Τα μαχαίρια ακονίζονται ενίοτε πολύ ηχηρά όταν πρόκειται για κλασικό ροκ σε αυτή τη χώρα. Τα «παρωχημένο» και «βαρετό» ως χαρακτηρισμοί πάνε κι έρχονται μέσα σε στοματικές κοιλότητες και σε παραγράφους, με ρυθμούς που θα ζήλευε συγκοινωνιολόγος. Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι ούτε ο υπογράφων είχε σε μεγάλη υπόληψη τους εν λόγω κυρίους. Πάντα αποπαίδια των Βαθέων Μωβ τους θεωρούσα και είχα και αποδείξεις γι’ αυτή μου τη θεωρία. Κι ας τους είχα δει, σχεδόν παιδαρέλι, πίσω στη δεκαετία του 1980 στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας με τροφαντή ηχητική υπόκρουση τις συγκρούσεις ταγμάτων φρίκων της εποχής με τις δυνάμεις των ΜΑΤ (οι οποίες βρήκαν μάλιστα ευμεγέθη θέση στα πρωτοσέλιδα της επόμενης ημέρας).
Ωραία όλα αυτά, αλλά τότε γιατί πήγα στους Uriah Heep το Σάββατο το βράδυ; Κάτι ο υιός μου που ήθελε να δει μια μπάντα του κλασικού ροκ, κάτι «Σάββατο είναι μωρέ, πάμε να ξεχαρμανιάσουμε με χαρντ ροκ» από τον κολλητό μου, κινήσαμε όλοι προς τη Γκαγκαρινιάδα της Λιοσίων. Και μόλις και μετά βίας προλάβαμε να μπούμε στον χώρο: διαπιστώνοντας ότι κάτω ήταν ήδη πήχτρα, κατευθυνθήκαμε –μέσω της κατάστικτης ανθρώπων σκάλας– στον εξώστη, όπου και ήταν πιο χαλαρά τα πράγματα. Και λίγο μετά, νάσου και τα γερόντια επί σκηνής! Τρόπος του λέγειν, καθώς η μηχανή των Uriah Heep αποδείχθηκε ολοζώντανη. Κι αυτό διότι ο Mick Box μόνο σε κουτί δεν έχει κλείσει το κέφι του: με το γυαλί το ρεημπανάτο στο πρόσωπό του οδήγησε τη μπάντα, που επίσης βρισκόταν σε καλή ημέρα, καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς.
Αρκεί όμως κάτι τέτοιο για να εξηγήσει γιατί, τελικά, οι Uriah Heep άρεσαν τόσο σε εμένα, όσο και στον Δημήτρη “Other Side” Κανελλόπουλο και στον αμετανόητο post-rocker Στέλιο Εφεντάκη; Όχι, οπότε κάποια πράγματα πρέπει να τα πάρουμε με μια σειρά. Παιδαρέλι ξαναλέγω ήμουν όταν τους είδα και από τότε η μισή ντουζίνα συναυλιών που έκαναν στην ημεδαπή δεν με απασχόλησε. Οπότε, όταν ήμουν μικρός δεν μπορούσα να διακρίνω την ειδοποιό διαφορά και μετά, πολύ απλά, ήμουν απών. Από πού; Από το να διαπιστώσω ότι οι Heep ήταν μεγαλωμένοι με Σκαθάρια και όχι με μπλουζ, όταν ανοίχθηκε έμπροσθέν τους η οδός του χαρντ ροκ στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Αυτό ακριβώς αποτέλεσε και το σημείο τήξης της συναυλίας: μπορεί πολύς κόσμος να ήθελε να ακούσει για τα Γενέθλια της Μάγισσας ανιχνεύοντας τα δικά του βήματα προς τη μεταπήδηση στον μεταλλικό κόσμο κατά τα 1980s, αλλά εκεί που το γκρουπ κερδίζει ζωντανά τα στοιχήματα είναι στη σύζευξη των σκληρών ακόρντων με τις αρμονίες της φωνής. Οι αναπτύξεις τους κινούνται έτσι μεταξύ της Κάρναμπι Στρητ όπως την τραγούδησαν οι Kinks, ενώ τα δεύτερα φωνητικά έχουν να κάνουν περισσότερο με παραφθαρμένα doo wop των πρώιμων 1960s, παρά με υπογραμμίσεις μάτσο φωνητικών.
Επιπλέον, ο Mick Box ως κιθαρίστας διαθέτει μια οικονομία στα μέσα του απόλυτα αποδεκτή στις ημέρες μας. Ακόμα έτσι κι όταν σολάρισε μόνος του, κράτησε το κέφι πιο πάνω από τη ματαιοδοξία. Βέβαια, όλα αυτά είχαν και μία βροντώδη υπογραφή από κάτω: αυτή του γυμνοκέφαλου Russell Gilbrook, που, κατά πάσα πιθανότητα, αποτελεί έναν από τους καλύτερους πελάτες μαγαζιών με είδη περί της τέχνης των ντραμς. Ο άνθρωπος βαράει σαν να μην υπάρχει αύριο και έχει προσθέσει (ένεκα του ότι είναι το πασιφανώς νεότερο μέλος στη μπάντα) σύγχρονη ρυθμολογία, η οποία και τις χαρντ ροκ παραδόσεις κρατάει, αλλά και μια σύγχρονη γκρούβα παράγει.
Ο κόσμος υπήρξε επίσης καθοριστικός παράγοντας στο να περάσουν όλοι οι παριστάμενοι στο Gagarin (κοινό και μπάντα) καλά. Καμιά ποζεριά, όλοι ήταν εκεί για να διασκεδάσουν, ξέροντας ότι δεν θα επανεφευρεθεί ο τροχός. Μπύρα στο χέρι, αγκαλιά με το αίσθημα ή την/τον σύζυγο, μοναχικές παρουσίες σκαστές από το σπίτι (και των δύο φύλων), νεαρούδια που τον Μάη θα πάνε να δούνε για πρώτη φορά και τους Deep Purple, μουτζώχτρες των πιάτων για μια καλή βραδιά που θυμίζει τα βράδια της νιότης σε Hompre και Crazy. Κοτσίδες και πέτσινο έμπορα και όχι αμφισβητία, μερικά στρατιωτικά τζάκετ, πανσπερμία τάσεων δηλαδή.
Στις 11 και μέσα σε μεγάλη αποθέωση (την οποία ο Box απολαμβάνει, προσπαθώντας πιθανώς να πείσει εαυτόν ότι οι Uriah Heep ήταν ιστορικώς κάτι παραπάνω –καθώς, θεωρητικά και πάλι, είναι ημιπικραμένος από την τοποθέτησή του στο ροκ πάνθεον), η τελετή έλαβε τέλος με ένα encore και μόνο. Μετά από δύο ώρες σφυρηλάτησης της απέθαντης φρικοπαιδείας στην Ελλάδα και όμορφης/χαλαρής/ακομπλεξάριστης ατμόσφαιρας, θα συμπληρώσω…