Φωτογραφίες: Έφη Κρητικού
Mπάντα που στη δεκαετία του 1990 είχε όλα τα ηχητικά φόντα για να στριμώξει στη γωνία διάφορους φραντζάτους εντεταλμένους της brit-pop με την περίτεχνη φασαρία της και που μέχρι και σήμερα εξελίσσεται κυκλοφορώντας δίσκους σαν το The Rotten Mile (2007), οι Gallon Drunk άφησαν για λίγο μόνη της τη Lydia Lunch και τους Big Sexy Noise και ήρθαν για ένα βράδυ στην Αθήνα. Για να μας πείσουν ότι δεν περνάει χρόνος από πάνω τους...
Δεδομένου του σχετικά προσιτού –προσιτότερου τουλάχιστον, κατά τα ειωθότα– κόστους του εισιτηρίου και της μικρής χωρητικότητας του An, οι προβλέψεις ήθελαν να μην πέφτει καρφίτσα την Παρασκευή το βράδυ στο εξαρχειώτικο club. Παρολ’ αυτά, η κίνηση στο An ήταν εντελώς «προεκλογική» μέχρι την έναρξη του support των Three Way Plane και σχετικώς «προεκλογική» όταν άρχισαν οι Gallon Drunk.
Οι Three Way Plane, επιφορτισμένοι να ζεστάνουν την κρύα προς ανύπαρκτη προσέλευση, παρουσίασαν ένα λίγο παραπάνω από μισάωρο σετ, αποτελούμενο κατά βάση από τραγούδια του πρόσφατου δίσκου τους Give Us Something New To Shout. Σε σαφή υφολογική διαφοροποίηση από το κυρίως πιάτο της βραδιάς, το καλοσυντονισμένο τρίο κινήθηκε περισσότερο στα σημεία που αναμειγνύουν το punk με το hardcore, χωρίς όμως το αποτέλεσμα να καταλήξει παράταιρο στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συναυλίας. Παρότι αναμενόμενο να συμβεί, αλλά σε σαφώς πιο περιορισμένη έκταση, ο χώρος γέμισε επιδεικτικά μόλις οι Three Way Plane άρχισαν να μαζεύουν πιατίνια και πετάλια.
Αυτή τη φορά ο James Johnston έφερε μαζί του στην Αθήνα μόνο τους δύο πιο αγαπημένους του φίλους, εκείνους που δεν ήταν εξαρχής στρατολογημένοι ως Gallon Drunk, αλλά στην πορεία του ταίριαξαν περισσότερο από οποιουσδήποτε άλλους. Οι τρεις τους άλλωστε συντροφεύουν τα τελευταία χρόνια τη Lydia Lunch ως Big Sexy Noise. Μιλάμε για τον Terry Edwards, ο οποίος παίζει μπάσο και σαξόφωνο από την εποχή του From The Heart Of The Town, και για τον Ian White, ο οποίος πήρε τη θέση του Max Decharne μετά την αποχώρησή του το 1994.
Eκ φύσεως ανένταχτοι σε φόρμες και σε συγκεκριμένα είδη, οι Gallon Drunk προσανατόλισαν τη βραδιά περισσότερο στον πιο πρόσφατο δίσκο τους The Rotten Mile. Και, κατ' επέκταση, σε εκείνη την επικαιροποιημένη πλευρά του συνολικού ήχου τους, που αξιοποιεί πιο πολύ τα free jazz και blues στοιχεία. Με σταθερές τον Johnston να κάνει αξιοζήλευτες τράμπες μεταξύ της πολυπαθούς του Fender, ηλεκτρικού οργάνου και φυσαρμόνικας, και τον Edwards να εναλλάσσει τακτικά μπάσο και σαξόφωνο, δεν υπήρχε καθόλου περιθώριο να τους επιρρίψεις τελικά την έλλειψη μελών από την τωρινή σύνθεση –ακόμα και σε τραγούδια όπως το “Bad Servant”, που ενδεχομένως να κατέληγε πιο φαντεζί αν υπήρχαν περισσότεροι εκεί πάνω. Από τον ίδιο δίσκο, πέρα από το ταχύκαυστο “All Hands Lost At Sea”, δεν έλειψε και μια μακρόσυρτη εκτέλεση του “Put The Bolt In The Door”, το οποίο έριξε τους ρυθμούς και μάζεψε όλη την προσοχή στον Edwards.
Δε θα μπορούσε με κανέναν (γνωστό) τρόπο να λείπει μια εκτεταμένη εκδοχή του “Some Fool's Mess” από το σετ των Βρετανών –ως αναμενόταν, κέρδισε την πλειονότητα των νοσταλγικών ιαχών, όπως και η εκτέλεση του “Jake On The Make”, που έφερε στην ατμόσφαιρα εκείνο το καλώς εννοούμενο παλιομοδίτικο κλίμα της προ εικοσαετίας εποχής των Gallon Drunk. Στην παράκληση κάποιων να παίξουν τη διασκευή τους στο κομμάτι των Bee Gee's “To Love Somebody” ο Johnston απλώς αστειεύτηκε, υποδυόμενος ότι άκουσε «Do I love somebody?» και την παρέλειψε. Και ίσως καλύτερα, γιατί από ψυχολογική φόρτιση ήμασταν ήδη ικανοποιημένοι.
Σαν επιλεγμένη στάση απέναντι στη μουσική και στη ζωή, οι Gallon Drunk –απ' ότι λένε οι ίδιοι– ποντάρουν στον «θόρυβο, στον έρωτα, στο αλκοόλ». Και ομολογουμένως το βράδυ της Παρασκευής έφτιαξαν ένα ιδανικό σκηνικό με τον δικό τους θόρυβο, ώστε να αυτοσχεδιάσουμε εμείς με τα υπόλοιπα όσο μπορούμε.