Τι κοινό έχουν μια δεξαμενή, ένα χαρτοκιβώτιο με λαμαρίνες, δυο-τρία πλαστικά μπιτόνια, κάμποσοι σωλήνες, ένας μεταλλικός κουβάς και μερικοί Γερμανοί; Όχι, δεν πρόκειται για γρίφο ούτε για ανέκδοτο. Πρόκειται για τα Κατεδαφιζόμενα (εκ των έσω) Νεόκτιστα. Εξακολουθεί να μοιάζει με γρίφο; Δεν εννοούμε παρά τους κατά κόσμον Einsturzende Neubauten. Μία από τις πιο ιστορικές μπάντες που γέννησε ποτέ το Βερολίνο, πρωτοπόρους του πειραματικού ήχου και συντελεστές στη δημιουργία της industrial μουσικής, ασυμβίβαστους και αξιοθαύμαστα τολμηρούς για την εποχή όπου δημιουργήθηκαν, το 1980. Όταν ανακοινώθηκε η επίσκεψή τους στην Αθήνα στα πλαίσια του εορτασμού 30 χρόνων από την ίδρυσή τους, κατέστη δύσκολο σε πολλούς να πιστέψουν πως αυτή τη φορά θα τους έβλεπαν πραγματικά –κι αυτό εφόσον είχαν προηγηθεί δύο ακυρώσεις, μία όλου του συγκροτήματος πριν δυο χρόνια και μία της εμφάνισης του frontman τους, Blixa Bargeld, το καλοκαίρι που πέρασε. Το Θρι Σίξτι έφερε τελικά τους Neubauten στο Fuzz το βράδυ του Σαββάτου και της Κυριακής, για δυο εμφανίσεις που όντως πραγματοποιήθηκαν –μία κανονική συναυλία (Σάββατο) κι ένα ειδικό σόου για καθήμενους (Κυριακή), με προβολή ταινίας και τρία μικρά live. Η Νίνα Ποπώφ και ο Χάρης Συμβουλίδης με τον Στυλιανό Τζιρίτα ανέλαβαν την ανταπόκριση της πρώτης και της δεύτερης μέρας αντίστοιχα...
Σάββατο 30/10
της Νίνας Ποπώφ
Όσοι παρευρέθηκαν στη συναυλία του Σαββάτου, τελείως ετερόκλητος κόσμος απ’ όλες τις απόψεις, είναι απίθανο να μην εντυπωσιάστηκαν από τα εξής δύο παράδοξα: Αφενός, οι Γερμανοί έχουν μετά από τρεις δεκαετίες την ικανότητα να παίζουν μουσική επί δυόμιση ώρες, χωρίς οι αποδόσεις τους να «κάνουν κοιλιά» και χωρίς να χάνουν την όρεξη για αλληλεπίδραση με τους οπαδούς τους. Αφετέρου, οι ζωντανές ερμηνείες και των έξι μουσικών-παύλα-θορυβοποιών ήταν αντάξιες των Neubauten που γνωρίσαμε μέσα από τους δίσκους και ίσως, για μερικά από τα κομμάτια που επέλεξαν, ακόμα καλύτερες, πράγμα που αποδεικνύει πως η ηλικία δεν έχει καμία σημασία. Προφανώς ο Blixa Bargeld και οι (ας μου επιτραπεί η έκφραση) συνένοχοί του στην τρέλα δεν μοιάζουν πια με αντιδραστικούς εφήβους. Μοιάζουν με νέους εγκλωβισμένους στα σώματα ενηλίκων. Όλοι σοβαρά ντυμένοι, με μόνη εξαίρεση τον Alexander Hacke, που –όπως και ο Blixa– εμφανίστηκε ξυπόλητος, αλλά με κάθε άλλο παρά σοβαρό ντύσιμο. Το πρόγραμμα τηρήθηκε αυστηρά: στις 21:30 οι Βερολινέζοι είχαν ήδη λάβει θέσεις επί σκηνής και το μπάσο του Hacke ξεκίνησε να παίζει την εισαγωγή του “The Garden”, προσηλώνοντας, μαζί με τους δυο επαναλαμβανόμενους στίχους, το κοινό. Θα έλεγε κανείς πως το μπάσο, η κιθάρα, τα ντραμς και τα synths επιτελούσαν έναν ρόλο απλά συνοδευτικό συγκριτικά με τα μη-μουσικά-όργανα. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν χαμό ηχορρύπανσης κοπανώντας τενεκέδες, βαρέλια και λαμαρίνες. Λίγοι όμως θα μπορούσαν να συγχρονιστούν μεταξύ τους και να συνδυάσουν όλα αυτά τα εκ πρώτης όψεως ασήμαντα αντικείμενα για να δημιουργήσουν κάτι το οποίο δεν ματώνει τα αυτιά και δεν προκαλεί ημικρανίες. Πόσο μάλλον για να δημιουργήσουν μουσική. Τα προαναφερθέντα, μαζί με ελατήρια, αλυσίδες, ελάσματα, μαράκες, πιατίνια σε σχήμα γραναζιών και οτιδήποτε άλλο μπορούσαν να φανταστούν, ήταν μερικά από τα υλικά τα οποία χρησιμοποίησαν τα Νεόκτιστα στο live του Σαββάτου, παράγοντας πρωτόγονους βιομηχανικούς ήχους. Τους ήχους αυτούς αντιστάθμιζαν τα σχεδόν ψιθυριστά κατά σημεία φωνητικά του Blixa, ο οποίος, αν είχε σκοπό να μας υπνωτίσει, το είχε καταφέρει άριστα: με το μυστήριο βλέμμα του εμπνέει δέος, παρά τα αλλοιωμένα από τον χρόνο χαρακτηριστικά του. Μυστήρια και τα Αγγλικά του – μιλούσε τόσο χαμηλόφωνα στο μικρόφωνο ώστε τα λόγια του χάνονταν. Σε κάποια σημεία διατάρασσε τον ψυχισμό των ακροατών με κραυγές και ουρλιαχτά, ενώ σε άλλα χρησιμοποιούσε την απόλυτη σιωπή.
Οι επιλογές του συγκροτήματος για τη βραδιά του Σαββάτου ναι μεν κινήθηκαν σε όλο το πρίσμα της δισκογραφίας τους, επικεντρώθηκαν όμως κυρίως στο δεύτερο μισό της. Εναλλάσσονταν τα πιο υποτονικά τραγούδια, όπως τα “Die Befindlichkeit des Landes”, “Nagorny Karabach”, “Sabrina” και “Unvollstaendigkeit”, με τα γρηγορότερα και πιο (κατά δύναμη) χορευτικά, όπως τα “Let’s Do It A Dada”, “Haus der Luege” και “Headcleaner”. Το τελευταίο μισάωρο βασίστηκε στη σιωπή ως στοιχείο της performance, και επειδή “Silence Is Sexy”, ο Blixa έπρεπε ν’ ανάψει τσιγάρο για να κάνει τα εφέ του με τον καπνό στο μικρόφωνο (απολογήθηκε κιόλας, επειδή κανονικά έχει απαγορευτεί, εδώ γελάνε). Τα encores αποτέλεσαν ένα ξεχωριστό σόου από μόνα τους, καθώς ο Blixa κάλεσε το κοινό του να συμμετάσχει σε έναν αυτοσχεδιασμό διαρκείας, κατά τον οποίο μπορούσαμε να συμβάλλουμε με ήχους, φωνητικά ή όπως ο καθένας ήθελε. Εν τέλει από τη μεριά του κοινού ακούστηκαν μόνο κάποιες επευφημίες στα Ελληνικά, απευθυνόμενες αποκλειστικά στον Blixa, ενώ ο ίδιος γέμιζε τον χώρο με άναρθρες κραυγές. Κι έπειτα, για το τέλος, μάς είχαν φυλάξει ένα παιχνίδι, το οποίο θα έπαιζαν οι έξι Γερμανοί μεταξύ τους, με ενθουσιασμό και χαρά μικρών παιδιών. Έπρεπε να διαλέξουν τρεις κάρτες από μια σακούλα, η κάθε κάρτα έγραφε κάτι τυχαίο –από ονόματα των μελών και όργανα ως αφηρημένες έννοιες– και ο καθένας θα έπρεπε να αναλάβει τους ρόλους του ανάλογα με τις κάρτες που του έτυχαν και το πώς τις ερμήνευε ο ίδιος. Το αποτέλεσμα: ο ένας να σέρνει αλυσίδες πάνω στα πιατίνια, ο άλλος να χοροπηδά ρίχνοντας μεταλλικά αντικείμενα και, ανάμεσα στα άλλα, ο Blixa να μουρμουράει επαναλαμβανόμενους στίχους χωρίς νόημα. Κι όμως, ήταν πάρα πολύ καλό. Κι έπειτα έφεραν τη συναυλία σε πέρας ερμηνεύοντας το “Redukt”. Μια συναυλία η οποία ήθελε πολλά κότσια για να διεξαχθεί σωστά και η οποία ηχογραφήθηκε και ήταν διαθέσιμη για πώληση αμέσως μετά σε USB stick.
Στα θετικά το ότι ο ήχος ήταν πολύ καλός (διόλου τυχαίο ότι ο Blixa στάθηκε ιδιαίτερα αυστηρός με τον ηχολήπτη), στα αρνητικά το ασφυκτικό κλίμα που επικρατούσε λόγω του sold out της βραδιάς. Αξίζουν συγχαρητήρια σε όποιον κατόρθωσε να επιβιώσει ύστερα από (σχεδόν) τρίωρη επιτόπια ορθοστασία μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα χωρίς να χάσει τα λογικά του από την εναλλαγή της σιωπής με την ταυτόχρονη και ανελέητη κρούση μετάλλου και πλαστικού. Έχω τη χαρά να ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Και αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι το live σόου των Neubauten μαγνητίζει και διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον, διώχνοντας τα γήινα από τη σκέψη. Ένα καλοστημένο παιχνίδι, του οποίου κανόνες είναι το οριακό και το αυτοσχέδιο, ίσως και η μελέτη κοινωνικής ψυχολογίας...
Κυριακή 31/10 – η ταινία
του Στυλιανού Τζιρίτα
Το σχεδόν 65 λεπτών φιλμ που παρακολουθήσαμε για τα 30 χρόνια των Einsturzende Neubauten δεν είχε μια σταθερή δομή. Επίτηδες. Γιατί το να αποτιμηθεί με στοχαστικούς δρόμους και αφηγήσεις/συνεντεύξεις η πορεία των Γερμανών ίσως να έβαζε το κοινό σε τροχιά ύπνου, μιας και προορίζεται στο να προλογίσει και συνδαυλίσει κάποιες περαιτέρω ζωντανές εμφανίσεις. Μάλλον λοιπόν αφήγημα-κολάζ της πορείας των Neubauten θα το ονομάτιζα. Πάνω σε αυτή τη λογική το μοντάζ είχε σχεδόν τη λογική της τυχαιότητας, με την πρώτη ματιά. Αυτό βέβαια δεν ισχύει διότι, ουδόλως τυχαίως, αρχίζει και τελειώνει με τη χαρακτηριστική performance των Einsturzende Neubauten για το Was Ist Ist στο Βερολινέζικο Palast der Republik την 4η Δεκεμβρίου του 2004 (ενυπάρχει στο DVD Grundstuck για τους ενδιαφερόμενους).
Εν μέσω έτσι λεπιδοφόρου μοντάζ, η ταινία ανθολογεί πολλές σκηνές από την κοινή (μουσική) ζωή των Einsturzende Neubauten και ο φιλμικός χρόνος πηγαίνει δεξιά και αριστερά (και μάλιστα δίχως κανέναν ορατό άξονα). Ίσως ο μόνος άξονας είναι η επιθυμία του γκρουπ να δημιουργεί εκρήξεις εικόνας ανάλογες με αυτές που πιστοποιούν επί οργάνων και επί σκηνής και στο στούντιο. Ακόμα και διαφημίσεις τηλεοπτικές είδαμε για on-line κρατήσεις εισιτηρίων για συναυλίες στη γενέτειρά τους. Άφθονα επίσης σημεία από τα βιντεοκλίπ τους, πλάνα από συναυλίες και πρόβες τους, θρύψαλα από συνεντεύξεις, καθώς και παλιότερες στιγμές με κάμποσο ενδιαφέρον (ακόμα και από το 1980-1981), τις οποίες είχαμε χαρεί σε ανύποπτο χρόνο από το Κανάλι Της Βουλής πριν μερικά χρόνια, όταν είχε προβληθεί μια προδρομική μορφή της ταινίας που παρακολουθήσαμε την Κυριακή το βράδυ στο Fuzz. Εν τέλει, ένα υλικό που, μέσα στη στοιβάδα πληροφοριών (σημειολογικών και εγκυκλοπαιδικών) την οποία προσέφερε, υπήρξε πραγματικά ενδιαφέρον και σε στιγμές καθηλωτικό.
Δυστυχώς πίσω μας, στο πάνω μέρος του Fuzz όπου καθόμασταν, ομιλούσαν διαρκώς διάφοροι από τους παριστάμενους, αντιμετωπίζοντας την ταινία με εκνευριστική αδιαφορία. Ίσως να ήταν λάθος να μη χαμήλωναν οι φωτισμοί όταν ξεκίνησαν οι πρώτες σκηνές, γύρω στις 20.30 (όπως επέβαλλε και το πρόγραμμα), ώστε να δημιουργηθεί ο οικείος κώδικας παρακολούθησης.
Κυριακή 31/10 – οι συναυλίες
του Χάρη Συμβουλίδη
Ακόμα κι αν δεν είχες ενημερωθεί για το πρόγραμμα της ειδικής δεύτερης βραδιάς των Einsturzende Neubauten στην Αθήνα, ο Blixa Bargeld ανέλαβε –ως αλλόκοτος κονφερασιέ– να μας ενημερώσει όλους για τη σειρά των δρώμενων, λίγο αφότου τελείωσε η ταινία. Ή, ακριβέστερα, διακόπηκε, καθώς η προβολή της συνεχίστηκε στα διαλείμματα μεταξύ των υπόλοιπων σόου. Πρώτα θα έβγαινε λοιπόν το πλήρες συγκρότημα για ένα σετ διαφορετικό από τα συνηθισμένα –βασισμένο σε τραγούδια τα οποία είτε σπάνια παίζουν, είτε δεν έχουν παίξει ποτέ επί σκηνής– ύστερα θα ακολουθούσε ο Blixa για μία σόλο performance και θα μας καληνυχτούσε τελικά το ντουέτο των MoserMeyer.
Οι Einsturzende Neubauten της Κυριακής δεν είχαν, εκ πρώτης όψεως, διαφορά από το συγκρότημα που είχε παίξει ένα βράδυ πριν στον ίδιο χώρο. Ο (ξυπόλητος, όπως πάντα) Alexander Hacke ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα με τη λευκή του φανέλα, στον Blixa παρατηρούσες πρώτα την εμφανή κοιλιά που έχει κάνει (αν και την έκρυβε επιμελώς με τα όσα φόραγε) και ύστερα ότι ήταν κι εκείνος ξυπόλητος, ενώ η μπάντα παρέταξε τα συνήθη ηχητικά «εργαλεία» της δίπλα στα «κανονικά» όργανα. Το απαλό μπλε της οθόνης πίσω τους έδεσε ωραία με τους ρομαντικούς τόνους της έναρξης, οι οποίοι ωστόσο στάθηκαν παραπλανητικοί για όσους θεώρησαν ότι θα βλέπαμε κάτι πιο ακουστικό και ήσυχο. Τα ουρλιαχτά του Blixa ανάμεσα σε ξασμένα ελάσματα αμέσως μετά, με τον Hacke να παίζει το μπάσο του σωριασμένος και συσπώμενος πάνω στη σκηνή, δεν άφησαν περιθώρια αμφιβολίας: βλέπαμε μια συναυλία των Einsturzende Neubauten. Ενός συγκροτήματος που άλλαξε τη μουσική και εν πολλοίς εξ’ αιτίας του θεωρείται πια νόρμα να βλέπεις θερμοσίφωνες και ντενεκέδες ανάμεσα σε μουσικά όργανα. 30 χρόνια μετά, βέβαια, δεν είναι πια οι καταιγιστικοί πειραματιστές των 1980s, ενώ στις συναυλίες τους συχνάζουν πλέον κάτι μοδάτες γκομενίτσες οι οποίες ούτε κατά διάνοια θα πάταγαν τότε να τους δουν. Ωστόσο, στην ουσία τους, δεν έχουν αλλάξει. Αν πέρασε μια στιγμή αμφιβολίας από το μυαλό μου τη διέλυσαν με μια εξαιρετική εκτέλεση στο “Seele Brennt”, μειωμένης έντασης συγκριτικά με την πρωτότυπη εκδοχή (από το Halber Mensch), μα παρόλα αυτά υπέροχης. Καπάκι έπαιξαν και το “Sand” της Nancy Sinatra και μας αποτελείωσαν. Όχι μόνο εμένα, που δηλώνω μέγας fan της τραγουδοποιίας του Lee Hazlewood: οι επευφημίες του κοινού ήταν τόσες, ώστε έφεραν τους Neubauten πίσω για ένα encore, όπου ο Blixa αστειεύτηκε αρκετά με το θέμα του Μαραθώνα (ήταν και η Κυριακή του Μαραθωνίου στην Αθήνα), προτού μας πουν το “Total Eclipse Of The Sun” και μας αποχαιρετήσουν.
Την πλήρη σύνθεση των Neubauten ακολούθησε ένας μοναχικός Blixa, παρέα μόλις με ένα μικρόφωνο. Μας μίλησε κυρίως, παρά έπαιξε μουσική –κι όταν το έκανε μιλάμε για ένα κολάζ ήχων, φωνητικών και ουρλιαχτών, με έντονο αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα, που λειτουργούσε ως ηχητικός σχολιασμός των όσων μας είχε πει. Άρχισε να μας λέει για τη ρετσίνα, σχολίασε κατόπιν πόσο σιχαίνεται την αρχιτεκτονική της Αθήνας (σωροί τσιμέντου ατάκτως ειρημμένοι στο τοπίο) ομολογώντας όμως πως βρίσκει κάτι της αρεσκείας του μέσα στο οικιστικό της χάος, αναφέρθηκε λιγάκι σαρδόνια στα προβλήματα της Ευρωζώνης συσχετίζοντάς τα με το γεγονός ότι χώρες όπως η Ελλάδα ή η Πορτογαλία κυβερνήθηκαν από δικτατορίες και κατόπιν μας εξιστόρησε τις περιπέτειές του με το γερμανικό ραδιόφωνο, μια φορά που οδηγούσε χωρίς CD στην ευρύτερη περιοχή της Φρανκφούρτης κι έπεσε πάνω σε έναν σταθμό ονόματι Sunshine Radio, ο οποίος προφανώς έπαιζε ογκώδη πλην φτηνή ηλεκτρονική μουσική. Κατά σημεία είχε πλάκα, κατά σημεία κι ενδιαφέρον η σόλο παράσταση του Blixa. Δεν μπόρεσα όμως να μη σκεφτώ ότι αποτελούσε και μια παραχώρηση στο νεότερο κοινό των Neubauten, εκείνο που έχει καταναλώσει κυρίως τον μύθο τους παρά την ουσία της πρωτοπορίας τους. Ο χιουμορίστας, ευχάριστος στο κοινό και δη στις γυναίκες Blixa Bargeld είναι μια μάλλον «εκλαϊκευμένη» εκδοχή της όλης Neubauten ιστορίας.
Τον Blixa διαδέχθηκε στη σκηνή του Fuzz το ντουέτο των MoserMeyer, εν μέσω κόκκινων φωτισμών και λίγου καπνού. Κατά κοινή νομίζω ομολογία, άφησαν ανάμεικτες εντυπώσεις. Κι αυτό γιατί πρόκειται για μια εξαιρετικά άνιση συνεργασία, κινούμενη σε οργανικές διαδρομές. Η οποία, από τη μία, επιδεικνύει έναν εξαιρετικό ντράμερ (Rudolf Moser), ικανό να παράγει επιβλητικής έντασης ήχους στο σετ κρουστών του –είτε με τα χτυπήματά του, είτε παγιδεύοντας τους αρχικούς ρυθμούς και βγάζοντάς τους ύστερα επεξεργασμένους με διάφορα εφέ– κι από την άλλη έναν μουσικό που καταθέτει λιγοστά πράγματα. Κιθάρα, σίνθι και λάπτοπ άπλωσε μπροστά του ο Christian Meyer, σε τίποτα όμως δεν διακρίθηκε, καθότι λίγο Sonic Youth οι κιθαριές του, λίγο απλοϊκά τα θέματά του στα πλήκτρα, λίγο διακοσμητικό, τελικά, το λάπτοπ.
Συνολικά, πάντως, άξιζε τον κόπο η Κυριακή των Neubauten, γιατί και η ταινία τους υπήρξε αληθινά ενδιαφέρουσα, αλλά και το δικό τους σύντομο σετ συμπλήρωνε ιδανικά την κυρίως παράσταση του Σαββάτου. Μπράβο στο Θρι Σίξτι και που τους έφερε μα και για τη διοργάνωση την οποία έστησε. Χρειαζόμαστε τέτοια πράγματα στην Αθήνα της κρίσης, έστω κι αν γίνονται στο Fuzz, όπου ακόμα κι ένα ποτήρι σόδα τιμάται 6 ευρώ, καθώς η ιδιοκτησία του μαγαζιού συνεχίζει ακάθεκτη τη γνωστή πολιτική της επί των τιμών στο μπαρ (διευκρινίζω εμφατικά ότι η ευθύνη γι’ αυτό δεν βαρύνει τη διοργάνωση)...