Φωτογραφίες: Αίγλη Δράκου (Αθήνα, εκτός Anathema) & Μυρσίνη Πατακάκη (Θεσσαλονίκη)

Με τα θερμότερα λόγια εκφράστηκαν οι ανταποκριτές του Avopolis για την εμφάνιση των Porcupine Tree σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, που απέδειξαν για άλλη μια φορά πως διαθέτουν ισχυρότατη και πιστή «βάση» στο ελληνικό κοινό. Νίκος Σβέρκος από την Τεχνόπολη και Στέργιος Κοράνας από το Principal στις λεπτομέρειες...

Αθήνα- Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου

Υπέρμετρα αγαπημένοι στην Ελλάδα, οι Porcupine Tree είναι ένα μουσικό παράδοξο. Ο Steve Wilson μπορεί να μην γνωρίζει να διαβάζει νότες σε παρτιτούρα, αλλά έχει έναν ολόκληρο κόσμο σχηματισμένο στο μυαλό του, που τον μεταπλάθει αναλόγως. Πρώτος σταθμός του ευρωπαϊκού σκέλους της περιοδείας τους για το Incident ήταν η Αθήνα και συγκεκριμένα η Τεχνόπολη, με τις απολύτως ταιριαστές κόκκινες καμινάδες της.

Ειδικοί προσκεκλημένοι για αυτή την Electron Night ήταν οι Anathema, ή αλλιώς η κλασική περίπτωση μουσικής παραξενιάς της Ελλάδας. Από τότε που βρήκαν το αδιέξοδο στη σκοτεινή, σκληρή και easy listening έκφραση, κράτησαν την easy listening αρχή και χαλάρωσαν. Μακριά από εμάς οι μεταλλικές εμμονές, αλλά πραγματικά δεν υπάρχει κάτι που να σε τσιγκλάει στη μουσική των Anathema. Καμία έξαρση, επιτηδευμένος συναισθηματισμός και χλιαρά τραγούδια φτιάχνουν το προφίλ τους, γεγονός που οι Άγγλοι δεν ξεπερνούν δυστυχώς ούτε στη συναυλιακή εκδοχή τους. Το σετ περιείχε καταρχάς κομμάτια από το άνευρο We're Here Because We're Here, το οποίο ωστόσο δεν φαίνεται να έχει απογοητεύσει τους ακολούθους τους, που ακόμη κρατούν μακριά την κόμη. Ο αρχικά μέτριος ήχος βελτιώθηκε σταδιακά και έτσι η εφηβική νοσταλγία έγινε κατά τι ευκολότερη με τα “Deep” και “Fragile Dreams”. Αυστηρά για τους fans της, η οικογένεια από το Λίβερπουλ γέμισε ωραία κάτι παραπάνω από μια ώρα. Για τους υπολοίπους, μάλλον αδιάφοροι στάθηκαν.

Τα είκοσι χρόνια δισκογραφικής παρουσίας των Porcupine Tree είναι, για το φτωχό μου το μυαλό, δύσκολο να σχηματοποιηθούν με μια γραφική παράσταση, σε ανώτατες και κατώτατες τιμές. Αυτή η δυσκολία προσδίδει όμως και τη χαρακτηριστική ομορφιά του σχήματος. Σε μια συνέντευξή του, ο Steve Wilson είχε υποστηρίξει ότι είναι βλακώδες να ακούς μόνο ένα είδος μουσικής, φέρνοντας ως λαμπρό αντιπαράδειγμα τον φίλο του Mikael Akerfeldt, ο οποίος λατρεύει τον Scott Walker. Και η προσέγγιση του Wilson στη μουσική δεν υπήρξε ποτέ στατική. Μπορεί ορισμένες φορές να μην είχε στεφθεί με επιτυχία η αναζήτησή του, όμως του βγάζεις το καπέλο για τον αριστοτεχνικό τρόπο που έχει χειριστεί ήχους από τις Floyd-ικές περιπέτειες μέχρι τις σκληρές κιθάρες.

Το κύριο βάρος λογικό ήταν να δοθεί στο Incident, ένα έργο με λογική ακολουθία, εξ’ ου και οι δυο «νησίδες» πέντε απανωτών κομματιών στο πρόγραμμα. Αλλά εκεί είναι που πιάνει δουλειά η οπτικοακουστική μαστοριά του Wilson: ήχος εξαιρετικά καλός για τα ελληνικά μεσοβέζικα δεδομένα και εικόνες στο φόντο εν είδει καλαίσθητου συνοδευτικού βιντεοκλίπ. Σε αυτό το σκέλος οι Porcupine Tree απέχουν παρασάγγας οποιουδήποτε ομογάλακτού τους, καθώς βρίσκουν κάθε φορά τη σωστή ακολουθία και δεν αρκούνται στα ταξιδιάρικα οπτικά εφέ. Και προφανώς τούτο οφείλεται στο ότι ξέρουν ακριβώς τι θέλουν να εκφράσουν, αφήνοντας τον αυτοσχεδιασμό για το κομμάτι της δημιουργίας.

Από ’κει και πέρα, οι Porcupine προσέφεραν ένα σετ υποδειγματικό και εξισορροπημένο ως προς το ύφος του, αλλά εστιασμένο περισσότερο στις ύστερες κυκλοφορίες τους. Και εδώ πρέπει να ειπωθεί το εξής: πόσο τρομερός ντράμερ είναι αυτός ο Gavin Harrison; Τούτος ο μουσικός είναι αψεγάδιαστος, τα «γεμίσματά» του υποδειγματικά, αλλά εκείνο το στοιχείο που ξεχωρίζει τους καλούς ντράμερ από την πλέμπα είναι η μουσική ταπεινότητα την οποία αποπνέει. Δεν είναι ποζεράς σαν τον Portnoy (καλός τεχνίτης μα πολύ μπλα-μπλα ρε παιδάκι μου), αντιθέτως, κάθεται και οργώνει υπόγεια τα αυτιά του κόσμου σαν τον Lombardo ή τον Chamberlin. Τρομερός...

Κάποιοι λιγότερο εξοικειωμένοι με το σχήμα και σχετικά ανυπόμονοι πιθανόν να κουράστηκαν ελαφρώς από το εν λόγω live. Κρίμα για αυτούς. Γιατί στο “Open Car” σείστηκαν τα ντουβάρια, στο “Lazarus” χαρήκαμε για την τότε εισβολή στα ραδιοκύματα, στα “Russia On Ice” και “Anesthetize” λατρέψαμε τη χαρακτηριστική κλιμάκωση, στο “Normal” ανακαλύψαμε –σε ένα σχετικά άγνωστο κομμάτι– την ταυτότητα της μπάντας και στα “Way Out Of Here” και “Sleep Together” καταλάβαμε ότι ο κ. Wilson είναι ένας ζων οργανισμός, ο οποίος ωσμώνει, επηρεάζεται και επηρεάζει τον κόσμο της μουσικής. Όσο για τα τελευταία “Stars Die”, “Blackest Eyes” και “Trains” δεν χωρούν λόγια, αφού είναι –σε αντίθεση με όσα πιστεύει ο ηγέτης της μπάντας– τα υπόγεια hits της.

Χρησιμοποιώντας τα λεγόμενα του Steve Wilson, οι Porcupine Tree έδωσαν ένα live «μετά από πέντε χρόνια απουσίας από την Ελλάδα βασισμένο σε καινούργια κομμάτια, αλλά και με μερικές παλιότερες μελωδίες». «Με υποδειγματικό τρόπο», προσθέτω εγώ...

Θεσσαλονίκη – Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου

Είχα να τους δω ζωντανά από τότε που περιοδεύσανε για το In Absentia, συνεπώς αδημονούσα για τη συναυλία τους στο Principal το βράδυ της περασμένης Παρασκευής και ήλπιζα για το καλύτερο. Τελικά όχι μόνο δεν απογοητεύτηκα, αλλά ξεπέρασαν και τις προσδοκίες μου…

Φτάσαμε στο Principal κατά τις 10 και κάτι, την ώρα που τελείωνε η support μπάντα –οι δικοί μας Brain Cell, τους οποίους δυστυχώς δεν πρόλαβα να δω αρκετά. Το μέρος ήταν κατάμεστο από κόσμο. Πρακτικά, θυμάμαι το πολύ μια ή δυο φορές που το Principal ήταν τόσο ασφυκτικά γεμάτο. Κι αν σκεφτεί κανείς πως το ίδιο βράδυ έπαιζαν οι Placebo, τότε φαίνεται πόσο φανατικό κοινό έχει ο Steven Wilson και η παρέα του στη Θεσσαλονίκη. Κατά τις 10.30 λοιπόν, ξεκινούν να παίζουν, ένα setlist απλά απίστευτο!

Στην αρχή ακούσαμε τα 5 πρώτα κομμάτια του τελευταίου τους άλμπουμ, Incident. Γενικότερα, με εξαίρεση το “Russia On Ice” από το Lightbulb Sun, το πρώτο μέρος απαρτιζόταν από τραγούδια από τις τρεις τελευταίες τους δουλειές. Παίζοντας λοιπόν και το “Time Flies” (πάλι από το τελευταίο), κλείνουν το πρώτο μέρος του σετ και σταματούν για ένα δεκάλεπτο διάλειμμα. Το δεύτερο μέρος ξεκινά με το “The Start Of Something Beautiful” και αμέσως μετά ακολούθησε η πρώτη μεγάλη έκπληξη για μένα: το “The Sound Of Muzak”, ένα από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια τους! Έπειτα, ο Wilson μας είπε ότι θα κάνει μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν και μας παίζει στο καπάκι το “Εven Less”! Και σαν να μην έφτανε αυτό, μας λέει θα γυρίσουμε ακόμα πιο πίσω και θα παίξουμε κάτι που έχουμε να παίξουμε χρόνια –και παίζουν το “Stars Die”! Εκεί κάπου, το κοινό είχε χάσει τη λαλιά του, μια και δεν το περίμενε κανένας (γενικά, δεν πολυπαίζουν κομμάτια από τα πρώτα τους άλμπουμ). Μετά από δυο-τρία τραγούδια ακόμα, μας άφησαν για λίγο και φυσικά επέστρεψαν για το encore, το οποίο αποτελούνταν από τα “Blackest Eyes” και “Trains”. Κάπου εδώ, τελείωσε ένα χορταστικότατο σετ, με συνολική διάρκεια, δυο ώρες και δέκα λεπτά!

Το παίξιμό τους γενικά ήταν άψογο, άλλωστε δεν μας έχουν συνηθίσει σε κάτι λιγότερο οι Porcupine Tree. Όλοι τους βιρτουόζοι στα όργανα και φυσικά χωρίς να ακολουθούν αυστηρά τις γραμμές του στούντιο στα τραγούδια, αλλά με τον απαραίτητο αυτοσχεδιασμό (άλλωστε μιλάμε για progressive rock). Ο ήχος του Principal σε πολύ καλά επίπεδα, χωρίς να κουράζει και χωρίς να μπερδεύονται τα όργανα μεταξύ τους, όπως συμβαίνει σε άλλες περιπτώσεις.

Το κοινό στην πλειοψηφία του fans της μπάντας, ήταν εκεί ψυχή τε και σώματι. Τα χειροκροτήματα έδιναν κι έπαιρναν, το headbanging δεν είχε σταματημό και όλα αυτά χωρίς ξύλο ή άλλες ακρότητες. Μόνη μου ένσταση το γεγονός ότι μάλλον ήμασταν υπεράριθμοι –έλεγα ότι το Principal θα «σκάσει» από τον κόσμο. Από την άλλη βέβαια, καλύτερα που έχουν ανταπόκριση τέτοια ονόματα και δεν πηγαίνει ο κόσμος μόνο στους «ωραίους» και στους «εμπορικούς», ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι η απόσταση του Principal από την πόλη αποτελεί ανασταλτικό παράγοντας για πολύ κόσμο. Η Θεσσαλονίκη έχει φιλόμουσο κοινό και το βράδυ της Παρασκευής βρισκόταν στο Principal!

Μετά από μια υπέροχη συναυλία λοιπόν, μπήκαμε στα αυτοκίνητα και γυρίσαμε σπίτια μας. Η βραδιά δεν σήκωνε ούτε after…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured