. Καταγράφω ωστόσο βάσιμες φήμες για ένα ενεργητικό μισάωρο σε garage ύφος, καθώς και μια φιλότιμη διασκευή σε Social Distortion...
images/stories/INTERNATIONAL/LIVE/Buzzcocks_frontpage.jpg