Το τριήμερο Rock En Seine στο πάρκο του Saint Cloud στα νοτιοδυτικά περίχωρα των Παρισίων, κολλητά στο δάσος της Βουλώνης, έκλεισε για έβδομη χρονιά (ατύπως) το φετινό φεστιβαλικό καλοκαίρι στην Ευρώπη. 47 μπάντες και καλλιτέχνες εμφανίστηκαν στις τρεις σκηνές του, ανάμεσά τους οι Arcade Fire, οι LCD Soundsystem, οι Queens Of The Stone Age, οι Massive Attack, οι Beirut και οι Roxy Music, ενώ το εν τρίτον των υπολοίπων ήταν γαλλικής προέλευσης. Όλα αυτά σε μια διοργάνωση με εξαιρετικό ήχο και τρομερή σκηνοθεσία επί των οθονών. Γίνεται να λείπαμε εμείς από τέτοιο γεγονός;

1η μέρα: Τα άλογα, τα πουλάρια και οι καβαλάρηδες…

Περπατήσαμε κάτω από τη γέφυρα προς την είσοδο του φεστιβάλ με αυτή την περίεργη εγρήγορση που σου προκαλεί ο ενθουσιασμός. Και η Παρασκευή 27/8 ήταν, από την άποψη των εμφανιζόμενων καλλιτεχνών, η λιγότερο ενδιαφέρουσα μέρα. Οι ογκώδεις και τυπικότατοι σεκιουριτάδες μας έδεσαν στο χέρι το βραχιόλι του τριημέρου και, εν μέσω της αμήχανης παρατήρησης του περιφερόμενου κόσμου, οι Band Of Horses ανέβηκαν στη δεύτερη μεγαλύτερη σκηνή του φεστιβάλ.

Η σχετικά άτονη εμφάνισή τους δεν απογοήτευσε κανέναν από το κοινό. Άλλωστε μοιάζουν να έχουν μεταβάλλει ελαφρώς το στυλ τους και πια κινούνται στα ευρέως αποδεκτά alternative μονοπάτια. O Ben Bridwell, στο ημιεπίσημο ένδυμά του, ερμήνευσε κάθιδρος τα τραγούδια της μπάντας, με προεξάρχον το “The Funeral”, καταλήγοντας δυστυχώς να είναι μια ωραία συνοδεία για μπύρα.

Στη μεγάλη σκηνή ο Kele, αναζητώντας τον δημιουργικό του εαυτό έξω από τους Bloc Party, παίζει ακριβώς αυτά που παίζουν οι Λονδρέζοι, αλλά με ξεκάθαρη ηλεκτρονική κατεύθυνση. Το πιο ενδιαφέρον, σύμφωνα με τις ορθές παρατηρήσεις των εδρευόντων στη γαλλική πρωτεύουσα, είναι ότι πρόκειται για τον τέταρτο μαύρο άνδρα που είδαμε στο φεστιβάλ. Βλέπετε, οι φυλετικές διαστρωματώσεις στο Παρίσι, εκτός από κοινωνικές και ταξικές, είναι και πολιτισμικές. Το ρυθμικό κούνημα ως απάντηση στα κοφτά beats έγινε άθελα και ο Kele υποσχέθηκε ότι θα επιστρέψει ξανά.

Οι Foals, στη δεύτερη σκηνή –ή κατά το επισήμως λεγόμενον Scene de la Cascade– μας ρίξαν μια καλή σφαλιάρα. Τα ηχογραφήματά τους ουδέποτε μου προκάλεσαν κάποια ιδιαίτερη εντύπωση, αλλά τα παιδιά έχουν την εξαιρετική ικανότητα να τραβούν τα βλέμματα και να σε καθηλώνουν μια και καλή. Η κλιμακωτή ανάπτυξη των τραγουδιών τους σε κάνει να θέλεις να εκραγείς, ενώ ο Φιλιππάκης είναι ένας από τους καλύτερους performers του indie σιναφιού. Από το χωνευτήρι τους περνά όλη η post punk εποποιία, τα κιθαριστικά εφέ των Cure άλλωστε έχουν στοιχειώσει τον ήχο των Foals, με αποτέλεσμα να παρέχουν ένα από τα συγκινησιακά ισχυρότερα live. Το ψιλόβροχο δεν πτόησε κανέναν και το “Spanish Sahara” αναδείχτηκε μέσα από τη ζεστή απλότητά του ως η καλύτερη στιγμή της εμφάνισής τους. Μπράβο τους.

Οι επανενωθέντες Skunk Anansie στην κεντρική σκηνή έδειξαν ακολούθως τι ακριβώς είναι το «radio rock». Χωρίς να έχεις κάτι να πιαστείς από την εμφάνισή τους, γέμισαν τον χώρο με τα γνωστά τους hits, έπαιξαν τα νέα κομμάτια τους τα οποία στερούνται χαρακτήρα, και μας έκαναν να μην πλησιάσουμε παραπάνω τη σκηνή.

Οι Kooks, από την άλλη, προσέφεραν την ευκαιρία για κοινωνιολογική παρατήρηση περί του τι ακούει η γαλλική πιτσιρικαρία. Και πράγματι, είναι μπάντα για τέτοιες ηλικίες. Ξέχωρα από αυτό, στο live έχουν τον ρυθμό που απαιτείται, ενώ τα τραγούδια τους παραμένουν εκνευριστικά αδιάφορα.

Για να είμαι ειλικρινής, το ότι οι Cypress Hill υφίστανται ακόμα ως σχήμα το αγνοούσα εντελώς. Αλλά στο Παρίσι πάντα χωράει η νοσταλγία και το rapping. Και είναι πάνω-κάτω όπως παλιά, απλά οι αντοχές τους προδίδουν την ηλικία τους. Κατά τ’ άλλα ο γράφων υποστηρίζει περίτρανα ότι το εν λόγω ιδίωμα δεν είναι για μεγάλους χώρους και ο B-Real προσπάθησε με διάφορα τερτίπια να προβοκάρει όσους δεν συγκινούνταν από την εμφάνισή τους. Αφού κάπνισε όλο το μπουρί χόρτου, εμείς κατευθυνθήκαμε στην δεύτερη σκηνή για τους «χαρλεάδες» (© Γιώργος).

Ο λόγος περί των Black Rebel Motorcycle Club. Επιβλητικό και υποβλητικό το στήσιμό τους επί σκηνής, με τους Hayes και Been να έχουν ανάμεσά τους την Leah Shapiro και τα φώτα να βαράνε κατάματα το κοινό, κρύβοντας ουσιαστικά τη μπάντα. Το setlist εξίσου δυνατό. Μόνο θεωρητικά όμως, μιας και η προφανής παραζάλη του Robert Levon Been έκανε τα πράγματα να μοιάζουν δύσκολα, έτσι ώστε να λείψει η κατάλληλη στιγμή που θα έβαζε φωτιά στην εμφάνισή τους. Δυστυχώς οι Καλιφορνέζοι δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και ανέδειξαν τη βαρετή πλευρά τους.

Οι headliners της ημέρας ήταν οι Blink 182. Ή αλλιώς, μια από τις πιο μισητές μπάντες στον πλανήτη (για τον γράφοντα). Η προσέγγιση σε απόσταση μικρότερη των 400 μέτρων από τον χώρο όπου έπαιζαν στάθηκε αδύνατη. Εξ’ ου και τα «βρώμικα» εδέσματα έμοιαζαν τόσο δελεαστικά.

Η βραδιά έκλεισε με τους Underworld να μοιράζουν απλόχερα τα ρετρό beats τους στον κόσμο που χόρευε χωρίς αναστολές. Νοστάλγησα προσωπικά τις αστείες συζητήσεις περί του προπαγανδιστικού χαρακτήρα του Trainspotting και της ναρκοκουλτούρας που υποτίθεται προωθούσε. Αν προσπερνούσε κανείς την 1990s αισθητική η οποία ακόμα τους διακατέχει, θα αναγνώριζε και ο πλέον άσχετος ότι τούτοι οι τύποι υπήρξαν ένας σημαντικότατος σταθμός στην ηλεκτρονική μουσική. Συμπαθέστατη κατάληξη για μια μέρα υποδεέστερη των επόμενων τριών επομένων…

2η μέρα: Η «μαζική επίθεση» των LCD με όπλα της «λίθινης εποχής»...

Ο κόσμος ήταν φανερά περισσότερος το Σάββατο 28/8 και ο μέσος όρος των ηλικιών ανέβηκε ελάχιστα. Έτσι κι αλλιώς το line-up απευθυνόταν σε σαφώς πιο κατασταλαγμένα ακροατήρια. Τα προσφιλή pop σχήματα σπρώχτηκαν ορθά πιο νωρίς στο πρόγραμμα, οριοθετώντας έτσι δυο ομάδες καλλιτεχνών.

Οι Stereophonics, με γυαλιά ηλίου, έκαναν αυτό που κάνουν πάντα: να ανακυκλώνονται στον χρόνο και να παράγουν το ίδιο μέτριο αποτέλεσμα. Ο μορφονιός Kelly Jones μια από τα ίδια, χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας, τραβούσε την προσοχή της κάμερας και σε έκανε να αναρωτιέσαι τι ενδιαφέρον βρίσκει πια με το να ασχολείται με τη μουσική, όταν επί 12 συναπτά έτη μοιάζει να λέει το ίδιο τραγούδι. Τέλος πάντων…

Στη δεύτερη σκηνή εμφανίζονται οι εκ Βόρειας Ιρλανδίας ορμώμενοι Two Door Cinema Club. Η ένταξή τους στη γαλλική Kitsune τους έχει χαρίσει αναγνωρισιμότητα στη χώρα, οπότε έπαιξαν μπροστά σε κόσμο φιλικά προσκείμενο. Το νεαρό γαλλικό κοινό ήταν ότι έπρεπε για να ενθουσιαστεί με τη βαρετή ρυθμολογία τους και τη γλυκανάλατη φωνή τους. Μερικοί λοιπόν χόρεψαν, ενώ άλλοι εκνευρίζονταν για το πώς μπορεί σήμερα κάποιος χωρίς έμπνευση να βγάλει χρήματα.

Η διαχωριστική γραμμή έμπαινε ακριβώς εδώ. Ο Jonsi, αν και αποπειράται να προσεγγίσει την pop αισθητική, παραμένει περίεργα επικός και απόμακρος. Τα ηλεκτρονικά μέρη έμειναν στην Πορτογαλία και το μάνατζμεντ ενημέρωσε τον κόσμο ότι ο άλλοτε ηγέτης των Sigur Ros θα έπαιζε ένα ακουστικό σετ. Το ξεκίνημά του υπήρξε λοιπόν αμήχανο και μετέδωσε την αμηχανία και στον κόσμο. Σύντομα όμως η μυσταγωγία που δημιουργεί η φωνή του μεταφέρθηκε σε όλο τον χώρο. Ο Ισλανδός έχει φωνή που σε αιχμαλωτίζει, ακόμα και υπό αντίξοες συνθήκες. Η εμφάνισή του βέβαια δεν μπορεί να συγκριθεί με τις συναυλιακές εμπειρίες των Sigur Ros, ωστόσο ήταν ικανοποιητικότατη και παρέσυρε και τον πιο χοντρόπετσο. «Ωχ, πήγε 8 παρά η ώρα».

Queens Of The Stone Age, κυρίες και κύριοι! Ο μεγαλόσωμος ιερέας του ογκώδους rock, πατήρ Homme, εκλήθη να φέρει ένα παχύ αμερικάνικο σύννεφο πάνω από τον Σηκουάνα. Και το κατάφερε περίφημα. Μας είπε για τη «χαμένη τέχνη του να κρατάς ένα μυστικό», για «μάγισσες» και «πονοκεφάλους», αλλά εκεί όπου έβαλε πραγματικά φωτιά ήταν η τριάδα με την οποία έκλεισε η εμφάνισή τους: “Go With The Flow”, “No One Knows” και “A Song For The Dead”. Ε, μας πήρε και μας σήκωσε… Έστω κι αν κοντά στη σκηνή το μπάσο κάλυπτε μερικές φορές τα πάντα, έστω και αν το YouTube μας είχε ανησυχήσει, οι Βασίλισσες είναι και επί σκηνής μία από τις καλύτερες σκληρές μπάντες. Τελεία και παύλα.

Οι υφολογικές μεταπτώσεις δεν θα σταματούσαν όμως εδώ. Τρέξαμε μαζί με άλλους έξαλλους στην Scene de la cascade, εκεί όπου οι κοφτοί ρυθμοί του “Us Vs Them” έκαιγαν ήδη την υγρή ατμόσφαιρα. Το έχω παραδεχτεί στο παρελθόν ότι έκανα λάθος για τους LCD Soundsystem. Και η ισχυρότερη επιβεβαίωση ήταν αυτή η εμφάνισή τους στο Rock En Seine. Ο υπέροχος «μαέστρος» James Murphy, το ανθρώπινο drum machine Pat Mahoney, η γοητευτικότατη Nancy Whang και όλοι αυτοί οι τρελοί ξέρουν να παίζουν ζωντανά με όλη τη σημασία της λέξης. Οι ήχοι που εκτόξευαν από τα ηχεία, σε πιο post punk κατεύθυνση σε σχέση με τους δίσκους, φαίνεται ότι διεγείρουν το κινητικό κέντρο του εγκεφάλου και είναι αδύνατο να μην τους ακολουθήσεις. Και οι «αλήτες» είχαν απίστευτο setlist. Συγκινητικό στάθηκε και το καταληκτικό ξέσπασμα του “New York I Love You…” με τη σφήνα από το “Empire State of Mind” του Jay-Z. Όποιος δεν τους έχει δει live είναι λειψός. Συγκλονιστικοί.

Τους Massive Attack τους είχα δει στην Αθήνα όταν είχαν έρθει για την περιοδεία του 100th Window το 2003 και ήταν εξαιρετικοί. Ό,τι είχα ακούσει για τις επόμενες εμφανίσεις τους με γέμισε ανησυχία και χαμηλές προσδοκίες για τη λήξη της δεύτερης μέρας του φεστιβάλ. Λάθος μεγάλο. Εντάξει, μπορεί στα τωρινά live το “Teardrop” να μην είναι τόσο εκρηκτικό όσο με τη φωνή της Liz Fraser, αλλά το ολοκληρωμένο οπτικοακουστικό σόου που έχουν επιμεληθεί σε ακινητοποιεί –είτε με τα λιτά στολίδια του, είτε με τα άμεσα μηνύματα τα οποία προβάλλονται. Εξ’ ου και οι αυθόρμητες εκδηλώσεις όταν οι Massive Attack επιτέθηκαν στον Σαρκοζί για τις απελάσεις Ρομά. Με λίγα λόγια οι 3D και Daddy G υπήρξαν μια ιδιαιτέρως ευχάριστη έκπληξη…

3η μέρα: Τα λόγια είναι περιττά…

Το Παρίσι και η τρομερή ουρά στην είσοδο του φεστιβάλ ήταν ότι χρειαζόταν για να χάσουμε τους Black Angels. Ευτυχώς βρίσκονται σε καλή φάση και όλο και κάποια ευκαιρία θα βρεθεί να τους εξετάσουμε επί σκηνής. Στη μεγάλη σκηνή, οι Eels, σε πιο ματζόρε διάθεση πλέον, έδωσαν μια σφιχτή συναυλία, όχι όμως κάτι παραπάνω από αυτό που περιμένεις από μια καλή μπάντα της γειτονιάς σου. Το πανηγύρι ξεκίνησε και τέλειωσε με διασκευές, με καλύτερη αυτή του “Summertime”. Πάμε παρακάτω…

Εντός έδρας έπαιζαν οι Beirut. Οι Γάλλοι έχουν επιδείξει στο παρελθόν τη λατρεία τους για την μπάντα του Zach Condon, ένεκα της εξωτικότητας που αποπνέουν τα βαλκανικά στολίδια στους κατοίκους της Δύσης. Στην Ελλάδα είμαστε εξοικειωμένοι με τέτοιους ήχους και μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ένας τύπος από το New Mexico παίζει σαν τους γείτονές μας. Διαφορετική, λοιπόν, η αίγλη των Beirut στο Παρίσι και γι’ αυτό το εναρκτήριο “Nantes” ενθουσίασε το κοινό. Στη συνέχεια βέβαια τα πράγματα κάπως βάλτωσαν και ακολούθησαν την καθοδική πορεία που έχει η μπάντα και στις ηχογραφήσεις της. Δεν υπήρξε κάποια έντονη στιγμή μέσα στη συναυλία και όλες οι εκτελέσεις, αν και πιστές στα πρότυπά τους, ήταν άνευρες, αμήχανες, μέχρι και διεκπεραιωτικές. Φωτιά δεν πήρε ο χώρος, αλλά δεν ενοχλήθηκε ιδιαίτερα και κανένας.

Μετά τα γλυκόπικρα πνευστά, σειρά είχαν οι Αγγλούρες Ting Tings. Και δωσ’ του πάλι χοροπηδηχτά από τη γαλλική νεότητα, crowd surfing και πανζουρλισμός. Είναι αυτά τα υστερικά κοφτά, μα κατά τ’ άλλα χιλιοφορεμένα, ριφάκια που τρελαίνουν τους νεανίες. Μουσική για διασκέδαση φτιάχνουν οι Ting Tings και, κρίνοντας από το αποτέλεσμα, τα πάνε μια χαρά στα live. Στη Μαλακάσα δεν τους είδα, αλλά σίγουρα ο λιγοστός κόσμος δεν θα ανατροφοδότησε με τον κατάλληλο τρόπο το ντουέτο. Σε κάποια φάση όμως έγιναν ολίγον τι κουραστικοί από την επανάληψη του ίδιου μοτίβου, έπεφταν και μερικές ψιχάλες –οπότε έπρεπε να πάμε στη δεύτερη σκηνή…

Εκεί δηλαδή όπου βρέθηκαν οι Roxy Music, η γηραιότερη μπάντα του φεστιβάλ. Θα γίνω προβλέψιμος, αλλά η γριά η κότα έχει το ζουμί... Η φωνή του Bryan Ferry μπορεί να μην ήταν αρκούντως ζεστή από την αρχή, αλλά οι 11 μουσικοί έδωσαν τα καλύτερα στο κοινό. Το μοτίβο είναι γνωστό: γυναίκες και άστρα. Τα video walls προέβαλλαν αδιάλειπτα εικόνες σχετικές, δένοντας εξαιρετικά την όραση με τη μουσική. Ύψιστη στιγμή το “In Every Dream Home A Heartache” και το αρτίστικο χάσιμο του. Δυστυχώς έπρεπε να απομακρυνθούμε εγκαίρως γιατί το sms που ήρθε δεν άφηνε περιθώρια: «Έχει ήδη πανικό». Αφήσαμε έτσι το “Love Is The Drug” και τρέξαμε με τον μοναδικό ελληνικό τρόπο στους Arcade Fire, μπας και τους δούμε από κοντά.

Το σκηνικό ήταν ήδη στημένο. Δυο διασταυρούμενες γέφυρες στο φόντο, μέσω των οποίων πηγαίνει κανείς στα περίχωρα των αμερικάνικων μεγαλουπόλεων, στο μέρος δηλαδή όπου εκτυλίσσονται οι μνήμες του Win Butler στο The Suburbs. Μπροστά από το πανό ένας φωτεινός πίνακας γηπέδων του baseball. Και από κάτω η μπάντα. Οκτώ μαινόμενοι άνθρωποι, οι οποίοι παίζουν με τα άκρα τους τις μελωδίες που δονούν το έδαφος και τις ψυχές τους. Πραγματικά ήταν από τις ελάχιστες φορές που βλέπω τέτοιο πάθος επί σκηνής. Και όχι πλαστό ή πανηγυρτζίδικο. Γιατί οι Arcade Fire είναι μια μπάντα η οποία παίζει μουσική με πηγαία έμπνευση.

Η Regine Chassagne είναι το μουρλό εξωστρεφές alter ego του Butler, μια γυναίκα που καλλιεργεί τις εμμονές του συζύγου της και τις κάνει θέαμα, αλλάζοντας όργανα και διαθέσεις. Τα βιολιά τη μια στριγγλίζουν και την άλλη κλαίνε. Και όλη η πανδαισία μουσικών οργάνων εξυπηρετούν με τον πιο σπιρτόζικο τρόπο τον σκοπό. Και όλα αυτό σε παρασέρνει. Αν και είμαι από όσους δεν έχουν ενθουσιαστεί με τον τελευταίο δίσκο των Arcade Fire, πρέπει να παραδεχτώ ότι η ζωντανή αποτύπωσή του σε κάνει να το ξανασκεφτείς. Για παράδειγμα το “Ready To Start”, με το οποίο ξεκίνησαν το live, σε θέτει σε κίνηση. Ή τι να πει κανείς για το “We Used to Wait”; Αριστοτεχνικά και τα οπτικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν, όπου προβάλλονταν εικόνες-εξηγήσεις των τραγουδιών. Αυτοκίνητα, λεωφόροι, αλητάκια στις γειτονιές, εκκλησιαστικά όργανα, τροπικά τοπία. Και ο Win Butler έκθαμβος από την μαζική αποδοχή των σκέψεών του.

Όλη η συναυλία τους ήταν ανατριχιαστική. Το “Ocean Of Noise”, στο οποίο ανέβηκαν οι Zach Condon και Kelly Pratt από τους Beirut για τις τρομπέτες, τσάκισε τα πάντα –όμως αυτό είναι ίσως προσωπική άποψη. Είμαι σίγουρος ότι ο καθένας και η καθεμιά από το κοινό είχε και κάποια διαφορετική στιγμή αδυναμίας. Και έτσι φαίνονται οι μεγάλοι καλλιτέχνες. Όταν μπορείς να δεθείς μαζί τους, να επικοινωνήσεις, να βρεις τουλάχιστον κάτι κοινό που έχετε σκεφτεί στο παρελθόν.

Η βροχή έπεφτε πια δυνατά κι απομάκρυνε βιαίως τους κατοικοεδρεύοντες στο Κεμπέκ, υπό το φόβο ηλεκτροπληξίας. Ευτυχώς είχε μείνει έξω από την playlist μόνο το “Rebellion (Lies)”. Για να ικανοποιήσουν όμως τον κόσμο που υπομονετικά ήλπιζε στο να σταματήσει η βροχή, επανήλθαν λίγα λεπτά μετά και έπαιξαν λιτά το “Wake Up”.

Πετάξτε μακριά τις αναστολές σας. Οι Arcade Fire είναι (και live) η καλύτερη ενεργή και παραγωγική μπάντα του κόσμου, στο φάσμα του rock. Αν δεν συμφωνείτε, δείτε τους ζωντανά…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured