Φωτογραφίες: Έφη Κρητικού
Πρώτη μέρα (20/10)
του Τάσου Μαγιόπουλου
Τετάρτη βράδυ και μετά από μια μέρα εξαντλητική από κάθε άποψη, καταφέρνω να περάσω την πόρτα του Gagarin κάπου εκεί κοντά στις δέκα παρά. Τουτέστιν, από τις μπάντες του δυναμικού της Jumping Fish, οι No Profile είχαν ήδη τελειώσει και οι Playground είχαν ήδη ξεκινήσει.
Εισερχόμενος λοιπόν στον κυρίως χώρο ακούω μια γνώριμη μελωδία: είναι το Smack My Bitch Up των Prodigy, το οποίο οι Playground έχουν αποφασίσει να διασκευάσουν. Περισσότερο βέβαια μοιάζει με μια δική τους αναπαραγωγή παρά για μια κανονική διασκευή, αλλά πέρα από αυτό παραμένει ευχάριστο σαν άκουσμα. Στη συνέχεια παίζουν ένα δικό τους τραγούδι ονόματι “Dare”, με σαφείς αναφορές στο alternative rock του πρώτου μισού των 1990s, το οποίο, χάρη στην ορεξάτη ερμηνεία του τραγουδιστή τους, κέρδιζε σαφώς πόντους στο κομμάτι του εντυπωσιασμού. Για το τέλος η μπάντα μας ενημερώνει δια μικροφώνου ότι θα παίξει μια πολυαγαπημένη μπαλάντα του Lionel Ritchie. Οι πρώτες νότες όμως φανερώνουν το “Sabotage” των Beastie Boys σε μια, και πάλι, σχεδόν πιστή αναπαραγωγή του αρχικού. Σαν σύνολο η εμφάνισή τους κρίνεται ικανοποιητική, αν και σε καμία περίπτωση εξέχουσα.
Συνέχεια με τους Expert Medicine, οι οποίοι με το τελευταίο τους άλμπουμ Perfect Maniac έχουν καταφέρει να ακουστούν αρκετά στον όλο indie χώρο. Κι αν κρίνω από την έκβαση της εμφάνισής τους, αυτόν ακριβώς τον δίσκο ήρθαν να προωθήσουν με την αρχική τετράδα τραγουδιών που παίξαν να προέρχονται όλα μέσα από αυτόν: “A Spaceship In The Backyard”, “Perfect Maniac”, “Useless” και “Chase”. Προσωπικά οφείλω να ομολογήσω πάντως ότι δεν θεώρησα την εμφάνισή τους σαν κάτι ιδιαίτερο, με τον συναισθηματικό παράγοντα να λάμπει δια της απουσίας του. Τεχνικά το live τους κρίνεται αρτιότατο, δεν νομίζω να αμφιβάλλει κανείς για αυτό. Όμως δεν πιστεύω ότι το συγκρότημα κατάφερε να μεταφέρει κάποιου είδους έντονης συγκίνησης στο κοινό από κάτω. Προς τα τελευταία μόνο τραγούδια οι εκτελέσεις τους στάθηκαν σαφώς πιο ενεργητικές και ο κόσμος άρχισε να κουνιέται περισσότερο. Εξακολουθώ πάντως να πιστεύω πως η πιο σημαντική προσωπικότητα εντός του συγκροτήματος, τουλάχιστον για τη ζωντανή τους παρουσία, ήταν ο DJ Everlast (μέλος των ιστορικών FFC για να μην ξεχνιόμαστε) ο οποίος με τα scratches του πραγματικά απογείωσε τα τελευταία τραγούδια.
Για το τέλος φυσικά έμειναν οι New Young Pony Club, οι οποίοι αποτελούσαν και το μεγάλο όνομα της βραδιάς. Και μπορεί σαν συγκρότημα να μην αποτελούν δε και κανένα τοτέμ του σύγχρονου ήχου αλλά –πανάθεμά τους– στο live πραγματικά ξέρουν τι να κάνουν! Με μια τραγουδίστρια-ορισμό του πώς πρέπει να ενεργεί μια frontwoman επί σκηνής, πραγματικά βάλανε φωτιά στους παρευρισκόμενους, που βρέθηκαν να χορεύουν προτού καλά-καλά ολοκληρωθεί το πρώτο τραγούδι του σετ. Αεικίνητη στο σανίδι, με αξιοσημείωτη επαφή με το κοινό της μα και ιδιαιτέρως ικανή φωνητικά, η Tahita Bulmer –παρά τη βαριά εγγλέζικη προφορά της– κατάφερε να μας παρασύρει όλους σε ένα πάρτυ. Όσο για τα τραγούδια που ακούστηκαν ε, δυο δίσκους έχουν όλους και όλους οι New Young Pony Club οπότε δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το setlist. Ακούστηκαν λοιπόν τραγούδια και από τους δυο με τα “Lost A Girl”, “Hiding On The Staircase”, “The Optimist”, “The Bomb”, “Chaos”, “We Want To”, “Dolls”, “Get Lucky”, το προσωπικό αγαπημένο “The Get Go”, καθώς και το πιο γνωστό ίσως τραγούδι τους “Ice Cream” να δημιουργούν μια ατμόσφαιρα κεφιού και διάχυτης χαράς. Γελαστά πρόσωπα, λικνιζόμενα κορμιά, διάχυτη αδρεναλίνη και αισθησιασμός στον αέρα = Αποστολή εξετελέσθη!
Έτσι, παρόλο που στην αρχή της βραδιάς ο λίγος κόσμος ο οποίος είχε μαζευτεί καθώς και οι νωχελικές ερμηνείες των αρχικών συγκροτημάτων προμήνυαν αμφιβόλου αποτελέσματος event, το όλο εγχείρημα σώθηκε χάρη στις όχι ιστορικές εντούτοις αποτελεσματικότατες συνθέσεις των 5 κατοίκων Αγγλίας, που άφησαν άπαντες ικανοποιημένους.
Δεύτερη μέρα (21/10)
του Χρήστου Δουκάκη
Σε αντίθεση με την πρώτη μέρα, τη δεύτερη ο προγραμματισμός τηρήθηκε σχεδόν κατά γράμμα, σε ένα πλαίσιο άριστου επαγγελματισμού –το Gagarin είχε τις πόρτες του ανοιχτές για το κοινό την αρχικά προγραμματισμένη ώρα (19:30), μία από τις σπάνιες φορές που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Το πρώτο σχήμα της βραδιάς, οι Trap, προς έκπληξη των ελάχιστων παρευρισκομένων –μετράγαμε μέχρι εκείνη την ώρα περίπου 30 άτομα– ξεκίνησαν τη ζωντανή τους εμφάνιση στις 20:10 μόλις, μαγκωμένοι και ελαφρώς αγχωμένοι από την ισχνή προσέλευση.
Νικητές του φετινού διαγωνισμού Φίλιππος Νάκας, οι Trap δεν δικαίωσαν ούτε τις περγαμηνές που κουβαλούσαν, ούτε το εξαιρετικό τραγούδι τους “Falling”, που έχει αγαπηθεί από σημαντική μερίδα του εναλλακτικού και μη κοινού. Στα σχεδόν 30 λεπτά της εμφάνισής τους, διαπιστώσαμε ότι ακόμα έχουν πολύ δρόμο να διανύσουν ώστε να μπορούν ν’ αντεπεξέρχονται σε χώρους δυναμικής αντίστοιχης του Gagarin. Τόσο σαν σκηνική παρουσία, όσο συνθετικά, αφού το «ψάχνουν» ακόμα. Ξεχώρισα πάντως τη δικιά τους εκδοχή στο “Battle For The Sun” των Placebo και βέβαια το “Falling”, τραγούδι του τρέχοντα μήνα για το Jumping Fish.
Στον αντίποδα με τους προαναφερθέντες, οι/ο His Majesty The King Of Spain ή κατά κόσμον Νεκτάριος Κουβαράς, αποτέλεσε με την παρέα του την έκπληξη της βραδιάς, αν όχι του διημέρου. Η ώρα είχε πάει περίπου 21:00, όταν ο Κουβαράς ξεκίνησε μόνος με μια ηλεκτρική κιθάρα, φωνή και τη μπότα των ντραμς, α-λα-Jack White. Σ’ ένα Gagarin που ευτυχώς μέχρι εκείνη την ώρα είχε καταφέρει να συγκεντρώσει περί τα 200 άτομα. Στη συνέχεια έσμιξαν και οι υπόλοιποι πέντε (ανάμεσά τους και ο κιθαρίστας των Brainwash Squad), χαρίζοντάς μας 40 λεπτά μουσικής ευφορίας με τον πολυποίκιλο ήχο τους –ένα κράμα από indie, folk και ηλεκτρική country– αλλά και με αξιοσημείωτες δόσεις πειραματισμού όπως π.χ. στο κλείσιμο με το 7λεπτο αυτοσχεδιαστικό τζαμάρισμα, το οποίο δικαίωσε απόλυτα το τόλμημα. Φυσικά δεν παρέλειψαν να ερμηνεύσουν και το τραγούδι που τους χάρισε τη συμμετοχή τους στο event, το γλυκύτατο “Come On (Pretty Baby)”. Στα highlights, η αφιέρωση ενός τραγουδιού στον Bob Dylan και η μίνι εμβόλιμη διασκευή του “Space Oddity”.
Όταν κατόπιν έφτασε η στιγμή της εμφάνισης των Travel Mind Syndrome, ελάχιστα δηλαδή λεπτά πριν από τις 22:00, η προσέλευση είχε πλέον κορυφωθεί, μετρώντας περίπου 400 άτομα. Αυτό που κυρίως χαρακτήρισε τη 45λεπτη εμφάνιση των Travel Mind Syndrome ήταν η αστείρευτη ενέργεια του τραγουδιστή και ο ικανότατος κιθαρίστας του σχήματος, ο οποίος «ριφοβολούσε» με χαρακτηριστική άνεση. Ξεχώρισαν το “Breeze Of Light” (τραγούδι του μήνα για το Jumping Fish τον Γενάρη του 2010), το βρώμικο ροκ του “Sex, Drugs And Alcohol” και κάποια δείγματα από το επερχόμενο EP τους (“For Your Love”). Μοναδική ένσταση ότι ακόμα δεν έχουν αποφασίσει για το αν θα κάνουν τη μετάβαση στο mainstream ή θα παραμείνουν πιστοί στις εναλλακτικές τους ρίζες, καθώς διέκρινα ένα έντονο φλερτ και προς τις δύο μεριές.
Οι headliners της δεύτερης βραδιάς, το συμπαθέστατο Σουηδικό τρίο των Radio Department, έκανε την εμφάνισή του στις 23:05. Και, προς μεγάλη απογοήτευση του γράφοντος, παρουσίασε ένα μάλλον άνευρο σετ, διάρκειας 55 λεπτών. Όχι ότι περίμενα από τους συγκεκριμένους να οργώνουν τη σκηνή και να ξεσπαθώνουν με αιθέριες indie-pop μελωδίες, ούτε όμως ανέμενα μια τόσο υποτονική εμφάνιση: αν δεν τους έβλεπες, θαρρείς και άκουγες τους δίσκους τους στον καναπέ του σπιτιού σου...
Μάταια το κοινό προσπάθησε να ξεσηκώσει τους Σουηδούς, αφού, εκτός από τα παραδοσιακά, αν όχι τυπικά, «thank you’s» ανάμεσα στα τραγούδια, κάποια από τα λιγοστά πράγματα που ψέλλισε ο Johan Duncanson ήταν η αφιέρωση ενός τραγουδιού στην κακή σουηδική κυβέρνηση και το ότι είναι ντροπαλοί, αποφεύγοντας να εκφράζονται εντόνως. Σε ένα τέτοιο λοιπόν πλαίσιο βορειοευρωπαϊκής παγωμάρας, οι Radio Department παρουσίασαν, ανάμεσα σε άλλα, τα αγαπημένα “1995”, “The Worst Taste In Music”, “Lost And Found”, “This Past Week”, “I Don’t Like It Like This”, ενώ τελείωσαν με τον τρίλεπτο φαζαριστό τους ύμνο “Why Won’t You Talk About It?”. Δεν παρέλειψαν βέβαια να συμπεριλάβουν στο σετ και κάποια τραγούδια από τον φετινό τους δίσκο, Clinging To A Scheme (“Domestic Scene”, “Heaven’s On Fire” & “Never Follow Suit”). Μπάντα ιδανική για σπιτικές ακροάσεις, ακατάλληλη όμως για live φιέστες τέτοιου είδους.
Συνοψίζοντας, τα πρώτα γενέθλια του Jumping Fish, παρά το χαμηλό αντίτιμο του εισιτηρίου, δεν κατάφεραν να πετύχουν την προσδοκώμενη προσέλευση (ιδιαίτερα την 1η ημέρα). Μπορεί να έφταιξαν ενδεχομένως οι επιλογές των συγκροτημάτων οι οποίες υπήρξαν φανερά ασύνδετες, ορισμένες μέχρι και λανθασμένες. Παρά ταύτα, το διήμερο αποτέλεσε μια άκρως ελκυστική πρόταση που για πρώτη φορά δεν τα πήγε κι άσχημα. Ευελπιστούμε δε στο άμεσο μέλλον να βρει την απαιτούμενη ανταπόκριση, αφού αφενός το αξίζει και αφετέρου χρειάζονται τέτοιου είδους τονωτικές ενέσεις στην εγχώρια (εναλλακτική) σκηνή.