Το πρώτο φεστιβάλ της νέας σαιζόν συνέβη στην Αθήνα αυτό το Σαββατοκύριακο, είχε techno φιλοδοξίες και φιλοσοφία (διήμερου) πάρτι και ο Τάσος Μαγιόπουλος με τον Γιώργο Μιχαλόπουλο βρέθηκαν εκεί ως ανταποκριτές μας, καταγράφοντας εντυπώσεις και ενστάσεις. Με πνεύμα βέβαια εποικοδομητικό και ευχές να «πιάσει» το ένTechno, γιατί είμαστε όλοι σύμφωνοι πως τέτοιες προσπάθειες αξίζουν τον κόπο...
ένTechno by Τάσος Μαγιόπουλος
Εξηγούμαι ευθύς εξ’ αρχής για να μην παρεξηγηθώ. Παρ’ όλο που με την ηλεκτρονική μουσική έχω ασχοληθεί αρκετά, είχα καταλήξει πως το techno δεν είναι ένα είδος το οποίο θα με απασχολούσε διεξοδικά. Σαφώς υπάρχουν και ενδιαφέροντα πράγματα, αλλά καθείς με τα γούστα του. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν έχω περάσει καλά σε βραδιές με τέτοια κυρίως μουσική ή πως πήγαινα προκατειλημμένος αρνητικά στο ένTechno. Το κάθε άλλο, περίμενα ένα πολύ ευχάριστο διήμερο με μπόλικες μουσικές, κόσμο να χορεύει και χαμογελαστά πρόσωπα. Έτσι ακριβώς κι έγινε –και πιάνω τα πράγματα από την αρχή τους.
Η άφιξή μου στον χώρο του φεστιβάλ γίνεται κατά τις 5:30 το απόγευμα του Σαββάτου. Όπως ήταν αναμενόμενο για εκείνη την ώρα, ο κόσμος ήταν λίγος και οι μουσικές που παίζανε από τα ηχεία χαλαρωτικές και προσαρμοσμένες στο κλίμα της ώρας. Αφού λοιπόν άκουσα τα laid back κομματάκια μου για κάμποση ώρα αποφάσισα να περιηγηθώ πέραν του εξωτερικού stage. Μπαίνω λοιπόν στην εσωτερική αίθουσα –ομολογουμένως όμορφα διακοσμημένη, κάνοντάς σε να αισθανθείς αμέσως ευπρόσδεκτος– όπου βλέπω ένα ντοκιμαντέρ να προβάλλεται στις δύο οθόνες. Ήταν το Speaking In Code, όπως ανέφερε και το πρόγραμμα, και κάθισα να πάρω μια γεύση. Μιλούσε για την όλη εμπειρία του clubbing με συνεντεύξεις και εμφανίσεις από διάφορους γνωστούς DJs όπως τους Modeselektor, Monolake, Akufen, Miss Kittin, Reinhard Voigt, Apparat αλλά και τους Wighnomy Brothers με την Ellen Allien –τα δύο μεγάλα ονόματα του ένTechno. Ομολογώ πως με συνεπήρε ο τρόπος που το φιλμ εξιστορούσε την όλη εμπειρία της δημιουργού και κάθισα έτσι να το δω όλο. Έτοιμος όμως να επιστρέψω στο εξωτερικό stage είδα την αμέσως επόμενη ταινία Berlin Calling να ξεκινάει και είπα να της δώσω κι αυτής μια ευκαιρία. Ήταν εν τέλει μια σοφή απόφαση, καθώς ναι μεν αναφερότανε σε έναν DJ και παραγωγό, αλλά αντί να χρησιμοποιήσει την ιδιότητά του απλά σαν μια αφορμή για να μας δείξει μερικά σκηνικά από clubs προσπάθησε (και κατάφερε) να δώσει βάρος στην προσωπικότητά του και το πώς αυτή επηρεάζεται από την ιδιότητά του. Εκεί είναι όπου η ταινία ξεφεύγει από το να χαρακτηριστεί μόνο «must για μουσικόφιλους» και μεταλλάσσεται σε μια ταινία καλή για θέαση από τον οποιονδήποτε, διατηρώντας βέβαια πάντα τη σχέση της με τον όλο κόσμο της ηλεκτρονικής μουσικής.
Με το τέλος του Berlin Calling επιστρέφω στον εξωτερικό χώρο για να ακούσω και λίγο μουσική. Συναντώ λοιπόν στα decks την Camea, να παίζει ένα σετ δυνατό και ανεβαστικό, με ένα μείγμα techno και tech house ρυθμών, που προς το τέλος του «σκοτείνιασε» -ίσως για να ταιριάξει και με τον ουρανό εκείνης της ώρας. Πραγματικά πολύ όμορφο το εν λόγω σετάκι, για την ιστορία. Τη θέση της Camea πήρε κατόπιν ο Argy, ο οποίος για να πω την αλήθεια με μπέρδεψε. Κι αυτό γιατί ενώ περίμενα κάτι πιο «βαρβάτο», κατέληξα να ακούω ένα σετ house κυρίως μουσικής, το οποίο ναι μεν έκανε τις στροφές του προς techno μονοπάτια αλλά με τη μία πισωγύριζε πάλι στη house. Και ενώ η ώρα πλησίαζε 11:00 ανεβαίνει ο επόμενος DJ, ο GummiHz, ο οποίος από την αρχή της εμφάνισής του ξεκαθάρισε ότι θα κινηθεί προς το minimal techno, όπως κι έκανε, με ένα σετ πιστό σε αυτό τον ήχο. Πριν τελειώσει αναγκάστηκα να αποχωρήσω από τον χώρο και επέστρεψα γύρω στη μία μετά τα μεσάνυχτα.
Πλέον τα πράγματα είχαν μεταφερθεί στον εσωτερικό χώρο και πάνω στη σκηνή βρισκόταν ο δικός μας Leon Segka τον οποίο είχα παρακολουθήσει και νωρίτερα το καλοκαίρι σε ένα ταξιδιωτικό μου προορισμό. Μπορώ να πω λοιπόν ότι είχα συμφωνήσει για την επιλογή των διοργανωτών να ανοίξει την εμφάνιση της Ellen Allien και δεν διαψεύστηκα. Με ένα σετ που πυροβολούσε προς όλες τις κατευθύνσεις, ο Segka μας φόρτωσε με αρκετό μπάσο και beats ώστε βρισκόμασταν στην κατάλληλη διάθεση όταν η επίτιμη Γερμανίδα καλεσμένη μας εμφανίστηκε στη σκηνή –κάπου εκεί γύρω στις τρεις– και «έσκασαν» τα πρώτα χειροκροτήματα από το κοινό. Για το επόμενο κάτι παραπάνω από δίωρο μια αίθουσα ολόκληρη ήταν υποταγμένη στις διαθέσεις της Ellen Allien. Κινούμενη ηχητικά σε διάφορα είδη τα οποία με τις ικανότητές της συνδύασε άψογα μεταξύ τους (μέχρι και Empire Of The Sun ακούσαμε σε remix όμως) μας έκανε όλους όχι μόνο να ακούσουμε ενδιαφέροντα κομμάτια αλλά και να χορέψουμε με την ψυχή μας, διασκεδάζοντας πραγματικά και εμείς και αυτή από το αποτέλεσμα της βραδιάς. Χαρακτηριστικό της εμφάνισής της ήταν πως κατά τη διάρκεια αυτής έβλεπες χαμογελαστά και χαρούμενα πρόσωπα κατά μήκος της αίθουσας και ανθρώπους από διαφορετικούς «κόσμους» να γίνονται μια ευτυχισμένη λικνιζόμενη οντότητα. Μια εμφάνιση που μας άφησε με λίγα λόγια «addicted to bass»!
Με το τέλος της εμφάνισης της Ellen Allien είχε έρθει και το τέλος της δικής μου βραδιάς, οπότε ανανέωσα το ένTechno ραντεβού μου για το βράδυ της Κυριακής και τους Wighnomy Brothers. Φτάνοντας λίγο πριν τις 21:00 τους πέτυχα ακριβώς στην αρχή του σετ τους και παρόλο που δεν περίμενα κάτι τόσο περιπετειώδες σαν την εμφάνιση της προηγούμενης βραδιάς εντούτοις βρέθηκα τρεις ώρες μετά ικανοποιημένος. Δεν χτύπησαν μεν κόκκινα (αυτό ήταν καλό καθώς οι περισσότεροι ήμασταν εξαντλημένοι), αλλά έπαιξαν πολύ ευχάριστα και διασκεδαστικά. Το αστείο δε της υπόθεσης ήταν πως, ενώ αντικειμενικά ο νεότερος των δυο αδερφών έκανε σχεδόν όλη τη δουλειά, τα κομμάτια που μου άρεσαν περισσότερο ήταν τα σαφώς λιγότερα, όσα δηλαδή επέλεγε ο μεγαλύτερος εκ των δύο. Ίσως αυτό να συνέβαινε διότι σε εκείνα έβρισκα και ενδιαφέρουσες μελωδίες, αντί για το ξερό σφυροκόπημα των επιλογών του Wighnomy Jr. Σίγουρα δεν μας ξεσηκώσανε λοιπόν σαν την κυρία Allien, αποτελέσανε όμως έναν αξιοπρεπέστατο επίλογο σε έναν 36ωρο μαραθώνιο, που σκοπό είχε να γιορτάσει την ηλεκτρονική μουσική –και όσοι φίλοι της βρεθήκαμε εκεί σίγουρα το ευχαριστηθήκαμε δεόντως. Σε αυτό βέβαια βοήθησε και η παρέα που συστάθηκε εκεί (you know who you are!), τους οποίους και ευχαριστώ εξίσου με τους DJs για μια πραγματικά πολύ ευχάριστη εμπειρία.
ένTechno by Γιώργος Μιχαλόπουλος
Καινούργιο φεστιβάλ από φέτος στην Αθήνα που, όπως λέει το όνομα του, ήταν αφιερωμένο στο πολυαγαπημένο και πολυβασανισμένο techno (το εκφυλίζω αυθαιρέτως και το κάνω ουδέτερο). Μεγαλεπήβολο το project γι’ αυτό και υπήρχαν πολλά οργανωτικά προβλήματα –κυρίως μη ρεαλιστικός σχεδιασμός. 36ώρο techno party δεν γίνεται ούτε στο Βερολίνο (που λέει ο λόγος) πόσο μάλλον στην Αθήνα με τη σχεδόν ανύπαρκτη dance σκηνή της, η οποία αναλώνεται στις nu-disco βλακείες. Η διάρκεια του ένTechno εξαρχής χαντάκωσε αρκετούς καλούς DJs (κι είχε μπόλικους το line-up) να παίζουν μπροστά σε 50-60 άτομα (τους οποίους, ανεξαιρέτως, ξέραμε με το ονοματεπώνυμο τους). Ακόμα κι αν οι διοργανωτές ονειρεύονταν κάτι διαφορετικό, δεν είχαν προβλέψει να υπάρχει ούτε ένα δείγμα καρέκλας στον χώρο, οπότε μάλλον εξαρχής δεν περίμεναν ότι θα υπήρχε κόσμος που θα πέρναγε ολόκληρο το Σαββατοκύριακό του εκεί. Δεν ξέρω αν αυτό συνέβη λόγω άγνοιας ή καψούρας να γίνει ένα πάρτι το οποίο δεν έχει ξαναγίνει στην Αθήνα, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να είσαι αυστηρός από την πρώτη προσπάθεια. Για του λόγου το αληθές, σας θυμίζω πώς ξεκίνησε το Synch (πόσο κόσμο είχε, τι ονόματα έπαιξαν κτλ.). Μακάρι να ξαναγίνει λοιπόν το ένTechno, γιατί οι άνθρωποι πρέπει να μπήκαν αρκετά «μέσα» οικονομικά, μιας και τα περίπου 1500 άτομα που βρέθηκαν κυρίως από τα μεσάνυχτα του Σαββάτου μέχρι τα ξημερώματα της Κυριακής, δεν ήταν αρκετά.
Στα μουσικά τώρα. Ξεκινήσαμε με ένα πολύ ωραίο σετ από την Camea, η οποία με ιδανικό τρόπο έδεσε με την πιο ωραία στιγμή της ημέρας, αφού ο τρόπος που αναπτύσσει το πρόγραμμά της ταίριαζε με τον ρόλο του warm-up που της φορτώσαμε αναγκαστικά. Θα ήθελα να την ακούσω ξανά πιο αργά, αλλά για μένα ήταν η ανακάλυψη του φεστιβάλ. Η συνέχεια ανήκε στον Argy (a.k.a Αργύρης Θεοφίλης), πιθανότατα τον πιο επιτυχημένο Έλληνα DJ αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη –δικαίως, μιας και στην Poker Flat δεν κυκλοφορείς δίσκους έτσι απλά. Αλλά το σετ του ήταν υπερβολικά επηρεασμένο από το αμερικάνικο house που πότε δεν συμπάθησα (αν και ο δικός μας κύριος Chevy βέβαια μου είπε ότι το house είναι πλέον παντού και δεν πρέπει να γκρινιάζω). Τα πιο σκοτεινά του γυρίσματα μας ανάγκασαν πάντως να τον παρακολουθήσουμε προσεκτικά. Αυτός είναι πάντως ένας από τους μεγάλους αδικημένους του διημέρου, μιας ξεκίνησε 9 το βράδυ και σίγουρα δεν του ταίριαζε η ώρα. Τον GummiHz που ακολούθησε τον άκουσα ελάχιστα για να εκφράσω άποψη, μιας και έπρεπε να φύγω λίγο από το φεστιβάλ και να επιστρέψω για το μεγάλο όνομα της βραδιάς.
Λίγο πριν ξεκινήσει το πολύ ωραίο σετ της Ellen Allien είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος (κάτι παραπάνω από 1000 άτομα) χορεύοντας υπό τους ήχους του παλιού αγαπημένου Leon Segka. Έτσι γύρω στις 3, ενώ ο Παναγιώτης Μένεγος (γνωστός και ως Τερέζος –σημ. αρχισυντάκτη: κάτι μου διαφεύγει εδώ...) μου έλεγε ότι «να δεις που αυτή θα παίξει σίγουρα Thom Yorke και Fever Ray», η Ellen Allien έχρισε προφήτη τον φίλτατο δημοσιογράφο, ξεκινώντας με το “Triangle Walks” της τραγουδίστριας των Knife. Στο δίωρο λοιπόν που της αντιστοιχούσε, η Βερολινέζα DJ μας κέρδισε ολοκληρωτικά με τον τρομερό τρόπο ανάπτυξης του υπέροχου techno που παίζει –και πήρε από το κόσμο το feedback που της άξιζε. Κι ας μην έπαιζε με βινύλια. Κι ας κρέμασε την προφητεία του Μένεγου και ξέχασε να παίξει το “Eraser” του Yorke, το οποίο έχει τόσο ωραία ρεμιξάρει. Τη σκυτάλη μετά πήρε ο Alexi Delano που όσο και να προσπάθησα, δεν μπόρεσα να ακολουθήσω.
Το μινιμαλιστικό-μονότονο techno του Delano ηχεί υπερβολικά καμένο για τα γούστα μου και δυστυχώς, αφού τον ακούσαμε περίπου μία ώρα, αποχώρησα, αν και ήθελα πάρα πολύ να περιμένω τον Mikee –μιας και για πάρτη έχω χάσει τουλάχιστον 40 κιλά χορεύοντας (και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι μου περισσεύουν κιόλας!).
Η δεύτερη μέρα του φεστιβάλ μπορείς να πεις ότι δεν υπήρχε καν... Αργήσαμε να ξυπνήσουμε, αργήσαμε να πάμε και οι Wighnomy Brothers είχαν ήδη στήσει ένα προσωπικό πάρτι με τα περίπου 300 άτομα τα οποία βρέθηκαν εκεί. Το μισό τους σετ αναλώθηκε πάντως σε αδιάφορα house tracks ενώ το υπόλοιπο ήταν αρκετά σκληρό για να ξεκινήσεις έτσι τη μέρα σου. Δεν πειράζει όμως. Το ένTechno ήταν συνολικά –παρά τα προβλήματα που επεσήμανα στην αρχή– μια τονωτική ένεση σε μια ανύπαρκτη σκηνή, την οποία περιμένουμε κάποια στιγμή να ξαναγεννηθεί. Όταν πεθάνουν τα μπουζούκια ίσως;