Βγαίνοντας από το Μέγαρο Μουσικής, σκεφτόμουν ότι ο Wim Mertens είναι ένας γνήσιος Ευρωπαίος μουσικοσυνθέτης. Θα μου πείτε, έπρεπε να δεις τη συναυλία του για να καταλάβεις κάτι που (μάλλον αυτονοήτως) φαίνεται από τις πάμπολλες δισκογραφικές του καταθέσεις; Κι όμως, βλέποντας τον Φλαμανδό συνθέτη στο πιάνο του, με το κουιντέτο εγχόρδων να τον συνοδεύει (κοντραμπάσο, τσέλο δύο βιολιά και μία βιόλα), μου έγινε για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρο ότι ακολουθεί ένα μέρος της μεγάλης παράδοσης της «λόγιας» Ευρωπαϊκής μουσικής, η οποία στα δικά μου ημιμαθή αυτιά φαίνεται ως κάτι σαν μπαρόκ λυρισμός. Δεν θα επιχειρήσω βαθύτερες μουσικολογικές αναλύσεις (δεν θα μπορούσα άλλωστε), ούτε προσδίδω στον παραπάνω χαρακτηρισμό καμία «ακαδημαϊκίζουσα» εγκυρότητα. Αναφέρομαι περισσότερο σε μια (αδιόρατη εν πολλοίς) αίσθηση…
Κρίσιμο σημείο πάντως της μουσικής του Mertens μοιάζει να είναι το ότι αυτή η κλασική παράδοση δεν αφήνεται στο βάθρο της, δεν αντιμετωπίζεται όπως ένα έκθεμα σε ένα (φανταστικό) μουσείο μουσικής κουλτούρας. Αποκαθηλώνεται, με σκοπό τη συνδιαλλαγή και τη διάδρασή της με πιο σύγχρονες εκφάνσεις του κλασικότροπου μουσικού βίου (ήτοι, ένα είδος μινιμαλισμού) και τελικά την επικαιροποίησή της. Κι αν αυτή η επικαιροποίηση είναι περισσότερο πρόδηλη σε κάποιους από τους δίσκους του (το “Mildly Skeeming” από το Vergessen μου έρχεται αβίαστα στο μυαλό), ήταν παρούσα ακόμα και με μία οργανική δομή βασισμένη απόλυτα στα πέντε έγχορδα και στο πιάνο, είτε μιλάμε για την επαναληπτική μορφή κάποιων θεμάτων, είτε για το γενικότερο πνεύμα των συνθέσεων. Ίσως για αυτό το ακροατήριο στο Μέγαρο ήταν σχετικά ετερόκλητο, διότι ο Βέλγος συνθέτης προσφέρει ένα ευρύτερο λεξιλόγιο συναισθημάτων, κάνοντας τη μουσική του προσιτή και σε λιγότερο ειδικευμένα στην κλασική παιδεία αυτιά.
Αυτό που με εντυπωσίασε, καταρχήν, ήταν οι εξαιρετικές ενορχηστρώσεις. Η παρουσία τριών βιολιών έδινε τη δυνατότητα για πολυδιάστατα μελωδικά μέρη (χωρίς το πομπώδες το οποίο φέρνουν μεγαλύτερες έγχορδες ορχήστρες), δυνατότητα που ο Mertens εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο. Ήταν πολλές οι στιγμές όπου τα διαφορετικά θέματα των βιολιών έμπαιναν το ένα μέσα στο άλλο, συμπλήρωναν το ένα το άλλο (χαρακτηριστική μια φράση η οποία ξεκινούσε από το ένα βιολί, συνεχιζόταν από το δεύτερο και ολοκληρωνόταν από το τρίτο) ή τόνιζαν όλα μαζί κάποια κορύφωση. Μια μελωδική συνθετότητα που φυσικά δεν θα ήταν εφικτή χωρίς την απαράμιλλη εκτελεστική δεινότητα του βιολιστικού τρίο και συμπληρωνόταν από το τσέλο –ιδανικό συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα «ψηλά» των βιολιών και στα «χαμηλά» του κοντραμπάσου.
Εξαιρετικά αισθαντικός βέβαια και ο ίδιος ο Mertens με το πιάνο του, αποτελούσε –με τις προσεκτικές δυναμικές του– μάλλον την πηγή της συναισθηματικής έντασης, οι αυξομειώσεις της οποίας αποτελούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια το κεντρικό στοιχείο της παράστασης. Με κίνδυνο να γίνω γραφικός, θα έλεγα ότι ακριβώς αυτή η συναισθηματική ένταση (πριν και πάνω από τα όποια μουσικολογικά ζητήματα) ήταν ο χάρτης του «ταξιδιού», οι «οδηγίες προς ναυτιλλομένους». Είτε διοχετευόταν σε γρήγορες και επιδέξιες δοξαριές, είτε σε λίαν αισθαντικούς αρπισμούς στο πιάνο, ήταν αυτή που σε κυρίευε, αυτή που ενορχήστρωνε τις σκέψεις στο μυαλό σου. Ορμώμενες από την ιδιότυπη (και σε στιγμές αρκετά πολύπλοκη και ραγδαίως εναλλασσόμενη) ρυθμικότητα, οι αυξομειώσεις της συναισθηματικής έντασης έμοιαζαν με μια προσομοίωση της ασταθούς πραγματικότητας (συναισθηματικής και μη). Σου έδιναν μια δυνατότητα, τέλος πάντων, να τη σκεφτείς για λίγο μέσα από ένα κάπως ρομαντικό πλαίσιο.
Με συνθέσεις τόσο από τον νέο του δίσκο Zee Versus Zed (με το εναρκτήριο “Compass Strokes” και το “Zing’ Up” με τις όμορφες μεταφράσεις σε βιολί των θεμάτων των πνευστών, να ξεχωρίζουν), όσο και παλαιότερες (με απαραίτητο πέρασμα και από κάποιες ευρέως γνωστές συνθέσεις –λ.χ. το “Struggle For Pleasure”) ο ιδιαίτερα κινητικός Wim Mertens μας παρουσίασε μια άρτια παράσταση, κερδίζοντας δικαίως το ειλικρινές και ζεστό χειροκρότημα του ελληνικού κοινού…