Φωτογραφίες: Nikos Z

Το καλοκαιρινό ραντεβού των φίλων της reggae είχε δοθεί στον Ιππικό Όμιλο, στο Γουδή, καταμεσής της λεγόμενης θερινής ραστώνης και στο τέλος του αντίστοιχου συναυλιακού peak. Όσοι ανηφόρισαν στην πλαγιά του Υμηττού είχαν, φαίνεται, οπλιστεί με την αρμόζουσα χαλαρή διάθεση και, παρά τις όποιες έξω-μουσικές αντιξοότητες, έμοιαζαν πρόθυμοι να απολαύσουν τις «μουσικές, συνώνυμο των καλοκαιρινών μας διακοπών» –όπως έλεγε το δελτίο Τύπου της διοργάνωσης. Και για να μην αναλωθώ στο αν τα χρηστικά αυτά στερεότυπα συνάδουν με τα εκπεμπόμενα μηνύματα της reggae εν γένει (είναι άλλωστε μακριά η συζήτηση και δεν αφορά το προκείμενο), περνώ ευθύς στα καθέκαστα…

Δυστυχώς δεν κατάφερα να φτάσω παρά μόνο όταν η κεντρική σκηνή ετοιμαζόταν να δεχθεί τον Gentleman, επομένως δεν έχω εικόνα για το τι προηγήθηκε. Ενώ, λοιπόν, στο δεύτερο stage το εξελισσόμενο εκεί DJ σετ δεν τράβηξε παρά ελάχιστα άτομα, έπιασα μια καλή θέση και περίμενα την εμφάνιση του Tilmann Otto (aka Gentleman). Όταν όλα ήταν έτοιμα, οι Evolution (η μπάντα δηλαδή που τον συνόδευε) ξεκίνησαν με μια δυνατή εισαγωγή, ο Otto εμφανίστηκε λίγο αργότερα ευδιάθετος και υπερκινητικός, τα πράγματα –μουσικά– μπήκαν στη θέση τους και η λίγο-πολύ αναμενόμενη υφή του σετ είχε αρχίσει να διαφαίνεται: μουσική ποτισμένη με μια ελαφρώς «νερωμένη» reggae οπτική, με άμεσες επιρροές από τη dancehall ή το hip hop, που στη ζωντανή εκδοχή της είχε αρκετά τονισμένες τις όποιες δυναμικές της προεκτάσεις. Ο Gentleman είχε πάρει ξεκάθαρα τον ρόλο του διασκεδαστή (λέγε με performer), χρησιμοποιώντας αρκετά από τα κλισέ που (υποτίθεται πως) μεταλαμπαδεύουν στο κοινό ενθουσιασμό, ενέργεια και καλή διάθεση. Αναμμένοι αναπτήρες (ή κινητά πλέον), χέρια παλλόμενα σε ρυθμό, ρεφραίν τραγουδισμένα από το πλήθος (αντίστοιχο της αλήστου μνήμης προτροπής: «δικό σας») μαζί με τα επίσης κλασικά (“Hello Athena” κλπ.), συνιστούσαν μάλλον μέρος της οπτικής του Gentleman για το πώς μια συναυλία γίνεται επιτυχημένη. Τυγχάνει να διαφωνώ, αλλά δεν έχει και μεγάλη σημασία…

Ο Otto, υποστηριζόμενος από μια δεμένη μπάντα (με το μπάσο να ξεχωρίζει αισθητά –ηχητικά και ποιοτικά), δεν ήταν σε καμία περίπτωση κακός. Μετέδιδε μια α ενέργεια και θετική διάθεση, ήταν αρκετά αισθαντικός σε κάποια ήρεμα μέρη, έκανε τα απαραίτητα περάσματα από τα γνωστά του κομμάτια (λ.χ. τα “Jah Love”, “Superior” ή “Blessings Of Jah”), επιφύλασσε και κάποιες εκπλήξεις, όπως το εμβόλιμο “No Good” των Prodigy πριν το “To The Top”. Πέρα όμως από την προσχεδιασμένη ενεργητικότητά του, την «crowd-pleasing» συμπεριφορά του και την πετυχημένη απεικόνιση της μουσικής του ταυτότητας, διέκρινα ένα αισθαντικό κενό, μια –ας την πούμε– αποστασιοποίηση από το νόημα των στίχων που τραγουδούσε, μια μεγαλύτερη από την προσωπικώς αποδεκτή, προσήλωση στο θέαμα και λιγότερο στην ουσία. Έναν «γερμανικό επαγγελματισμό», ο οποίος με ξένισε στη reggae εκδοχή του. Ίσως, βέβαια, αυτό να αφορά μια απολύτως προσωπική εκτίμηση (ή εμμονή;), ίσως τελικά να έχει και λίγη σχέση με την πραγματικότητα, το καταγράφω πάντως για παν ενδεχόμενο.

Σειρά μετά τον Gentleman, είχε ο Capleton ή The Prophet, όπως είναι ένα άλλο (και ολίγον αυτάρεσκο) προσωνύμιό του. Το σκηνικό της αρχής περίπου ίδιο με το προηγούμενο act –η μπάντα δηλαδή ξεκίνησε να παίζει όταν μετά από ειδική προσφώνηση βγήκε θριαμβευτικά στη σκηνή ο Τζαμαϊκανός με τη βραχνή φωνή και τη «φλογερή» ρητορική. Οι ηχηρές δεήσεις στον Jah και τα λογύδρια περί των δεινών τα οποία έχει επιφέρει η κυριαρχία αυτού που οι Rastafarians ονομάζουν Babylon, έπαιξαν κάτι παραπάνω από κεντρικό ρόλο –για την ακρίβεια πολλές φορές ήταν που σταματούσε ένα κομμάτι λίγο μετά την αρχή του και ο Capleton (ακόμη και a cappella) άρχιζε το «κήρυγμα». Το ενθουσιώδες μέρος του κοινού επευφημούσε κάθε που ηχούσαν διακηρύξεις περί επανάστασης, ισότητας, Jah και λοιπών, η συχνότητα όμως του φαινομένου υποβίβασε τη μουσική σε δεύτερη μοίρα, κάνοντας εν τέλει το θέαμα κάπως κουραστικό. Εκτός αυτού (της συχνότητας δηλαδή), κατά τη διάρκεια αυτών των μανιφέστων, ο Τζαμαϊκανός τραγουδιστής κυριολεκτικά γκάριζε, καταστρέφοντας τα όποια ίχνη μελωδικότητας είχε η φωνή του και κάνοντάς με να σκεφτώ το οξύμωρο του θέματος: να απευθύνεις, δηλαδή, επίκληση στην ειρήνη (και στους λοιπούς ευγενείς στόχους των Rastafari) με κραυγές που περισσότερο φέρνουν σε ιαχές πολέμου. Η μουσική, πάντως, κινούνταν ικανοποιητικά στην περιοχή ανάμεσα σε reggae και dancehall, χωρίς παρόλα αυτά να καταφέρει να εντυπωσιάζει. Οι φωτιές που άναψαν στιγμιαία σε κάποια φάση προς το τέλος, επιβεβαίωσαν το άλλο προσωνύμιο του Capleton (Fireman), δεν άλλαξαν όμως ούτε στο ελάχιστο την κούραση την οποία μου είχε προκαλέσει ο ίδιος. Κι έτσι λίγο πριν ολοκληρώσει το μακρύ του σετ, κατευθύνθηκα στη δεύτερη σκηνή για να «σβήσω» την βραδιά με λίγο χαλαρωτικό dub από τον Mad Professor.

Ο οποίος Mad Professor απεδείχθη ιδανικός για αυτό το «σβήσιμο». Αν και η βραδιά είχε ήδη τραβήξει αρκετά για εμένα, με συνεπήρε το χαλαρό flow της στιγμής με το DJ σετ του κυρίου Καθηγητή και την εξαιρετικά αισθαντική φωνή της Aisha που τον συνόδευε. Οι υποχθόνιες δονήσεις υπήρχαν, αν και σε αρκετά χαμηλές εντάσεις (λόγω προχωρημένης ώρας υποθέτω) και όποιος είχε αντοχές τις μετέτρεπε σε (νωχελική έστω) κινητική ενέργεια. Για εμάς τους υπόλοιπους ήταν μάλλον η στιγμή για μια τελευταία χαλαρωτική μπύρα. Συγκρίνοντας μάλιστα με τον Capleton που προηγήθηκε, ο Mad Professor και η Aisha μου φάνηκαν σαφώς ανώτεροι. Και σκεπτόμενος πως θα ήθελα να τους έβλεπα νωρίτερα και με καλύτερες συνθήκες, απεχώρησα…



 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured