Φωτογραφίες: Δάφνη Ανέστη
To βράδυ της Παρασκευής το Rodeo παραδόθηκε στους ήχους τριών σχημάτων έξω απ’ τα συνηθισμένα, οπωσδήποτε ανόμοιων με οτιδήποτε στο οποίο εκτίθεται καθημερινά το αυτί ενός ανθρώπου στα τέλη του 2009. Παραδοσιακές ισπανικές μελωδίες από τον Victor Herrero, μαγευτικές μπαλάντες από τη Josephine Foster και φυσικά οι ξεχωριστοί Band Of Holy Joy, τιμώντας το όνομά τους και καυτηριάζοντας τα ανθρώπινα προβλήματα μέσα από πανέξυπνους στίχους – και με πλήρη ενορχήστρωση.
Παρευρέθηκα στην πρώτη από τις δύο συναυλίες και, μη γνωρίζοντας τι θα γινόταν την επομένη, διαπίστωσα με ευχαρίστηση πως το Rodeo σιγά-σιγά γέμισε. Γύρω στις 22:30 εμφανίστηκε – τελείως αθόρυβα – στη σκηνή ο Victor Herrero, συνεργάτης της Josephine Foster στις στούντιο ηχογραφήσεις, και δεν ξέρω πώς είχα την εντύπωση ότι θα έπαιζαν μαζί, αλλά δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Μόνος με μια κιθάρα, o Herrero ερμήνευσε τα σόλο κομμάτια του στο στυλ της musica Andaluz – μα κάτι δεν πήγαινε καλά. Λίγο ο κόσμος που είχε κουραστεί από την αναμονή, λίγο η έλλειψη φωνητικών και κλιμάκωσης στις συνθέσεις του Ισπανού, λίγο η λιτή του παρουσία, λίγο τα σπασμένα (δεν λέω «σπαστά») Ελληνικά που προσπαθούσε να μιλήσει, είχαν προκαλέσει μια αναπάντεχη βαβούρα στο ακροατήριο, το οποίο κρατιόταν να μην αποκοιμηθεί – βαβούρα που ακουγόταν πιο δυνατά από τον ίδιο και την κιθάρα του. Κρίμα, επειδή σε καμία περίπτωση δεν ήταν άσχημη η μουσική που είχε να μας παρουσιάσει. Απλά πιστεύω πως, όπως ίσχυσε και για τη Foster στη συνέχεια, τέτοιες μουσικές ακούγονται πιο κατάλληλες υπό άλλες συνθήκες, σε διαφορετικό σκηνικό, κι όχι σε έναν γεμάτο συναυλιακό χώρο – ίσως στη φύση, σε εξωτερικό χώρο όπως και να ‘χει. Επίσης, ας μου λύσει κάποιος απ’ τους παρευρισκόμενους την εξής απορία: Τι ήταν αυτό το... «Παπανδρέου’s blues» που «πέταξε» σε κάποια στιγμή ο Herrero;
Μετά από ένα 40λεπτο σετ και ένα σύντομο διάλειμμα, το οποίο όμως μας φάνηκε αιώνας, βγήκε η Βορειοαμερικάνα Josephine Foster με το κόκκινο φόρεμά της για να ερμηνεύσει – για άλλο ένα 40λεπτο – παλιότερα τραγούδια της αλλά και υλικό από το νέο σόλο άλμπουμ της. Το ατού της είναι ότι διαθέτει μια απίστευτη φωνή, η οποία, σε συνδυασμό με την κιθάρα και τη φυσαρμόνικα που παίζει, παραπέμπει σε ονειρικές καταστάσεις: οι διακυμάνσεις μου έφεραν στο νου Antony & The Johnsons στο (πιο) θηλυκό. Psych-folk χαρακτηρίζεται η μουσική της Foster, δεν ξέρω τι ακριβώς θα πει αυτό, ξέρω όμως ότι όπως και να λέγεται είναι πάρα πολύ όμορφη και ταξιδεύει το μυαλό σε περασμένες δεκαετίες, πριν ακόμα γεννηθούμε, και σε ταινίες από το ρομαντικό παρελθόν. Και πάλι όμως το ακροατήριο δεν έδωσε την πρέπουσα προσοχή. Πώς να μην το παρατηρήσει, οπότε, και η ίδια η Foster, σχολιάζοντας ότι είναι ενήμερη πως η μουσική αυτή ηχεί πολύ ήρεμη, αλλά... Κατόπιν άκουσα μόνο θετικές εντυπώσεις για την ερμηνεία της, άρα ποιος ο λόγος να αποθαρρύνουμε την ίδια, περνώντας την ακριβώς αντίθετη εικόνα;
Προσπερνώντας αυτό το τελευταίο, με χαρά υποδεχθήκαμε, χωρίς καθόλου αναμονή, τους ορεξάτους και κουστουμαρισμένους Band Of Holy Joy. Η περίπτωση (με την καλή έννοια) που ακούει στο όνομα Johny Brown αποτελεί ένα κεφάλαιο από μόνο του. Ο προαναφερθείς τραγουδιστής του συγκροτήματος συνοδευόταν από μπασίστα, κιθαρίστα, κιμπορντίστα, βιολιστή και ντράμερ. Ερμηνεύοντας τα δύο πρώτα κομμάτια απουσία ντραμς νομίσαμε προς στιγμήν ότι θα έπαιζαν κι αυτοί το ίδιο υποτονικά με τους προηγούμενους, χαρήκαμε όμως να διαψευστούμε εντός ολίγου, όταν ο ντράμερ ξεσήκωσε κυριολεκτικά το Rodeo σε μια ερμηνεία του “Capture My Soul” όπως δεν το έχουμε ξανακούσει – ξεκινώντας ο Johny ενδιάμεσα να τραγουδάει τους στίχους του “Yesterday”! Η αλήθεια είναι πως όλα τα κομμάτια τα έπαιξαν σε διαφορετική εκτέλεση, με διαφορετικό τέμπο, άλλα πιο σύντομα και άλλα πιο εκτεταμένα από ό,τι στα άλμπουμ. Σε highlights αναδείχθηκαν τα “Rosemary Smith”, “Cities”, “Cold Blows the Wind” και φυσικά το αγαπημένο “Fishwives”, σε μια τελείως άλλη εκτέλεση μα με εξίσου σπαρακτικά τα «I love you – you hate me!». Ο Johny Brown, μες στη ζωντάνια, χοροπηδούσε επιτόπου και διασκέδαζε, επικοινωνούσε συνέχεια με τον κόσμο, πράγμα στο οποίο συνέβαλλε και η κοντινή απόσταση σκηνής-κοινού, δίνοντας ακόμα μεγαλύτερη αμεσότητα. Επιτέλους το κοινό είχε ξυπνήσει και απολάμβανε μαζί με τους Άγγλους το σόου. Οι ιστορίες που είχε ο Brown να μας διηγηθεί, καθώς και ο τρόπος που τις παρουσίαζε στις εισαγωγές, θύμιζαν στο σύνολό τους τις πράξεις μιας θεατρικής παράστασης, οι οποίες δεν συνδέονται με πλοκή αλλά έχουν ένα κοινό θέμα, τη δυσκολία της επιβίωσης στις σύγχρονες κοινωνίες: η αλλοτρίωση, μια καταστροφική σχέση, ο θάνατος ενός φίλου, ένας γάμος ο οποίος κατέληξε σε φόνο, η αϋπνία και άλλα τόσα. Και όλα δοσμένα με τέτοιο τρόπο, μέσα από χιούμορ και ποίηση παράλληλα, έτσι ώστε οποιοσδήποτε να μπορεί να ταυτιστεί και να συγκινηθεί. Λίγο πριν τις 02:00 οι Band Of Holy Joy αποχώρησαν για ένα-δυο λεπτά και επέστρεψαν αμέσως για ένα μόνο encore. Έπειτα χάθηκαν στα παρασκήνια, ούτως ή άλλως είχε πάει ήδη αργά...
Οι Band Of Holy Joy μάς άφησαν λοιπόν άλλους με χαμόγελα και άλλους με δάκρυα στο πρόσωπο, χωρίς υπερβολές. Μόνη ένσταση το ότι παρά τον αρκετά «σοβαρό» μέσο όρο ηλικίας (25-30 και άνω) και την ανομοιογένεια του κοινού – συγκροτήματα όπως οι Holy Joy, άλλωστε, δεν ανήκουν σε μία κατηγορία και άρα προσελκύουν άτομα από οποιονδήποτε χώρο – παρατηρήθηκε μια γενική ασέβεια και προς τους δύο support καλλιτέχνες. Το γεγονός ότι στις συναυλίες οι περισσότεροι ενδιαφέρονται μόνο για τους headliners και αδιαφορούν να γνωρίσουν και κάτι πιο νέο και πιο άγνωστο πάντα με ενοχλούσε, αλλά προφανώς δεν πρόκειται να αλλάξει. Ίσως μόνο αν έγραφε ένα τραγούδι και γι’ αυτό ο Johny Brown!